Τεράστιες ανισότητες στις επενδύσεις μεταξύ των 13 Περιφερειών φέρνει στην επιφάνεια η νέα έκθεση για τις κοινωνικές και οικονομικές τάσεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Σύμφωνα με την έκθεση, όσον αφορά στις επενδύσεις (την πλέον βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ανάπτυξη) οι Περιφέρειες της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας συνεισφέρουν σχεδόν το μισό των συνολικών εγχώριων επενδύσεων (με βάση τα πιο πρόσφατα για ανάλυση στοιχεία του 2020).
«Καθώς το 2020, έτος κατά το οποίο επήλθε σημαντική μείωση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, ως συνέπεια των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορονοϊού, δεν μπορεί να θεωρηθεί μια αντιπροσωπευτική χρονιά, η Περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου αποτελεί τη μοναδική Περιφέρεια όπου οι επενδύσεις υπερέβησαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό ανάπτυξης του ΑΕΠ της για το 2019» αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Συγκεκριμένα, ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε ετησίως σε όλες τις Περιφέρειες, πλην της Δυτικής Μακεδονίας, οι επενδύσεις συνεισέφεραν θετικά στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ μόνο σε τρεις Περιφέρειες: α) Νοτίου Αιγαίου, β) Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και γ) Δυτικής Ελλάδας.
Ιδιαίτερα, η Περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου αποτελεί τη μοναδική Περιφέρεια όπου οι επενδύσεις υπερέβησαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό ανάπτυξης του ΑΕΠ της για το 2019 (μια εικόνα η οποία, με βάση τις εκτιμήσεις, δεν έχει αλλάξει και τα αμέσως επόμενα χρόνια).
Η αρνητική εικόνα σε σχέση με την εξέλιξη των επενδύσεων επιβεβαιώνεται και από τη μεταβολή τους, κατά το χρονικό διάστημα από το 2017 μέχρι το 2019. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μόνο δύο Περιφέρειες κατέγραψαν θετικό ρυθμό μεγέθυνσης στις επενδύσεις, παρά το γεγονός ότι το 2022 ενισχύθηκαν, σύμφωνα με την έκθεση, σημαντικά κατά 21,8% και συνεχίζουν να μεγεθύνονται, στηριζόμενες από την πιστωτική επέκταση των ιδιωτικών τραπεζών και στους πόρους που διατίθενται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της Ε.Ε.
Ποια εικόνα παρουσιάζει το εμπόριο
Σε σχέση με διμερές εμπόριο των Περιφερειών, η εικόνα είναι μεικτή και επιβεβαιώνει την ύπαρξη διαπεριφερειακών ανισοτήτων. Οι Περιφέρειες της ηπειρωτικής Ελλάδας παρουσιάζουν υψηλότερο βαθμό εξωστρέφειας έναντι των νησιών. Ο βαθμός εξωστρέφειας της Περιφέρειας Πελοποννήσου διαμορφώνεται στο 139,9% (μέγεθος που οφείλεται, κυρίως, στο εμπόριο πετρελαιοειδών), δηλαδή είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον αντίστοιχο βαθμό της δεύτερης σε σειρά Περιφέρειας, της Περιφέρειας Αττικής.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό πως ο βαθμός εξωστρέφειας των Περιφερειών είναι σχεδόν αντίστροφος του δείκτη επικάλυψης, γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντική εξάρτηση της παραγωγικής δραστηριότητας των Περιφερειών από τις εισαγωγές αγαθών. Η εξάρτηση αυτή επιβεβαιώνεται και από το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο των Περιφερειών με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας, όπως των Περιφερειών Πελοποννήσου, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το 2021 το εμπορικό ισοζύγιο ως ποσοστό του ΑΕΠ κάθε περιφέρειας ήταν πλεονασματικό για εννέα Περιφέρειες.
Επίσης, εστιάζοντας στις εξαγωγές, η ετερογένεια μεταξύ των Περιφερειών είναι ακόμα πιο εμφανής, με την Περιφέρεια Αττικής να συνεισφέρει πάνω από το μισό του συνόλου των εξαγωγών (52%) και τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (15,6%) και Πελοποννήσου (13,7%) να ακολουθούν. Ολες οι υπόλοιπες Περιφέρειες συνεισφέρουν ένα μονοψήφιο και μικρό ποσοστό στις εθνικές εξαγωγές.
Οσον αφορά την Περιφέρεια της Αττικής, παρατηρείται μια σχετικά μεγαλύτερη διαφοροποίηση των εξαγωγικών αγαθών της, με τον κλάδο των πετρελαιοειδών (τον κλάδο με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις συνολικές εξαγωγές στη συγκεκριμένη Περιφέρεια) να συνεισφέρει το 26,8% στο σύνολο των εξαγωγών, ενώ ο αντίστοιχος κλάδος συνεισφέρει το 83,4% στις συνολικές εξαγωγές της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις συνολικές εξαγωγές έχουν τα τρόφιμα (32,1%). Σε σχέση με την εξέλιξη των εξαγωγών το χρονικό διάστημα 2017-2021, εννέα ελληνικές Περιφέρειες έχουν εισέλθει σε φάση ανάκαμψης, με τη μεγαλύτερη μεταβολή να παρουσιάζει η Περιφέρεια Ιόνιων Νήσων, η συμβολή της οποίας, ωστόσο, στις συνολικές εξαγωγές αγαθών της ελληνικής οικονομίας είναι μικρή.
Η Αττική συνεισφέρει σχεδόν το μισό από το συνολικό ΑΕΠ της χώρας
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαπεριφερειακή ανισότητα στην ελληνική οικονομία, καθώς η Περιφέρεια Αττικής συνεισφέρει σχεδόν το μισό του συνολικού εγχώριου ΑΕΠ. Δεύτερη έρχεται η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισφέρει περισσότερο στο ΑΕΠ της χώρας απ’ όσο η Ηπειρος, το Νότιο και το Βόρειο Αιγαίο, τα Ιόνια Νησιά και η Δυτική Μακεδονία μαζί.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, «η διαπεριφερειακή ανισότητα στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η Περιφέρεια της Αττικής συνεισφέρει σχεδόν το μισό του συνολικού εγχώριου ΑΕΠ». Δεύτερη έρχεται η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισφέρει περισσότερο στο ΑΕΠ της χώρας απ’ όσο η Ηπειρος, το Νότιο και το Βόρειο Αιγαίο, τα Ιόνια Νησιά και η Δυτική Μακεδονία μαζί.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ανομοιογένεια μεταξύ των Περιφερειών αντικατοπτρίζεται και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με μόνο τρεις Περιφέρειες να έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεγαλύτερο από το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποκλίνει σημαντικά από το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. των 27.
Σε σχέση με την αναπτυξιακή δυναμική των Περιφερειών, στην έκθεση γίνεται σύγκριση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά το χρονικό διάστημα 2017-2019, οπότε άρχισε η σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση χρέους του 2010 και πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Κατά την υπό εξέταση χρονική περίοδο, όλες οι ελληνικές Περιφέρειες, πλην της Δυτικής Μακεδονίας, παρουσίασαν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με την ελληνική οικονομία στο σύνολό της να ανακάμπτει, με ρυθμό 3,6%, υπολειπόμενη ωστόσο σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (7,2%).
Σε επίπεδο Περιφερειών, οκτώ από τις 13 Περιφέρειες παρουσίασαν ρυθμό μεγέθυνσης υψηλότερο από το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Τις πρώτες θέσεις κατέλαβαν τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, ενώ από την ηπειρωτική Ελλάδα η Θεσσαλία, η Κρήτη και η Ηπειρος. Η αναπτυξιακή δυναμική των νησιωτικών συμπλεγμάτων βασίζεται κυρίως στον τουρισμό, καθώς οι Περιφέρειες αυτές δεν διαθέτουν οργανωμένους υποδοχείς μεταποιητικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Μετά το τέλος της πανδημίας του κορονοϊού, οι περισσότερες Περιφέρειες -πλην των Περιφερειών της Στερεάς και της Δυτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης- δεν κατόρθωσαν να ανακτήσουν το προ πανδημίας επίπεδο του ΑΕΠ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η δυναμική που κατέγραψε η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, όπου το ΑΕΠ μεγεθύνθηκε κατά 11,8% το 2021 σε σχέση με το προ πανδημίας επίπεδό του το 2019. Στην Περιφέρεια αυτή, σημειωτέον, υπάρχουν 10 βιομηχανικές περιοχές και τέσσερα βιοτεχνικά πάρκα, με τον δείκτη ανταγωνιστικότητας ωστόσο της Περιφέρειας να παραμένει σημαντικά χαμηλός.
Από την άλλη πλευρά, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας συνεχίζει να συρρικνώνεται, με περαιτέρω αρνητικές προοπτικές λόγω της διαδικασίας απολιγνιτοποίησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2028. Σύμφωνα με μία μελέτη του 2023, το ποσοστό ανεργίας εξαιτίας του κλεισίματος των ορυχείων λιγνίτη στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου, όπου βρίσκονται οι λιγνιτικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, ήταν 18,5%. Αν και ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται στα λιγνιτωρυχεία είναι αρκετά χαμηλός (περίπου 5.000 άτομα), είναι σημαντικός ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης.
Τέλος, από την πλευρά της παραγωγής, όπως και στην περίπτωση του ΑΕΠ, τη μεγαλύτερη μεταβολή της Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) το 2021 σε σχέση με το προ πανδημίας επίπεδό της παρουσιάζει η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας (12,7%). Ακολουθούν οι Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου.
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τις αναπτυξιακή δυναμική της εγχώριας οικονομίας είναι το γεγονός ότι ο κλάδος με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ΑΠΑ για τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο (δύο Περιφέρειες με θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ΑΠΑ το χρονικό διάστημα 2019-2021) είναι η βιομηχανία. Συγκεκριμένα, περίπου το 30% και το 22%, αντιστοίχως, της συνολικής ΑΠΑ των Περιφερειών αυτών το 2019 προήλθε από τον κλάδο της βιομηχανίας.
Στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας υπάρχουν σημαντικές βιομηχανικές ζώνες και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου βρίσκεται το Διυλιστήριο Πετρελαίου της Κορίνθου. Ωστόσο, οι δύο Περιφέρειες αντιμετωπίζουν προβλήματα στη διασύνδεση με σιδηροδρομικό δίκτυο/σταθμό μεταφόρτωσης και στη διαχείριση βιομηχανικών αποβλήτων.
Δύσκολο το «επιχειρείν» μακριά από την Αθήνα και το «κλεινόν άστυ»
Η Περιφέρεια Αττικής εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες σε τομείς της επιχειρηματικότητας, όπως αυτές αποτυπώνονται μέσα από επιλεγμένες μεταβλητές που αφορούν το επιχειρηματικό οικοσύστημα και την ανταγωνιστικότητα.
Ενδεικτικά αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ ότι στις επιχειρήσεις της Περιφέρειας Αττικής το 2019 απασχολήθηκε ανά επιχείρηση σχεδόν διπλάσιος αριθμός εργαζομένων. Στο ίδιο πλαίσιο, ο κύκλος εργασιών ανά επιχείρηση είναι σχεδόν τετραπλάσιος σε σχέση με το αντίστοιχα μεγέθη της δεύτερης μεγαλύτερης σε αριθμό επιχειρήσεων Περιφέρειας, δηλαδή της Κεντρικής Μακεδονίας.
Επίσης, μόνο στην Περιφέρεια Αττικής ο δείκτης περιφερειακής ανταγωνιστικότητας (ΔΠΑ) το 2022, καθώς και το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην επιστήμη και την τεχνολογία είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα μεγέθη στο σύνολο της χώρας.
Επιπλέον, η Περιφέρεια Αττικής εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες και σε τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι επιδόσεις αυτές καταγράφονται μέσα από επιλεγμένες μεταβλητές για την πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, τις καταθέσεις και τη χρηματοδότηση του επιχειρηματικού τομέα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στην Αττική το 2022 εμφανίζονται οι υψηλότερες καταθέσεις αλλά και ροές επιχειρηματικών δανείων ως προς το ΑΕΠ, καθώς και ο δεύτερος υψηλότερος αριθμός τραπεζικών λογαριασμών ανά κάτοικο.
Αναφορικά με την αγορά εργασίας, η Περιφέρεια Αττικής παρουσιάζει το υψηλότερο μερίδιο απασχόλησης στη χώρα και την ισχυρότερη αύξησή του την περίοδο 2001-2022. Παράλληλα, παρουσιάζει το υψηλότερο μερίδιο μισθωτής απασχόλησης πανελλαδικά την περίοδο 1999-2022 και το χαμηλότερο μερίδιο αυτοαπασχολουμένων και βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση. Επιπλέον, καταγράφει τα υψηλότερα μέσα ποσοστά απασχολουμένων στη χώρα την περίοδο 2008-2022 στους κλάδους Διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, Πληροφορικής – Επικοινωνιών, Χρηματοοικονομικών – Ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, Επαγγελματικών-Επιστημονικών-Τεχνικών δραστηριοτήτων, Τεχνών – Διασκέδασης – Ψυχαγωγίας, Δημόσιας διοίκησης, Χονδρικού – Λιανικού εμπορίου – Τουρισμού, Βιομηχανίας και Κατασκευών.
Συγκεκριμένα, τη χρονική περίοδο 2008-2013, στην Αττική το ποσοστό ανεργίας παρουσίασε την υψηλότερη άνοδο και διαμορφώθηκε πάνω από το εθνικό ποσοστό. Το 2022, όμως, παρουσίασε την ισχυρότερη πτώση και διαμορφώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα από το εθνικό ποσοστό.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ