Τα «βαρίδια» κλιματικής κρίσης και γεωπολιτικών κινδύνων.Οι προειδοποιήσεις από την επιστολή προς τη Σύνοδο Κορυφής της Παρασκευής
Η προειδοποίηση στην επιστολή Eurogroup προς την 2η ημέρα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ που είναι αφιερωμένη στην οικονομία και στους κινδύνους που ελλοχεύουν (και δεν είναι μόνο γεωπολιτικοί, αλλά συνδέονται και με την κλιματική κρίση που έχει ήδη προκαλέσει καίριο πλήγμα στην Ελλάδα) είναι πάρα πολύ σαφής. «Οι οικονομικές προοπτικές συνδέονται με προκλήσεις και παραμένουν υποτονικές. Οι γεωπολιτικές εντάσεις συμβάλλουν στην αβεβαιότητα και θα απαιτήσουν ευελιξία και στενή παρακολούθηση της κατάστασης» αναφέρεται στο έγγραφο προς τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλούνται να δουν στις 22/3 πώς θα θωρακίσουν την ευρωπαϊκή οικονομία σε ένα κακό σενάριο. Γι αυτό και επιταχύνουν την ενοποίηση των κεφαλαιαγορών, αλλά και συζητούν το μέλλον του πρωτογενούς τομέα.
Η Ελλάδα έχοντας δεχθεί ένα καίριο πλήγμα από τις καταστροφές του 2023 (που πλέον επισήμως καταμετράται και στο ΑΕΠ του οποίου η άνοδος ήταν μόνο 2% τον προηγούμενο χρόνο, κατώτερη των προσδοκιών), βρίσκεται, ξανά, μπροστάσε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: το βαρίδι της κλιματικής κρίσης είναι δεδομένο και τα όπλα αντιμετώπισής του είναι λίγα δεδομένων των δημοσιονομικών δυσχερειών, των δημοσιονομικών φραγμών (που θα συζητηθούν επίσης στη Σύνοδο Κορυφής της Παρασκευής), ενώ παράλληλα είναι πολύ «κοντά» χωρικά στους γεωπολιτικούς κινδύνους που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Το ζήτημα είναι, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, πως πέρα από το διεθνές ζοφερό σκηνικό, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει και τις δικές της αδυναμίες οι οποίες καταγράφηκαν την προηγούμενη εβδομάδα ξανά από τον οίκο Μoody’s ο οποίος δεν προέβη τελικά σε καμία κίνηση (αξιολόγησης ή αναβάθμισης) της ελληνικής οικονομίας. Όσοι είχαν γνώση της κατάστασης δεν περίμεναν άλλωστε μια τέτοια κίνηση εξηγούν αρμόδιες πηγές. Αυτό που επιβεβαίωσε ο οίκος είναι τις χρόνιες αδυναμίες της Ελλάδας που εμποδίζουν ακόμα την περαιτέρω ανάπτυξή της και δεν συνδέονται μόνο με τα γνωστά και μεγάλα βαρίδια του δημόσιου χρέους και της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και με διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν ακόμα την άνοδο των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Το σχόλιο του οίκου απλά επιβεβαίωσε, εξηγούν οι ίδιες πηγές, ότι η Ελλάδα θα παραμείνει σε επιτήρηση για χρόνια όχι μόνο από τους θεσμούς (που συνεχίζουν και αυτές τις μέρες το έργο καταγραφής της ελληνικής οικονομίας πολύ πιο αθόρυβα βεβαίως από ότι στο παρελθόν) αλλά και από τις αγορές. Ο στόχος δεν είναι μόνο η επόμενη αξιολόγηση να ολοκληρώσει την επαναφορά σε επενδυτική βαθμίδα, αλλά η διατήρηση αυτής της θέσης και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις τα επόμενα χρόνια, διότι ακριβώς αυτή η συζήτηση που γίνεται τώρα στην Ευρώπη για επικείμενους κινδύνους απαιτεί να μην είναι η Ελλάδα στην άκρη της επενδυτικής βαθμίδας αλλά στο επίκεντρό της τα επόμενα χρόνια για να μειώσει την ευαλωτότητά της.
Η αντίδραση
Το σχέδιο της κυβέρνησης για τους επόμενους μήνες περιλαμβάνει σειρά κινήσεων οι οποίες να δείχνουν καλό πρόσωπο προς τα έξω, μέσω της υποβολής ενός διπλού αιτήματος για την εκταμίευση δόσεων το ταμείο ανάκαμψης, παρεμβάσεων για την περαιτέρω λείανση στο προφίλ του χρέους, αλλά και τομές που έχουν προαναγγελθεί για την ενδυνάμωση των συνθηκών της αγοράς και της ροής δημοσίων εσόδων.
Ωστόσο, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, η κατάσταση θα γίνεται όλο και πιο απαιτητική το επόμενο διάστημα εξαιτίας της πληθώρας των προαπαιτούμενων που πρέπει να υλοποιηθούν μέσω του ταμείου ανάκαμψης όχι μόνο για να έρθουν τα χρήματα ως ρευστά διαθέσιμα (που αυτή τη στιγμή δεν έχουν ιδιαίτερη ανάγκη τα κρατικά ταμεία αφού διαθέτουν περίπου 40 δις ευρώ), αλλά για να διατηρηθεί το προφίλ της ελληνικής οικονομίας και για να θωρακιστεί έναντι νέων απειλών.
Η προσπάθεια αυτή περιπλέκεται το επόμενο διάστημα περισσότερο και εξαιτίας των ευρωεκλογών και λόγω του πολιτικού σκηνικού όπως διαμορφώνεται μέσα από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν μια τεράστια ψαλίδα μεταξύ των κομμάτων. Κάτι το οποίο έχει και «παρενέργειες» στις απαιτήσεις ή στις αντιστάσεις που δημιουργούνται, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές.
Να σημειωθεί, επίσης, πως το οικονομικό επιτελείο μετά την ανακοίνωση της Moody’s για την διατήρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στο Ba1 με σταθερές προοπτικές επιχείρησε να δικαιολογήσει τη (μη) απόφαση. Εξήγησε πως ο οίκος είχε προχωρήσει στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και μάλιστα κατά δύο βαθμίδες μόλις πριν έξι μήνες, στις 15 Σεπτεμβρίου και δεν αναμενόταν περαιτέρω αναβάθμιση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η πάγια πρακτική των οίκων αξιολόγησης είναι να μεσολαβεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα μεταξύ αναβαθμίσεων, και σε ότι αφορά την αξιολόγηση και σε ότι αφορά τις προοπτικές (outlook). Να σημειωθεί πως η Moody’s είναι ο τελευταίος οίκος από τον οποίο αναμένουμε την επενδυτική βαθμίδα την οποία έχουν ήδη απονείμει στην ελληνική οικονομία οι Standard and Poor’s, Fitch, DBRS, R&I και Scope.
Τα στοιχεία προκαλούν ανησυχία – Ελεύθερη πτώση στις άμεσες ξένες επενδύσεις
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Όπως θυμίζουν αρμόδιες πηγές τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εμπορικό) είναι αυτά που οδήγησαν στην προηγούμενη μεγάλη κρίση.
Αυτή τη φορά τα πλεονάσματα είναι δεδομένα και γραμμένα στην πέτρα (όπως απαιτούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες), που επίσης θα συζητηθούν στη σύνοδο της Παρασκευής. Οδήγησαν μάλιστα τον πρωθυπουργό στην απόφαση να παγώσει (2 μήνες πριν), κάθε σενάριο ακόμα και για νέα έκτακτη εισφορά το Πάσχα.
Η ανάπτυξη λοιπόν μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων αλλά και από παρεμβάσεις που θα αυξήσουν τη θελκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στις ξένες αγορές. Αρμόδιες πηγές εξηγούν στο σημείο αυτό πως ένας από τους πιο κομβικούς παράγοντες, οι άμεσες ξένες επενδύσεις, όχι μόνο παραμένουν υποτονικές αλλά και μειώνονται υποτονικές. Επίσης είναι συνδεδεμένες κυρίως με την αγορά ακινήτων, δηλαδή με δεδομένα τα οποία πρόκειται να αλλάξουν άμεσα μετά τις παρεμβάσεις που δρομολογούνται στο πεδίο της Golden Visa και των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων.
To πιο ηχηρό καμπανάκι ήταν το γεγονός ότι συνολικά οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε αξία το 2023 μειώθηκαν. Το 2023, στις υποχρεώσεις των κατοίκων έναντι του εξωτερικού, που αντιστοιχούν σε άμεσες επενδύσεις μη κατοίκων στην Ελλάδα, καταγράφηκαν ροές ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ. Ουσιαστικά επέστρεψαν κάτω από τα ύψη του 2021 όταν είχαν διαμορφωθεί σε 5,56 δισεκατομμύρια ευρώ και πολύ μακριά από το ιστορικό (προς το παρόν) ρεκόρ του 2022 στα 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Πιο σημαντικό στοιχείο και από το ύψος της ροής των άμεσων ξένων επενδύσεων, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, είναι η δομή τους: μόνο μία φορά, το 2022, ξεπέρασαν το 1 δις ευρώ οι επενδύσεις στη μεταποίηση, ενώ το πιο μεγάλο μέρος τους είναι υπηρεσίες…
Οι χαμηλές ροές ξένων κεφαλαίων δεν είναι καινούργιο φαινόμενο το ίδιο ίσχυε και προ μνημονίων. Ως εκ τούτου και το απόθεμα είναι εξίσου χαμηλό, παρά τις αποκρατικοποιήσεις που έχουν συμβεί ή δρομολογούνται και παρά τα δεκάδες δισεκατομμύρια κοινοτικών κονδυλίων.
Έτσι, το εξωτερικό ισοζύγιο δεν μπορεί να αντισταθμίσει το άνοιγμα που υπάρχει στο πεδίο των εξαγωγών και το οποίο βελτιώθηκε βεβαίως το 2023 αλλά κυρίως λόγω της μείωσης της αξίας των ενεργειακών προϊόντων. Παραμένει έντονα ελλειμματικό με νέα μείωση εξαγωγές τον Ιανουάριο κατά 11,2%. Η εντατικοποίηση της προσπάθειας για τη ροή των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης αναμένεται να προκαλέσει μάλιστα το επόμενο διάστημα περαιτέρω πιέσεις στο εμπορικό σκέλος.
Στο σημείο αυτό εισέρχεται ένας άλλος παράγοντας: το θέμα της ακρίβειας το οποίο δεν επιδεινώνει μόνο το εισόδημα των καταναλωτών (και άρα την εσωτερική ζήτηση), αλλά και την ανταγωνιστική θέση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Η επαναφορά των τιμών στα προ ενεργειακής κρίσης επίπεδα είναι ένα από τα διαρθρωτικά στοιχήματα που θέτουν οι θεσμοί και που πρέπει να κερδηθεί το επόμενο διάστημα. Μαζί με τις ευρύτερες παρεμβάσεις που σύστησε την προηγούμενη εβδομάδα και ο οίκος σε σχέση με τη λειτουργία της αγοράς αλλά και τη λειτουργία της δικαιοσύνης, το κόστος του χρήματος, την παροχή επαρκούς ρευστότητας στην οικονομία και τη γενικότερη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός κινείται με ρυθμό με υψηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τζίρος στο λιανικό εμπόριο είναι σχεδόν μηδενικός ενώ πιέσεις καταγράφονται πλέον και στον δείκτη οικονομικής συγκυρίας που δείχνει την τη τάση για την πορεία της ανάπτυξης η οποία (για να πετύχει το ελληνικό σενάριο για πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,1% του ΑΕΠ), πρέπει να είναι λίγο κάτω από το 3%…
Η επιστολή του Eurogroup – Τα δυσμενή σενάρια στο τραπέζι
Ο Πρόεδρος του Eurogroup, Paschal Donohoe, έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Συνόδου Κορυφής Charles Michel στην οποία Στο πεδίο της οικονομίας εκτιμάται στην επιστολή πως «αναμένεται επιτάχυνση της ανάπτυξης και επιβράδυνση του πληθωρισμού» αλλά «η οικονομική δραστηριότητα ήταν υποτονική τα τελευταία τρίμηνα, με την αρχή του 2024 να ξεκινά σε ασθενέστερη βάση από ό,τι αρχικά αναμενόταν». Από την άλλη πλευρά, «υπάρχουν αρκετά θετικά σημάδια που υποδηλώνουν πιθανή επιτάχυνση της ανάπτυξης φέτος και του επόμενου έτους» αλλά και ανθεκτική αγορά εργασίας. Καταγράφει και την «ταχεία μείωση του πληθωρισμού» που οδηγεί σε προσδοκία για «ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης που θα τονώσουν την κατανάλωση, τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη» δείχνοντας και το… στοίχημα βεβαίως για όσα κράτη δεν ακολουθήσουν αυτήν την τάξη.
Υπάρχουν και οι κίνδυνοι: «Παρά αυτές τις ελπιδοφόρες εξελίξεις, οι οικονομικές προοπτικές δεν είναι χωρίς προκλήσεις και παραμένουν υποτονικές. Οι γεωπολιτικές εντάσεις συμβάλλουν στην αβεβαιότητα και θα απαιτήσουν ευελιξία και στενή παρακολούθηση της κατάστασης. Ωστόσο, με την υποκείμενη δύναμη της οικονομίας μας και τα συντονισμένα μέτρα πολιτικής, παραμένουμε σίγουροι για την ικανότητά μας να αντιμετωπίσουμε τυχόν δυσμενή σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν» αναφέρεται.
Για την ανταγωνιστικότητα αναφέρεται πως «είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ανάπτυξης, του βιοτικού επιπέδου των πολιτών μας και για την επίτευξη της πράσινης μετάβασης. Το εξελισσόμενο γεωοικονομικό τοπίο απαιτεί μια ανανεωμένη εστίαση και μια νέα προσέγγιση στην ανταγωνιστικότητα. Αυτό αφορά την ΕΕ στο σύνολό της, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις χώρες που μοιράζονται το ενιαίο νόμισμα».
Έχοντας κατά νου τα νέα δεδομένα, επισημαίνεται πως «έχουμε ξεκινήσει μια σειρά συζητήσεων για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων που σχετίζονται με την καινοτομία και την παραγωγικότητα, την αλλαγή των εμπορικών προτύπων και τη θέση μας στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και την προσαρμογή των οικονομικών μας δομών στις αναδυόμενες ευκαιρίες». «Υπάρχει συναίνεση ως προς την ανάγκη ενισχυμένης ανθεκτικότητας στην αστάθεια των τιμών και στο μειωμένο ενεργειακό κόστος μέσω της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και καλύτερου συντονισμού, διασυνδέσεων και ολοκλήρωσης της αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι μελλοντικές μας συζητήσεις θα στοχεύουν στον εντοπισμό βέλτιστων πρακτικών και τομέων που μπορούν να βελτιώσουν καλύτερα την ανταγωνιστικότητα της ζώνης του ευρώ» αναφέρεται.
Κατάργηση όλων των μέτρων στήριξης φέτος
Στην επιστολή του ο Paschal Donohoe προς τον Πρόεδρο της Συνόδου Κορυφής, υπογραμμίζει την σημασία της προσπάθειας ενοποίησης των Κεφαλαιαγορών (CMU) αλλά και επισημαίνει επίσης την ανάγκη για στενό συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των μελών της ζώνης του ευρώ στο πλαίσιο της συμφωνίας για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ουσιαστικά και οι αρχηγοί των κρατών θα επιβεβαιώσουν το τέλος των μέτρων στήριξης και την ακόμα πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. «Φέτος, θα συνεχίσουμε να καταργούμε σταδιακά τα εναπομείναντα μέτρα ενεργειακής στήριξης το συντομότερο δυνατό και να χρησιμοποιούμε τις σχετικές εξοικονομήσεις για τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων. Για να υποστηρίξουμε τη μετάβαση στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και για να δείξουμε τη δέσμευσή μας να τηρούμε αυστηρά το νέο πλαίσιο, έχουμε συμφωνήσει, πριν από την έναρξη ισχύος του το 2025, σε «μια ελαφρώς συσταλτική στάση». Αναφέρεται μάλιστα πως «αυτή η πρώιμη συναίνεση αποσκοπεί στη διευκόλυνση της προετοιμασίας του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος και της υποβολής σχεδίων δημοσιονομικών σχεδίων το φθινόπωρο». «Στόχος είναι η παροχή βεβαιότητας και σταθερής βάσης για τη δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου» αναφέρεται καθώς «μια συσταλτική συγκεντρωτική στάση τόσο φέτος όσο και το 2025 παραμένει κατάλληλη υπό το φως των τρεχουσών μακροοικονομικών προοπτικών, της ανάγκης να συνεχιστεί η ενίσχυση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και να υποστηριχθεί η συνεχιζόμενη αποπληθωριστική διαδικασία». Επισημαίνει βεβαίως πως «οι πολιτικές πρέπει επίσης παραμένουν ευέλικτες ενόψει των αβεβαιοτήτων που επικρατούν» και με «δέσμευση για μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις και υψηλής ποιότητας δημόσιες δαπάνες».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ