Καμπανάκι για το ενδεχόμενο να δημιουργείται στην Ελλάδα μία νέα γενιά κόκκινων δανείων από τον πληθωρισμό «τραπεζικής απληστίας» διαπιστώνει σε νέα του μελέτη το ΚΕΠΕ.
Συνδέεται με τα υψηλά επιτόκια δανείων και τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων τα οποία σε συνδυασμό με την πραγματική μείωση των μισθών λόγω του πληθωρισμού, όπως αναφέρει δημιουργούν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ».
Εκτιμά πως οι πραγματικοί μισθοί (χωρίς τον πληθωρισμό) είναι 35% πιο χαμηλοί από τα επίπεδα του 2009 σε αντίθεση με την ΕΕ στην οποία είναι (παρά την ακρίβεια) οριακά υψηλότεροι. Μάλιστα υπολογίζει πως το 2022 για το οποίο έχουν ανακοινωθεί τα επίσημα στοιχεία, η ψαλίδα άνοιξε ακόμη πιο πολύ με μείωση πραγματικών μισθών κατά 5% παρά τις ονομαστικές αυξήσεις.
Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες τους ζητά να ενισχύσουν τα εποπτικά κεφάλαιά τους και να επιταχύνουν την απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου αντί να δίνουν μερίσματα. Θεωρεί πως ελοχεύει κίνδυνος για shadow banking και πως θα είναι πολύ κρίσιμο να ακολουθήσουν την μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Αναφέρει επίσης πως υπάρχουν επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας, καθώς πλέον καταναλώνουν από τα «έτοιμα» τα νοικοκυριά με τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει και για την κοινωνική συνοχή και για την αγορά εργασίας αλλά και για την οικονομία.
Το ΚΕΠΕ, το μεγαλύτερο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του ΥΠΕΘΟ σε νέα μελέτη του αναφέρει πως ύστερα από δέκα πρωτόγνωρες αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης (ΕΚΤ), που άρχισαν στις 27 Ιουλίου 2022 και ήταν συνολικού μεγέθους 450 μονάδων βάσης, παρατηρείται μία πρωτοφανής διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου (interest rate spread) στην ευρωζώνη. «Οι ελληνικές τράπεζες, ωστόσο, καταγράφουν από τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίου, ξεπερνώντας κατά πολύ τη διάμεσο και μέση τιμή της ευρωζώνης» επισημαίνει.
Γίνεται αναφορά σε μία «ισχυρή ασυμμετρική απόκριση των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, με τα επιτόκια των δανείων να αυξάνονται αμέσως, ενώ τα αντίστοιχα των καταθέσεων να παραμένουν αρχικά αμετάβλητα και εν συνεχεία να αυξάνονται ισχνά, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου να «σπάει» το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο».
Όπως επισημαίνεται οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, πιθανότατα εκμεταλλευόμενες την υψηλή συγκέντρωση και τον χαμηλό ανταγωνισμό στον εγχώριο κλάδο – απαλλαγμένες πια από τα «κόκκινα δάνεια» τα οποία μεταφέρθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς τους στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ, ή servicers) – και επωφελούμενες από τις αυξήσεις επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα (net interest income) και υψηλές τιμές καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (net interest margin) και, κατά συνέπεια, σημαντικά κέρδη (εκτιμώνται κοντά στα €7,53 δισεκ. τη διετία 2022-2023, ύστερα από μία ετήσια αναγωγή των κερδών του 9μηνου 2023).
«Αυτή η υπέρμετρη συσσώρευση κερδών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μπορεί να ονομαστεί και πληθωρισμός της «τραπεζικής απληστίας» αναφέρεται στην ανάλυση επικαιρότητας του ΚΕΠΕ που καταλήγει με προτάσεις πολιτικής για την περίπτωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Κάλεσμα για δράση
Το ΚΕΠΕ επισημαίνει πως ενώ η ΕΚΤ δρομολόγησε τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς της με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο 2% μεσοπρόθεσμα, συνέβαλλε παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις, στη δημιουργία ενός άλλου πληθωρισμού: του πληθωρισμού κερδών των τραπεζών, ή του πληθωρισμού της «τραπεζικής απληστίας», μέσω του ενισχυμένου καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος και των υψηλών τιμών στο περιθώριο επιτοκίου.
Εκτιμάται πως όσο η ΕΚΤ διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τα βασικά επιτόκια, αναμένονται σημαντικά κέρδη για τις ελληνικές τράπεζες μέσω των αυξημένων καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος και περιθωρίου επιτοκίου, τροφοδοτώντας έτσι τον πληθωρισμό της «τραπεζικής απληστίας». Το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα το 1ο εξάμηνο 2023 ήταν 4,071 δις ευρώ και αντιστοιχεί στο 74,3% του ποσού για όλο το 2022 (στα 5,482 δις. Ευρώ) για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Το ΚΕΠΕ επισημαίνει πως «είναι μοναδική ευκαιρία για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες με τα επιβλητικά κέρδη της διετίας 2022- 2023 (εκτιμώνται κοντά στα 7,53 δισεκ. ευρώ) να «ενισχύσουν τα εποπτικά κεφάλαιά τους και να επιταχύνουν την απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου, παρά να επικεντρώνονται αποκλειστικά σε γαλαντόμες μερισματικές πολιτικές. Ναι μεν αποκομίζονται βραχυχρόνια οφέλη για τις τράπεζες από όλη αυτή την κατάσταση, αλλά από την άλλη τίθενται θέματα βιωσιμότητας στον μεσοπρόθεσμο και μακροχρόνιο ορίζοντα τόσο για τον τραπεζικό τομέα όσο και για την ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή της χώρας».
Οι επισημάνσεις είναι αιχμηρές. Αναφέρεται πως «προκειμένου να αποτραπεί η ολοκλήρωση της «μυωπικής συμπεριφοράς» (βραχυχρόνια οφέλη & μακροχρόνιες ζημίες), χρειάζονται άμεσες κινήσεις από τις ελληνικές αρμόδιες αρχές, ώστε να αποφευχθεί στο μεσοδιάστημα (με την επικρατούσα τραπεζική πιστωτική στασιμότητα) η γιγάντωση της εναλλακτικής τραπεζικής – δηλαδή αυτής της σκιώδους τραπεζικής (shadow banking) – η οποία είναι γενικώς πολύ λιγότερο εποπτευόμενη σε σχέση με τις παραδοσιακές τράπεζες».
Σημειώνουν πως η πληρωμή μερισμάτων είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική για τους μετόχους των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι έχουν να λάβουν μέρισμα για πάνω από 15 χρόνια. «Ωστόσο, θα πρέπει να συνυπολογίζονται και άλλοι παράγοντες, και να υπάρχει πολύπλευρη και πολυδιάστατη αντίληψη επί του θέματος. Επίσης, να σημειωθεί πως αναμένεται μία ισόποση αναπλήρωση του αναβαλλόμενου φόρου με εταιρικά κέρδη συνεπάγεται αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών (μέσω του παρονομαστή), καθώς το σταθμισμένο προς τον κίνδυνο ενεργητικό (RWAs) μειώνεται» ανα.
«Καμπανάκι» για την ελληνική οικονομία
«Οι Έλληνες φορολογούμενοι βίωσαν (και βιώνουν) πρωτόγνωρες οικονομικές δυσκολίες και παράλληλα, βοήθησαν όλα αυτά τα χρόνια για την ευστάθεια και στήριξη του τραπεζικού συστήματος μέσω διαφόρων κρατικών ενισχύσεων (όπως οι ανακεφαλαιοποιήσεις, τα προγράμματα Ηρακλής, και ο αναβαλλόμενoς φόρος). Ενδιαφέρον, πλέον, παρουσιάζει η συμπεριφορά των εγχώριων τραπεζών – εν καιρώ ευνοϊκών συνθηκών για αυτές – και το εάν θα συνεισφέρουν στην ελληνική κοινωνία και επιχειρηματικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, η ατραπός παρεμβάσεων/ρυθμίσεων – για την ελάττωση των επιτοκιακών περιθωρίων, τη θεμελιώδη αύξηση (μείωση) ανταγωνισμού (συγκέντρωσης), και την ενίσχυση ποιότητας των κεφαλαίων – του εγχώριου τραπεζικού κλάδου φαντάζει αναπόφευκτη λύση, έχοντας κατά νου τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας και την αρμονική συμβίωση καταναλωτών, επιχειρήσεων και τραπεζών» αναφέρεται.
Εκρηκτικό κοκτέιλ τα «κόκκινα» δάνεια και οι χαμηλοί μισθοί
Οι μετρήσεις του ΚΕΠΕ για τον μέσο ετήσιο καθαρό μισθό (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού), είναι αποκαλυπτικές. Ο μικτός μισθός, προσαρμοσμένος για πλήρη απασχόληση, ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 3,8% (5,1% στην ΕΕ27) το 2022 και διαμορφώθηκε στα 16.661 ευρώ (από 35.329 ευρώ στην ΕΕ27).
Συνυπολογίζοντας το γενικό επίπεδο τιμών προκύπτει ότι, σε σταθερές τιμές 2015, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 5,1% στην Ελλάδα (3,8% στην ΕΕ27) το 2022. Σε σχέση με το 2009, όταν ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ήταν στα υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα, έχει επέλθει μία ονομαστική αθροιστική καθίζηση 22,85% το 2022 (στην ΕΕ27 σημειώνεται συγκεντρωτική αύξηση 34,40%). Αν λάβουμε υπόψη το γενικό επίπεδο τιμών, τότε η πραγματική μείωση, σε σταθερές τιμές 2015, ανέρχεται στο 34,23% το 2022, ενώ στην ΕΕ27 υπήρξε αύξηση 3,33%.
Οι επιπτώσεις της μισθολογικής καθίζησης έχουν και άλλες παρενέργειες. Το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών επανέρχεται το 2022 σε αρνητικά επίπεδα στο -4,03%.
Τα αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης αποκαλύπτουν τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών και ότι οι μισθοί δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών αναγκών. Τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια είναι υψηλότερα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως στα υφιστάμενα δάνεια.
Ιδιωτικό χρέος
Προσθέτοντας στην εξίσωση το χρέος των νοικοκυριών ύψους σχεδόν 93 δισεκ. το 2022 ή το ιδιωτικό χρέος ύψους περίπου 208 δισεκ., το 2022 «προκύπτει ένα ακόμα βάρος στους Έλληνες καταναλωτές που μεγεθύνεται από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων» αναφέρεται στη μελέτη του ΚΕΠΕ.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ή «κόκκινα δάνεια», ανέρχονται σε πάνω από 80 δισεκ. συνολικά στο οικονομικό σύστημα της χώρας στα μέσα του 2023, με την πλειονότητά τους να είναι στους servicers, το συστημικό τους μέγεθος συνολικά να είναι υψηλό (σχεδόν 40% του ΑΕΠ), και τον κίνδυνο αθέτησης εκ νέου (re-default rate) των ήδη αναδιαρθρωμένων δανείων να θεωρείται ανεβασμένος εξαιτίας των υψηλών δανειακών επιτοκίων.
Αναφέρεται πως τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στους τραπεζικούς ισολογισμούς, στους servicers, και στη γενική κυβέρνηση) παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα μέχρι και τα μέσα του 2022. Στη συνέχεια φαίνεται ότι μειώθηκαν στα τέλη του 2022 και μέσα του 2023, ωστόσο αυτή η μείωση ίσως είναι πλασματική, εκτιμάται. Και τούτο διότι, από το 4ο τρίμηνο του 2022 στην ονομαστική αξία των δανείων, τα οποία διαχειρίζονται από τις εταιρείες διαχείρισης, δεν περιλαμβάνονται οι εξωλογιστικοί τόκοι και οι διαγραφές που είχε διενεργήσει το πιστωτικό ίδρυμα που μεταβίβασε το χαρτοφυλάκιο των δανείων. Έχει αλλάξει δηλαδή ο τρόπος μέτρησής τους και, ως εκ τούτου, η σύγκριση με τα προηγούμενα τρίμηνα καθίσταται προβληματική.
Συμπερασματικά, αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι ναι μεν οι τράπεζες «κουβαλούν» λιγότερα «κόκκινα δάνεια» στο χαρτοφυλάκιό τους, αλλά από την άλλη τα «κόκκινα δάνεια» παραμένουν στο οικονομικό σύστημα, καθώς αυτά μεταφέρθηκαν στους servicers, αναφέρει το ΚΕΠΕ.
Επισκιάζεται η επενδυτική βαθμίδα
«Τα προαναφερθέντα συνιστούν ένα ‘’εκρηκτικό κοκτέιλ’’ για την Ελλάδα, το οποίο θα μπορούσε να επιδεινώσει τη θέση της χώρας σε όρους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού» αναφέρεται στη μελέτη. Υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στη χώρα μας το φαινόμενο του moonlighting (να αναζητεί κάποιος δεύτερη, ακόμα και τρίτη δουλειά, ούτως ώστε να τα βγάζει πέρα, καθώς και η φυγή στο εξωτερικό.
«Όλα αυτά επισκιάζουν την αύρα της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας, η οποία μέχρι τώρα αποτυπώνεται μέσω της αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες του 2023 και αποτιμάται θετικά κυρίως στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι αφενός μεν είχε προεξοφληθεί από τις αγορές η ανάκτηση της βαθμίδας πολύ νωρίτερα [στις αρχές Ιανουαρίου 2023 ο γενικός δείκτης ήταν κάτω από τις 1000 μονάδες (όπως σχεδόν στην τελευταία δεκαετία), ενώ το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου 2023 ήταν πάνω από τις 1300 μονάδες], αφετέρου δε ο δείκτης ξεπέρασε τις 1400 μονάδες τον Φεβρουάριο 2024» αναφέρεται.
Ποια είναι η «αχίλλειος πτέρνα» για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας
Στο πόρισμά του ΚΕΠΕ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αναφέρεται πως καταγράφουν σημαντικά κέρδη το 2022, ύστερα από πολύ καιρό. Αυτό οφείλεται, πρώτον, στις μειωμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, καθώς η πλειονότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μεταφερθεί από τους τραπεζικούς ισολογισμούς στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ – servicers) και, δεύτερον, στην αύξηση του λειτουργικού εισοδήματος.
Όμως, αναφέρεται, επίσης, πως η ολιγοπωλιακή δομή και ο χαμηλός ανταγωνισμός που επικρατούν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα –με τη συγκέντρωση των σημαντικών τραπεζών, με βάση τη λογιστική αξία του ενεργητικού, στην Ελλάδα να είναι πολύ υψηλότερη από αυτή στην Ευρώπη (σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες)– έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση υψηλότερων περιθωρίων επιτοκίου. Κάτι που καθιστά πιο έντονο τον πληθωρισμό «τραπεζικής απληστίας» στην Ελλάδα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες συνολικά. Αυτό αποτυπώνεται μέσω:
- του υψηλότερου καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος ως ποσοστού του λειτουργικού εισοδήματος για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές σημαντικές τράπεζες: 78,59% έναντι 58,70% το 1ο τρίμηνο 2023, 77,98% έναντι 59,50% το 2ο τρίμηνο 2023, και 79,25% έναντι 60,56% το 3ο τρίμηνο 2023,
- του υψηλότερου καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές σημαντικές τράπεζες: 2,99% έναντι 1,48% το 1ο τρίμηνο 2023, 3,13% έναντι 1,53% το 2ο τρίμηνο 2023, και 3,20% έναντι 1,56% το 3οτρίμηνο 2023, και
- του σημαντικά υψηλότερου επιτοκιακού περιθωρίου για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε σχέση με την ευρωζώνη.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς οδήγησαν σε υψηλά δανειακά επιτόκια, τα οποία οδηγούν σε μεγάλο επιτοκιακό περιθώριο, αποθαρρύνουν τη λήψη δανείων (ροπή προς πιστωτική στασιμότητα) και αποτελούν «Αχίλλειο πτέρνα» για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα, επισημαίνεται. Η υψηλή τραπεζική συγκέντρωση και ο χαμηλός ανταγωνισμός στη χώρα μας διευκολύνουν τη διατήρηση υψηλού επιτοκιακού περιθωρίου, με αποτέλεσμα ο φαύλος κύκλος των υψηλών δανειακών επιτοκίων και των χαμηλών καταθετικών επιτοκίων να συνεχίζεται, επισημαίνει το ΚΕΠΕ.
«Όσο διατηρείται αυτή η κατάσταση, οι τράπεζες θα έχουν αυξημένα έσοδα από τόκους (και κατά πάσα πιθανότητα υψηλά κέρδη) στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι το βιώσιμο και κάποια στιγμή θα τελειώσει, καθώς οι δανειολήπτες – πιεζόμενοι από τη γενική ακρίβεια – θα έχουν μειούμενες δυνατότητες αποπληρωμής των δανείων τους» αναφέρεται στη μελέτη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ