Ποιοι παράγοντες δεν επιτρέπουν εφησυχασμό – «Μαραθώνιος» η αντιμετώπιση του πληθωρισμού – Νο1 πρόβλημα η ακρίβεια – Δοκιμάζονται οι δυνάμεις της αγοράς και των νοικοκυριών
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν επαρκώς, θεωρούνται δεδομένες για το επόμενο χρονικό διάστημα, χωρίς κάποιος να μπορεί αυτή τη στιγμή να προσδιορίσει την ακριβή διάρκειά του, αλλά το κλίμα δεν παύει να είναι αισιόδοξο. Θετικά βήματα σίγουρα έχουν γίνει, όμως δεν λείπουν και τα προβλήματα που ζητούν λύση. Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής (ΠΕΣΑ) Βασίλης Κορκίδης δίνει απαντήσεις για όλα τα επίκαιρα θέματα στη συνέντευξή του στην «Dealnews» και προβλέπει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ότι θα παραμείνει «σταθερός ο ρυθμός επιτάχυνσης της ελληνικής οικονομίας».
Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι μια σειρά παραγόντων δεν επιτρέπει εφησυχασμό, ενώ χαρακτηρίζει την ακρίβεια υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα για την κυβέρνηση και τους πολίτες και για το 2024, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να χρειαστούν κι άλλα μέτρα για τον περιορισμό της.
Πιστεύει δε ότι η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της αγοράς, των εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων δηλαδή, και των νοικοκυριών να εξακολουθήσουν να δοκιμάζονται. Δεν διστάζει να θίξει το ζήτημα των σχέσεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις τράπεζες και αποκαλεί «βουνό» τα χρέη 277 δισ. ευρώ νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
– Ποιο είναι το σχόλιό σας, κύριε πρόεδρε, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ποιες οι προβλέψεις σας;
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια. Πιστεύω πως οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν να είναι οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και η συμβολή του εξαγωγικού τομέα. Η νομισματική πολιτική θα εξακολουθήσει να είναι περιοριστική, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις θα συμβάλουν θετικά στην ανάπτυξη, χάρη στα κεφάλαια της διευκόλυνσης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης, μεσοπρόθεσμα.
Την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας πιστοποιεί μια σειρά στοιχείων που έρχονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας. Πρόσφατα στοιχεία της Eurostat εμφανίζουν ότι η βιομηχανική παραγωγή στην ευρωζώνη για τον μήνα Ιανουάριο μειώθηκε κατά 3,2%, με μόνο τρεις χώρες να σημειώνουν αύξηση, που είναι η Ελλάδα, η Σλοβενία και η Δανία. Σε ετήσια βάση η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 6,7% στην ευρωζώνη και κατά 5,7% στην Ε.Ε. Η Ελλάδα και σε αυτό τον δείκτη βρίσκεται μεταξύ των τριών χωρών με τη μεγαλύτερη ετήσια ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Στον σχετικό πίνακα πρώτη είναι η Σλοβενία, με αύξηση 12,2%, δεύτερη η Ελλάδα, με αύξηση 10,5%, και τρίτη η Δανία, με αύξηση 5,5%.
Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Ο κίνδυνος να υπάρξει μία περαιτέρω διολίσθηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης εξαιτίας μίας ενδεχόμενης επιδείνωσης της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, με τις επακόλουθες επιπτώσεις για το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και ενός χαμηλότερου του αναμενόμενου ρυθμού απορρόφησης και χρησιμοποίησης των διαρθρωτικών ταμείων του Ταμείου Ανάκαμψης και της Ε.Ε., σε ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα φρενάρουν τη διαδικασία βελτίωσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, είναι υπαρκτός. Μετά την υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης το 2023 στο 2%, έναντι του 2,3% που προβλεπόταν αρχικώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε προσφάτως η ΕΛ.ΣΤΑΤ., η ΤτΕ εκτιμά πλέον ότι φέτος το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 2,3%, έναντι αρχικής πρόβλεψης για 2,5%. Ωστόσο, η ΤτΕ διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψή της για ανάπτυξη 2,5% το 2025 και 2,3% το 2026.
Εχω υποστηρίξει, και θα συνεχίσω να το κάνω, πως χρειάζεται επιτάχυνση του ρυθμού των διαρθρωτικών αλλαγών που έχουν σχεδιαστεί, γιατί μέσα από αυτές θα αλλάξει το αναπτυξιακό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας, ώστε να μπορεί να αντέξει στις διεθνείς αναταράξεις και οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.
– Παρά την ανάπτυξη που έχει υπάρξει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, έρευνες, όπως αυτή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, μιλούν για κινδύνους και παγίδες. Ο πληθωρισμός, η ακρίβεια, το χρέος των νοικοκυριών, όλες αυτές οι παράμετροι που επηρεάζουν την κατανάλωση, τα επιτόκια κ.ά. σας φοβίζουν;
Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου, ενώ, όπως έχω πει, είναι ένας αγώνας «μαραθώνιου δρόμου», όπου οι δυνάμεις της αγοράς και των νοικοκυριών δοκιμάζονται. Παρά τη θετική εικόνα της οικονομίας, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται, κατά κύριο λόγο, με τη μετεξέλιξη του πληθωρισμού από ζήτησης και κόστους σε απληστίας ή αισχροκέρδειας, με αναδιανεμητικές επιπτώσεις, που βελτιώνουν τη θέση κάποιων ισχυρών, επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων μικρομεσαίων, που συνήθως είναι αυτοί που… πληρώνουν το μάρμαρο. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου το οποίο επηρεάζει το καταναλωτικό κοινό που δεν βλέπει τις ποσοστιαίες αυξομειώσεις, αλλά μετρά την αγοραστική του δυνατότητα μπροστά στο ράφι.
Ενα «βουνό» είναι τα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε Δημόσιο και ληξιπρόθεσμα δάνεια, που φτάνουν σχεδόν τα 227 δισ ευρώ, εκ των οποίων τα 106 δισ. ευρώ στην Εφορία, τα 47,5 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία και τα 73 δισ. ευρώ σε τράπεζες και servicers.
Για να ξεπεράσουν οι οφειλέτες τις τεράστιες δυσκολίες, υπάρχουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός, οι διμερείς συμφωνίες, η βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη, οι πάγιες ρυθμίσεις, τα στεγαστικά επιδόματα και, βεβαίως, ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών για τους δανειολήπτες. Ο συνδυασμός του ιδιωτικού χρέους, των υψηλών επιτοκίων και του πληθωρισμού των τελευταίων δύο ετών είναι γεγονός πως έχει επηρεάσει αρνητικά την κατανομή της κατανάλωσης, ειδικά στο λιανεμπόριο.
Αυτό που μας φοβίζει όλους είναι μία ενδεχόμενη κλιμάκωση των γεωπολιτικών κρίσεων, που θα ανέτρεπε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, που τείνει να παγιωθεί σήμερα, με τους υψηλούς ναύλους διαμετακόμισης, την ασάφεια στο Ενεργειακό και τις πιέσεις που δέχεται η εφοδιαστική. Βιώνουμε τις συνέπειες των «μαχών» ενός ιδιότυπου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου, που δεν έχει να κάνει με τις φιλοσοφίες Ανατολής – Δύσης, αλλά με ασύμμετρες απειλές, που δυνητικά μπορούν να λάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται.
– Πόσο έχει ωφεληθεί το επιχειρείν από την επανεκκίνηση της οικονομίας; Πάει καλά όλη η αγορά; Ποιοι κλάδοι καταγράφουν θετικό πρόσημο και ποιοι όχι; Ποια είναι η δική σας εικόνα; Ποια τα μεγαλύτερα προβλήματα για τις ελληνικές επιχειρήσεις και ποιες οι προτάσεις σας για ενδεχόμενα επιπλέον μέτρα ενίσχυσης της αγοράς;
Αξίζει να δούμε τα στοιχεία που διατηρεί το ΕΒΕΠ και να κάνουμε τις αναγωγές, οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα. Περισσότερες επιχειρήσεις από κάθε άλλη χρονιά, για την οποία υπάρχουν στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), ιδρύθηκαν το 2023, ενώ θετικό είναι και το ισοζύγιο ενάρξεων – κλεισίματος επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερα στον τομέα των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων και της ναυπηγοεπισκευαστικής, ιδρύθηκαν στο ΕΒΕΠ 38 νέες επιχειρήσεις. Αν το αναλύσουμε κατά μέσο όρο, πέρυσι ιδρύονταν 156 επιχειρήσεις κάθε ημερολογιακή ημέρα ή 220 επιχειρήσεις κάθε εργάσιμη. Με βάση τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 2023 δημιουργήθηκαν 57.272 νέες επιχειρήσεις και έκλεισαν 20.268. Δηλαδή, οι ενάρξεις πέρυσι ήταν περισσότερες κατά 14,7% από το αντίστοιχο μέγεθος του 2022 και τα «λουκέτα» ήταν λιγότερα κατά 6,3%. Ετσι, το ισοζύγιο ενάρξεων – κλεισίματος επιχειρήσεων βελτιώθηκε κατά 30,9% το 2023. Συνολικά, πέρυσι προστέθηκαν επιπλέον 37.004 νέες επιχειρηματικές οντότητες.
Είναι προφανές ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας έχει θετικό αντίκρισμα στο επιχειρείν. Με θετικό πρόσημο το πρώτο τρίμηνο του έτους κινούνται πέντε κλάδοι στο λιανικό εμπόριο – συγκεκριμένα τα ειδικευμένα καταστήματα που πωλούν, κυρίως, τρόφιμα και ποτά, τα πρατήρια καυσίμων, οι εκθέσεις αυτοκινήτων, τα φαρμακεία, τα καταστήματα με καλλυντικά, αυτά που πωλούν παιχνίδια, και καταστήματα ένδυσης – υπόδησης, λόγω των χειμερινών εκπτώσεων.
Διανύσαμε ήδη το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, όπου «τρέχουν» μέτρα για τον περιορισμό της ακρίβειας, όπως πλαφόν στο βρεφικό γάλα, καθαρές τιμές από τα χωράφι στο ράφι και μείωση των παροχών στα σούπερ μάρκετ κατά 30% από τους προμηθευτές, με το όφελος να μεταφέρεται στους καταναλωτές. Μένει, λοιπόν, να δούμε εάν θα αποδώσουν αυτά τα μέτρα ή εάν πρέπει να παρθούν και αλλά που θα οδηγήσουν στην πιο γρήγορη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν ένα σημαντικό ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού τους για την αγορά βασικών αγαθών και η ακρίβεια παραμένει και το 2024 το Νο1 πρόβλημα για την κυβέρνηση και τους πολίτες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ