Το παρασκήνιο της μη αναβάθμισης. Τι προβλημάτισε τον Steffen Dyck για την Ελλάδα
Του Μιχαήλ Γελαντάλι
Εκπληξη προκάλεσε ο διπλός «πάγος» του Moody’s στο investment grade για την ελληνική οικονομία. Και αν η απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας ήταν ένα ενδεχόμενο με τις λιγότερες πιθανότητες, η μη αναβάθμιση καν των προοπτικών ήταν που προβλημάτισε την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο της.
Το outlook παρέμεινε «σταθερό», αντί να αναβαθμιστεί σε «θετικό», που θα σήμαινε πως -χωρίς αρνητικές εξελίξεις στη συνέχεια- η αναβάθμιση σε χρονικό διάστημα 6-12 μηνών είναι σχεδόν βέβαιη. Αυτό, μόλις λίγες μέρες μετά την έκθεση της JPMC, που πιθανολογούσε 90% την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας, και ελάχιστες μετά την αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης του εγχώριου banking.
Εύλογο το ερώτημα, λοιπόν: Γιατί ήρθε αυτή η… ψυχρολουσία από τη δεύτερη υπερδύναμη -μετά τις ΗΠΑ-, όπως είχε χαρακτηρίσει τον οίκο Moody’s ο οικονομολόγος και αρθρογράφος των «New York Times», Thomas Friedman; Για να γίνει κατανοητή η απάντηση, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε σχεδόν ενάμιση χρόνο πίσω (Σεπτέμβριος 2022), όταν σε ανάλογη στάση του αμερικανικού οίκου είχαν αναφερθεί οι εξής παράμετροι:
η ισχύς των θεσμών και της διακυβέρνησης, και η ευαισθησία στον κίνδυνο διάφορων γεγονότων εντός και εκτός Ελλάδας.
Εκείνη την εποχή, μάλιστα, είχε επισημανθεί και η ενδεχόμενη επίπτωση από πιθανή βαθύτερη ύφεση στην ευρωζώνη – κύρια αγορά για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2023 ήταν ο ίδιος οίκος που έκανε την έκπληξη, προχωρώντας σε διπλή αναβάθμιση. Πλην, όμως, και τότε προειδοποιούσε με αστερίσκους για τη μεγάλη δικαστική μεταρρύθμιση (που εξακολουθεί να αργεί), για περαιτέρω ενδείξεις αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Παράγοντες – συνομιλητές του Senior Vice President του οίκου, Steffen Dyck, σημειώνουν πως στην έκθεση (Σεπτέμβριος 2023) χαρακτηρίζει μεν credit positive την επανεκλογή της Ν.Δ. (και τον σχηματισμό κυβέρνησης ισχυρής πλειοψηφίας), επιμένει ωστόσο στους… αστερίσκους όπως και στην επιβεβαίωση της δυναμικής που έχει η ελληνική οικονομία.
Να σημειωθεί ότι ο Γερμανός αναλυτής γνωρίζει πολύ καλά την πραγματικότητα της χώρας (κλείνει 15ετία που είναι στο monitoring του), όπως, επίσης, γνωρίζει πολύ καλά τι μπορεί να σημαίνει για την ελληνική οικονομία η ύφεση στην Ευρώπη, πολύ δε περισσότερο στην πατρίδα του.
Οι ίδιοι κύκλοι σημειώνουν ότι ο Steffen Dyck είχε εκφράσει την επιφύλαξή του ως προς τη διατηρησιμότητα των ρυθμών ανάπτυξης. Συνιστούσε δε αναμονή μέχρι τη «μέτρηση» των πιο επικαιροποιημένων στοιχείων για το 2024.
Οντως τα στοιχεία τόσο της Τραπέζης της Ελλάδος όσο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. καταδείκνυαν επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης (από το 2023 στο 2%, αντί για 2,4%, και στο 2,3% από 2,5%, αντίστοιχα). Περίπου στο ίδιο κρίσιμο χρονικό διάστημα, αφενός η Eurobank και αφετέρου ο ΙΟΒΕ κατέγραφαν αρρυθμίες – μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (η πρώτη υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος). Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση του ιδρύματος, η υποχώρηση του εν λόγω δείκτη στις 104,8 μονάδες τον Φεβρουάριο (από 107,2 μονάδες τον Ιανουάριο) ήταν η χαμηλότερη των τελευταίων 14 μηνών!
Μία πιο ενδελεχής εξέταση της διάρθρωσης της οικονομίας αναδεικνύει τις έντονες αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, που επηρεάζουν επιμέρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας με διάφορους τρόπους, μέσω της ζήτησης όπως και του κόστους χρηματοδότησης, ενέργειας και πρώτων υλών. Αυτές οι αβεβαιότητες πιέζουν τις παραγγελίες από το εξωτερικό και τις αναμενόμενες πωλήσεις για ορισμένους από τους εξωστρεφείς κλάδους, και καθιστούν τις προσδοκίες σχετικά ευμετάβλητες. Και το ουσιώδες: στα νοικοκυριά, παρά τη μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η πίεση στα πραγματικά εισοδήματα από το υψηλό επίπεδο τιμών παραμένει.
Οι προσδοκίες
Από «πού» θα εξαρτηθούν οι επιδόσεις της οικονομίας
Οι προσδοκίες των ελληνικών νοικοκυριών φαίνεται να είναι λιγότερο θετικές σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρηματικές, αν και η σταδιακή μείωση της ανεργίας επιτρέπει σε μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να έχουν νέα εισοδήματα, τα οποία αντισταθμίζουν τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού. Συνολικά, η εξέλιξη του οικονομικού κλίματος θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις της οικονομίας βραχυχρόνια, αλλά κυρίως από το εάν δημιουργούνται συνθήκες σταθερής αναπτυξιακής πορείας της μεσοπρόθεσμα.
Λίγο έως πολύ, Eurobank, ΙΟΒΕ, ΕΛ.ΣΤΑΤ., ΤτΕ έχουν κοινό παρονομαστή, αφού, σύμφωνα με τους παράγοντες, συνεκτιμήθηκαν από τον Steffen Dyck. Προφανώς, ο οίκος στέλνει μήνυμα προς την Αθήνα, συγκεκριμένα προς την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο της, κατ’ αρχάς, περιορίζοντας την υπεραισιοδοξία πολιτικών παραγόντων (μόλις μία μέρα πριν από την… ψυχρολουσία του Moody’s, σημειωτέον, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης επαίρετο για τον 5πλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας).
Παράλληλα και εν όψει ευρωκλογών, ο οίκος… βάζει λίγο φρένο σε όποια πρόθεση παροχών πέραν του δημοσιονομικού πλαισίου, ενώ κρατά «στην πρίζα» -προκειμένου να επισπεύδει τις αλλαγές- για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Το «φρένο» φαίνεται ότι θα μείνει πατημένο μέχρι τον Σεπτέμβριο, με ερώτημα εάν θα αναβαθμίσει την οικονομία χωρίς προηγουμένως να έχει αλλάξει το outlook από «σταθερό» σε «θετικό» (με τις επιπτώσεις να αποτυπώνονται ήδη πέραν της επενδυτικής κοινότητας σε ζητήματα χρέους/κόστους χρήματος – και βλέπουμε…).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ