Εκπλήσσει ευχάριστα η οικονομία των ΗΠΑ, με τη χαμηλή ανεργία και την αντιμετώπιση των κρίσεων με άμεση παρέμβαση χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος
Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων διατείνεται ότι η δημοσιονομική κατάσταση πολλών χωρών (ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων) ως προς το σκέλος του χρέους βρίσκεται σε κατάσταση που εγείρει ερωτηματικά. Το 2022 το παγκόσμιο χρέος ξεπέρασε τα 300 τρις δολάρια επίπεδο, που αν συνδυαστεί με τον τετραπλασιασμό του από το 2000 μέχρι το 2022 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τριπλασιασμό του παγκόσμιου ΑΕΠ, καταδεικνύει τις ανορθολογικές κατανομές των πόρων παγκοσμίως, οι οποίες το έχουν καταστήσει εξαιρετικά δυσβάσταχτο.
Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ εστιάζουν στις χώρες της Αφρικής οι οποίες δανείζονται 8 φορές ακριβότερα από τη Γερμανία αντιμετωπίζοντας πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους τους, το οποίο πολλές φορές ξεπερνά το 7% των ετήσιων εσόδων τους. Εκτός όμως από τις χώρες της Αφρικής και κάποιες άλλες αναπτυσσόμενες οι οποίες αντιμετωπίζουν χαμηλό βαθμό διαφάνειας, αποτρεπτικό επιχειρηματικό περιβάλλον για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, ασταθή πολιτικά καθεστώτα, προβλήματα εμφανίζονται και στους γίγαντες της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής όπως σε ΗΠΑ και άλλα μέλη των G7.
Δυσκολίες στις ΗΠΑ
Η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, οι ΗΠΑ έχουν εκπλήξει ευχάριστα το σύνολο της διεθνούς κοινότητας με την ανάπτυξή τους, την εξαιρετικά χαμηλή ανεργία, και την διαχρονική επιτυχία να αντιμετωπίζουν κρίσεις με άμεση παρέμβαση χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος ή να παραμένουν εγκλωβισμένες σε δογματισμούς «περί αόρατου χεριού της αγοράς». Η διαμορφούμενη κατάσταση χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλό ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, αφού το διαχρονικό έλλειμμα τα τελευταία 20 χρόνια έχει διογκώσει το χρέος, το οποίο ανέρχεται στο 97% για το 2023, με αρνητική προοπτική να ξεπεράσει το 110% του ΑΕΠ το 2033. Ο αντίλογος πολλών Αμερικανών αξιωματούχων είναι ότι δεν έχει σημασία το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ αλλά η αναλογία του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (τόκοι) προς το ΑΕΠ, το οποίο για την αμερικανική οικονομία υπολογίζεται κάτω από το 2%. Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι προβολές βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος για τα επόμενα 10 χρόνια δεν μπορεί να προβλεφθεί αφού είναι νωπές ακόμα οι μνήμες από την πανδημία (Covid19) οπόταν οι οικονομίες βυθίστηκαν και το δημόσιο χρέος από τις παροχές που στόχευαν στην οικονομική σταθερότητα και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής διογκώθηκε. Σήμερα υπάρχουν ενεργά δύο πολεμικά μέτωπα στο διεθνές σκηνικό, που άπτονται ενεργειακών πόρων η αύξηση των τιμών των οποίων εξαιτίας της αβεβαιότητας μπορεί να διατηρήσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα τον πληθωρισμό, να καθυστερήσει περισσότερο τη μείωση των επιτοκίων ή έστω να την περιορίσει. Έτσι η χρηματοδότηση του χρέους των ΗΠΑ αλλά και των άλλων οικονομιών θα προκαλέσει πρόσκομμα στην ομαλή εκτέλεση των ετήσιων προϋπολογισμών.
Προβλήματα στην ΕΕ
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μεγάλες οικονομίες των G7 όπως η Γαλλία και η Ιταλία έρχονται αντιμέτωπες με τη ραγδαία αύξηση του χρέους με αυτό της πρώτης να ξεπερνά στο τέλος της δεκαετίας το 115% χρέος προς ΑΕΠ ενώ της δεύτερης το 2025 το χρέος θα ξεπεράσει το 140% του ΑΕΠ. Οι χώρες αυτές αποτελούν βασικές βιομηχανικές – μεταποιητικές οικονομίες της ευρωζώνης, οι οποίες σε περίπτωση «ατυχήματος» θα προκαλέσουν συστημικό σοκ στην ευρωζώνη πολύ μεγαλύτερο φυσικά από αυτό που προέβλεπαν για την Ελλάδα και πιθανότατα θα οδηγήσουν σε διάλυση το ευρώ.
Πέντε απαραίτητες κατευθύνσεις
Αναγκαία η θωράκιση της Ελλάδας
Η χώρα μας κατάφερε να εξέλθει από την δεκαετή περίοδο της επιβληθείσας λιτότητας και περιορίστηκε αυστηρά σε μια λογιστική αντιμετώπιση ενός πολύ σύνθετου δομικού προβλήματος, του παραγωγικού της μοντέλου. Η σταθεροποίηση της στη ζώνη του ευρώ, με τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών και ειδικά των μικρομεσαίων οι οποίοι σήκωσαν στις πλάτες τους την εξουθενωτική δημοσιονομική εξυγίανση, λειτουργεί ως ασπίδα σε πιθανές νομισματικές κρίσεις, όπως αυτές σε σειρά κρατών εξαιτίας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής των μεγάλων κεντρικών τραπεζών του εξωτερικού. Πρέπει όμως να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, θα ωθήσουν τις επενδύσεις και θα μεταβάλλουν άρδην το πολυσυζητημένο παραγωγικό μοντέλο σε ένα σύγχρονο βασισμένο στην καινοτομία, την παραγωγή και την εξωστρέφεια. Ενδεικτικά σταχυολογούμε ορισμένες απαραίτητες κατευθύνσεις:
1)Μηδενισμός προκαταβολής φόρου, ενός άδικο και εντελώς μη ορθολογικού μέτρου το οποίο συμβάλλει στην ταμειακή ενίσχυση του κράτους αλλά ταυτόχρονα μειώνει την ρευστότητα από την αγορά ειδικά στη χώρα μας στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης.
2)Προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας για εμπορικές διαφορές μέχρι 1εκ ευρώ με στόχο να αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια στα οποία η προσφυγή μπορεί να καθυστερήσει μέχρι και 5 χρόνια, γεγονός απόλυτα ανασταλτικό στην προσέλκυση μακροχρόνιων ξένων επενδύσεων.
3)Μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ώστε να αυξηθεί το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, να τονωθεί η εσωτερική κατανάλωση και να ευνοηθούν και να μειωθεί το κόστος των επιχειρήσεων.
4)Θέσπιση σαφών κριτηρίων για την σύναψη δανείων από τις τράπεζες ώστε να προετοιμάζονται αναλόγως οι ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ επιχειρήσεις και να μειώνεται η πιθανότητα απόρριψης της αίτησής τους.
5)Επεξεργασία φορολογικού πλαισίου με απαραίτητη σύμπραξη των Επιμελητηρίων, των θεσμοθετημένων συμβούλων της πολιτείας, που μεταφέρουν με αμεσότητα τον παλμό της αγοράς και τις αγωνίες ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Θα ήταν καταλυτικό οι ρυθμίσεις αυτές να εγκριθούν και να ψηφιστούν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ώστε να διαβεβαιώσει η χώρα μας ότι το φορολογικό σύστημα θα παραμείνει μακροχρόνια σταθερό.
Η χώρα μας δεν πρέπει να επαναλάβει λάθη του παρελθόντος αλλά αντιθέτως να υιοθετήσει μια κουλτούρα συνεργασίας και συναίνεσης, απαραίτητης ιδίως για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να συγχωνευτούν για να επιτύχουν οικονομίες κλίμακος και να καταστούν βιώσιμες και εδώ ο συμβουλευτικός τεχνοκρατικός ρόλος των Ενώσεων και των Επιμελητηρίων προβάλλει καταλυτικός. Η κουλτούρα των συναινέσεων και της κατάθεσης τεκμηριωμένων προτάσεων πρέπει να διαχυθεί στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, που σε τελική ανάλυση όλες πιστεύουμε ότι αποσκοπούν στην ευημερία των Ελλήνων, έστω και αν οι αναλύσεις τους αποκλίνουν σε κάποιες οπτικές. Σε τελική ανάλυση το θετικό αποτέλεσμα το απολαύσουν όλοι και η ιστορία θα δικαιώσει τους πρωταγωνιστές που ήρθησαν υπεράνω.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ