Στην Ελλάδα οι αναγκαίες σχετικές επενδύσεις 15 δισ. ευρώ μπορούν να οδηγήσουν σε δυνητικό καθαρό όφελος στο εύρος των 10 με 40 δισ. έως το 2030
Δραματικές επιπτώσεις στη συνολική λειτουργία των τριών από τις τέσσερις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές της χώρας οι οποίες επλήγησαν από φυσικές καταστροφές πέρυσι αποτυπώνει νεότερη έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ).
Με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής να γίνονται ολοένα και πιο αισθητές, με συνεχή ρεκόρ θερμοκρασίας και εκθετικά αυξανόμενο κόστος κλιματικών καταστροφών, που τείνουν να αποκτήσουν έναν μόνιμο χαρακτήρα, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΤΕ, κρίσιμη είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων στη λειτουργία και στα στρατηγικά σχέδια των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας διεξήγαγε έρευνα πεδίου σε 200 μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε περιοχές που επλήγησαν από έντονα φυσικά φαινόμενα το 2023.
Μέσω της έρευνας τεκμηριώνεται η σφοδρότητα του πλήγματος σε όρους υλικών ζημιών και λειτουργικών διαταράξεων, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται η αποφασιστικότητα των επιχειρηματιών να αντιδρούν και να προσαρμόζονται στις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση, η κλιματική αλλαγή από απειλή του μέλλοντος έχει καταστεί κρίση του παρόντος. Το ετήσιο κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων παγκοσμίως την περίοδο 2020-2023 είναι 30% υψηλότερο από τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας.
Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το σχετικό κόστος έφτασε τα 0,5 δισ. ευρώ το 2021 (από μόλις 0,01 δισ. ευρώ το 2013), ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα του 2023, εκτός από υλικές καταστροφές σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι συνέβαλαν στη μείωση της εγχώριας αγροτικής προστιθέμενης αξίας κατά 8% και σε απώλεια 1.200.000 τουριστικών αφίξεων.
Εστιάζοντας σε περιοχές που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές το περασμένο έτος, η έρευνα πεδίου της ΕΤΕ αποτυπώνει το σημαντικό εύρος των επιδράσεων. Συγκεκριμένα, σχεδόν τα 3/4 των ΜμΕ στις εν λόγω περιοχές επηρεάστηκαν αρνητικά από τις φυσικές καταστροφές: Το 30% δήλωσε άμεσο πλήγμα που αφορά υλικές ζημιές (κυρίως σε εγκαταστάσεις και, δευτερευόντως, σε μηχανήματα και αποθέματα), με τα 2/3 αυτών να έχουν πληγεί και στο παρελθόν. Το 42% δέχθηκε έμμεση διαταραχή στη λειτουργία της επιχείρησης, που κυρίως αφορούσε ακυρώσεις παραγγελιών και ελλείψεις πρώτων υλών.
Η εμπιστοσύνη επέστρεψε στην «εποχή των Μνημονίων»
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η σφοδρότητα των φυσικών καταστροφών οδήγησε τον δείκτη εμπιστοσύνης των πληγεισών ΜμΕ να καταρρεύσει σε επίπεδα περιόδων κρίσης (-10 μονάδες, έναντι +20 για λοιπές ΜμΕ). Παράλληλα, το 60% των πληγεισών ΜμΕ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αναδιάταξη της εφοδιαστικής/εμπορικής τους αλυσίδας, αναζητώντας είτε νέους προμηθευτές (κυρίως εγχώριους) είτε νέα κανάλια διάθεσης προϊόντων/υπηρεσιών (με το 14% αυτών να επιδιώκει και τα δύο). Υπό αυτές τις συνθήκες, τα 3/4 των πληγεισών ΜμΕ χρειάστηκαν περισσότερο από δύο μήνες για να επανέλθουν σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας.
Παρά το εύρος και τη σφοδρότητα του χτυπήματος των φυσικών καταστροφών, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντέδρασαν με υγιή τρόπο στις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, τα 2/3 των πληγεισών ΜμΕ σχεδιάζουν επενδύσεις για την επόμενη τριετία, με ένα εντυπωσιακό 41% να δηλώνει ότι η επενδυτική απόφαση είχε ως αφορμή τις καταστροφές.
Παράλληλα, οι πληγείσες ΜμΕ δείχνουν αυξημένη εγρήγορση για θωράκιση από μελλοντικά πλήγματα, με το ποσοστό με (έστω μερική) ασφαλιστική κάλυψη να εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 88% των πληγεισών ΜμΕ, σημειώνοντας αύξηση κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι αύξησης 5 μονάδων σε επιχειρήσεις που δεν επηρεάστηκαν).
«Με τις ελληνικές επιχειρήσεις να δείχνουν έμπρακτα διάθεση να προσαρμοστούν στον βαθμό που τους αναλογεί στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής, σημαντικό είναι οι επενδυτικές τους πρωτοβουλίες να θωρακιστούν με έργα υποδομών» επισημαίνεται στην έρευνα της ΕΤΕ, διασφαλίζοντας έτσι την ευόδωση των σχεδίων.
Βάσει διεθνούς βιβλιογραφίας, τέτοιου είδους επενδύσεις θωράκισης μπορούν να οδηγήσουν σε πολλαπλάσια οφέλη για την οικονομία, μέσω τριπλών ωφελειών:
(i) αποφυγή ζημιών,
(ii) περιορισμός κινδύνου επενδύσεων και
(iii) μη οικονομικά οφέλη (π.χ. περιβαλλοντικά).
Ενδεικτικά, αναφέρεται στην έρευνα ότι στην Ελλάδα εκτιμάται πως οι αναγκαίες σχετικές επενδύσεις της τάξης των 15 δισ. ευρώ μπορούν να οδηγήσουν σε δυνητικό καθαρό όφελος στο εύρος των 10 με 40 δισ. ευρώ έως το 2030.
ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΤ
Η κρισιμότητα των επενδύσεων προσαρμογής
Σε συνέπεια με τα ευρήματα της έρευνας πεδίου, η ανάγκη επενδύσεων για θωράκιση της χώρας έναντι μελλοντικών φυσικών καταστροφών επιβεβαιώνεται από εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για υψηλή πιθανότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις συνολικά να πληγούν από τέτοιου είδους φαινόμενα στο μέλλον (97% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνους ακραίων κλιματικών φαινομένων, έναντι 19% για την Ε.Ε.). Αναγνωρίζοντας αυτή την ανάγκη, οι αρμόδιοι φορείς τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα είχαν στο παρελθόν προβεί σε σχεδιασμό για απαιτούμενες δράσεις. Ενδεικτικά, για τη θωράκιση της Ελλάδας έναντι της κλιματικής αλλαγής υπολογίστηκαν επενδυτικές ανάγκες της τάξης των 15 δισ. έως το 2030.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή δεν αποτελούν μόνο παράγοντα κόστους, αλλά μπορούν να προσφέρουν ένα τριπλό όφελος στην οικονομία. Βάσει διεθνούς βιβλιογραφίας, αυτό το «τριπλό μέρισμα» αφορά:
i) αποφυγή ζημιών που θα συνέβαιναν από ακραία καιρικά φαινόμενα χάρις την ενισχυμένη αντοχή των υποδομών,
ii) περιορισμό κινδύνου επενδύσεων (ωθώντας την οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδα υψηλότερα σε σύγκριση με ένα σενάριο δίχως κλιματική αλλαγή) και
iii) ωφέλειες μη οικονομικού χαρακτήρα (π.χ. προστασία περιβάλλοντος).
Υπό αυτές τις συνθήκες (και βάσει πολλαπλασιαστών της Παγκόσμιας Τράπεζας [3] σχετικά με τη σχέση κόστους οφέλους σχετικών επενδύσεων), η υλοποίηση των άνω επενδύσεων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή για τη χώρα θα μπορούσαν να επιφέρουν καθαρά οφέλη στο εύρος των 10 με 40 δισ. ευρώ έως το 2030.
*Αμεση: υλικές ζημιές.
**Εμμεση: διαταραχή σε εφοδιαστική ή/και εμπορική αλυσίδα.
Οι άνω επιδράσεις πιθανόν αποτελούν υποεκτίμηση στο, βαθμό που δεν απάντησαν επιχειρήσεις που αναγκάστηκαν, έστω προσωρινά, να διακόψουν τη λειτουργία τους.
[1] Πληγείσες περιοχές: Αρτα, Βοιωτία, Εβρος, Εύβοια, Ευρυτανία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Λάρισα, Μαγνησία, Ξάνθη, Πρέβεζα, Ροδόπη, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ