Καλώς εχόντων των πραγμάτων, εντός του 2024 η απόφαση για την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, δηλώνει ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλ. Πατέλης
Του Μιχαήλ Γελαντάλι
Το «πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη», δίλημμα που επί της ουσίας έθεσε η JPMC στην Αθήνα, ήρθε σε μια συγκυρία που η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί αρκετά προβλήματα.
Δεδομένου ότι η οικονομία παραμένει από τα ισχυρά χαρτιά του πρωθυπουργού, καθίσταται σαφές πως η αμφισβήτηση ενός εκ των συστατικών αφηγημάτων του -της αναβάθμισης μάλλον- περιπλέκει την κατάσταση. Καθ’ οδόν προς την κάλπη των ευρωεκλογών, η προειδοποίηση από το μεγαλύτερο επενδυτικό τραπεζικό όμιλο του κόσμου δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, πολύ δε περισσότερο όταν εγείρει ερωτήματα για τη δυνατότητα της Αθήνας να υλοποιήσει τον σχεδιασμό της ουσιαστικής αναβάθμισης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, της κεφαλαιαγοράς. Κι ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλ. Πατέλης (φωτό) έχει δηλώσει (Bloomberg) πως, καλώς εχόντων των πραγμάτων, εντός του 2024 η απόφαση για την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών θα πραγματοποιηθεί το 2025.
Ευφυής ο Αλεξ Πατέλης (άνθρωπος των αγορών, γνωρίζει πώς λειτουργούν τα σπίτια, και δη τα αμερικανικά), συνεπώς το «καλώς εχόντων» τον καλύπτει για κάθε -αρνητικό- ενδεχόμενο. Αντιθέτως, ο κ. Γιάννος Κοντόπουλος παραμένει αθεράπευτα αισιόδοξος (και πώς να μην είναι όταν μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει…), αλλά -ούτως ή άλλως- ο ρόλος του επικεφαλής της ΕΧΑΕ κρίνεται και εκ του αποτελέσματος. Και ως προς τούτο, η JPMC είναι καταπέλτης: μόλις τρεις εισηγμένες πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί το Χ.Α. αναπτυγμένη αγορά/Development Market. Με μόλις τρεις, σε μία αγορά που αποτιμάται συνολικά 100 δισ. έπειτα από δύο χρόνια θητείας, δεν το λες και ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Τι αμφισβητεί η JPMorgan Chase
Επί της ουσίας, η JPMorgan Chase (JPΜC) αμφισβητεί την εκτίμηση πολλών επενδυτών ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στους δείκτες MSCI DΜ και κατ’ επέκταση ότι κάτι τέτοιο θα είναι ένας θετικός παράγοντας προσέλκυσης κεφαλαίων.
«Διαφωνούμε και με τις δύο δηλώσεις» υποστηρίζουν οι αναλυτές της JPMC, για τους εξής λόγους:
η μετακίνηση της Ελλάδας στις αναπτυγμένες αγορές είναι εξαιρετικά απίθανη και
μια μετάβαση στις DM αγορές θα είναι «περιοριστικός» παράγοντας για την προσέλκυση επενδυτών.
Η σχετική αναφορά της JPMC, μάλιστα, στο 2001, που η ανάλογη αναβάθμιση μείωσε αντί να αυξήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον, είναι διαφωτιστική. Αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό.
Εξηγεί ότι την αναβάθμιση αυτή στις αναπτυγμένες αγορές -έτσι κι αλλιώς- τη θεωρεί εξαιρετικά απίθανη. Αλλά παρ’ όλα αυτά τεχνικά όχι αδύνατη.
Το βασικό επιχείρημα των αναλυτών της JPMC είναι η πραγματικότητα ότι στην ελληνική χρηματαγορά αγορά δεν υπάρχει ούτε έκταση ούτε βάθος ανάλογα που να μπορούν να αποκτήσουν διαστάσεις και χαρακτήρα ανεπτυγμένης αγοράς. Μάλιστα, κάνει ιδιαίτερη αναφορά για το εγχώριο συστημικό banking, καταγράφοντας τα «συν», αλλά και τα «πλην», που δεν επιτρέπουν με τα τρέχοντα δεδομένα να (υπό)στηρίξουν μια αναβάθμιση της εγχώριας αγοράς.
Ωστόσο, εξηγεί ότι οι θεσμοί, μέσα από τους οποίους δρομολογούνται τέτοιες αναβαθμίσεις από τον MSCI EM σε MSCI DM, έχουν τη δυνατότητα επίσπευσης των αργών διαδικασιών που κανονικά θα «έβλεπαν» μια τέτοια αναβάθμιση στα μέσα του 2026.
Η παράμετρος ECB
Ομως, η JPMC εκφράζει κυρίως την αμερικανική πλευρά – συμφέροντα, όταν η ECB/SSM αντιπροσωπεύει την ευρωπαϊκή. Και εδώ υπεισέρχεται η παράμετρος ECB, ειδικότερα του Εποπτικού Μηχανισμού, του οποίου προΐσταται η Claudia Buch. Η Γερμανίδα οικονομολόγος, διάδοχος του Andrea Enria, μόλις πρόσφατα σε συνέντευξή της («Financial Times») σημείωσε: «Διαπιστώνεται ήδη αύξηση στην αθέτηση πληρωμών δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών, γι’ αυτό και οι τράπεζες οφείλουν να είναι ανθεκτικές, επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, προκειμένου να δύνανται να απορροφήσουν πιθανές ζημιές…».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν μόνες τους, σε μια χρονιά που -όπως θύμισε ο Γιάννης Στουρνάρας- η Φρανκφούρτη θα αποσύρει από την αγορά περί τα 800 δισ. ευρώ. Ποσό που με όρους μόχλευσης ανέρχεται σε αρκετά τρισ. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας (ενδελεχής γνώστης της κατάστασης) υπαινίσσεται -επί της ουσίας- αυτό που περιγράφει η επικεφαλής του SSM, δηλαδή ότι οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίζουν περισσότερες προβλέψεις. Και εδώ είναι η λεπτομέρεια που δεν συνεκτιμά η JPMC -αλλά γνωρίζει πολύ καλά η Claudia Buch-, ότι δηλαδή το ελληνικό σύστημα θα πρέπει να είναι ενταγμένο στη μεγάλη κατηγορία, κατά το κοινώς λεγόμενο «μέσα στο μαντρί», εν όψει των επερχόμενων.
Θα πει κάποιος μα καλά η ελληνική κεφαλαιαγορά, το Χ.Α. θα αναβαθμιστούν και για ευρύτερους πολιτικούς λόγους; Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ευστάθεια του ευρωσυστήματος, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις για την οικονομία της ευρωζώνης το 2025, η απάντηση πιθανότατα θα είναι καταφατική.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ