Πιάνουμε τους στόχους – κανένα αντίκρισμα στην οικονομία
Σε συνθήκες πάρα πολύ χαμηλής ορατότητας (λόγω της νέας εστίας κινδύνου, αυτή τη φορά από τη Μέση Ανατολή και την άδηλη ακόμη εξέλιξη στη σύρραξη μεταξύ Ιράν – Ισραήλ), το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης καλείται να κλειδώσει έως το τέλος του μήνα και να στείλει στις Βρυξέλλες έναν πολυετή προϋπολογισμό.
Μία πρώτη εικόνα έχει διαμορφωθεί από τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ, το οποίο επιβεβαιώνει ότι μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει και να διατηρήσει τουλάχιστον έως το 2030 πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% του ΑΕΠ ετησίως, ούτως ώστε να αποκλιμακώσει ικανοποιητικά το χρέος.
Η εν λόγω πρόβλεψη του Ταμείου συνοδεύεται από μια εκτίμηση για έναν σχετικά χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης (το πολύ έως 2%), ο οποίος οδηγεί στην ανάγκη -με δεδομένο πως δεν πρόκειται να αυξηθούν εκ νέου οι φόροι- πολύ μεγάλης περιστολής δαπανών: από το 53% του ΑΕΠ το 2023 στο 45% του ΑΕΠ το 2029…
Με άλλα λόγια, οι θεσμοί είναι πλέον πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει τη ρότα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε και σε συζητήσεις που είχαν έως την προηγούμενη εβδομάδα για τη μεταπρογραμματική εποπτεία οι αρμόδιες ελληνικές Αρχές με εκπροσώπους της Ε.Ε.
Επιβεβαιώνεται και στην πράξη από τα στοιχεία που αναμένεται να δημοσιοποιηθούν την επόμενη Δευτέρα από τη Eurostat και θα επικυρώνουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 υψηλότερο του στόχου: δηλαδή, αντί για 1,1% του ΑΕΠ, που είχε προβλεφθεί, στο 1,7% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες.
Δεν διανέμεται «μέρισμα»
Υπό άλλες συνθήκες, η εν λόγω επίδοση θα σήμαινε περιθώριο για νέες παροχές, τις οποίες ζητεί διακαώς ο επιχειρηματικός κόσμος, με πρώτο μέλημα τη δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών για τις οποίες ο πήχης προσδοκιών πλέον είναι πολύ χαμηλός: ήδη έχει προαναγγελθεί μόνο η επιπλέον μείωσή τους κατά 0,5% το 2025 και κατά ακόμη 0,5% το 2027.
Η κυβέρνηση ουσιαστικά προσαρμόζεται στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, που αναμένεται να επικυρωθεί πολιτικά μέσα στον μήνα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα φωτογραφηθεί στον Προϋπολογισμό, που θα σταλεί στο τέλος του μήνα στην Ε.Ε.
Το νέο πλαίσιο της Ε.Ε. ορίζει ότι το υπερπλεόνασμα θα πρέπει να γίνεται «μαξιλάρι» για δύσκολες εποχές που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον, έχοντας ως δεδομένο ότι οι πρωτογενείς δαπάνες δεν θα μπορούν να αυξηθούν πάνω από 3% ετησίως τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση στο νέο σχέδιο Προϋπολογισμού θα στηρίζεται σε εκτίμηση για άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,5% (αντί για 2,9%, που ανέμενε προηγουμένως). Πρόκειται για μια πρόβλεψη που συνδέεται με το χαμηλότερο αποτέλεσμα του 2023 (ανάπτυξη κατά 2%) αλλά και με τις ανάλογες προβλέψεις των θεσμών.
Βεβαίως, πηγές του οικονομικού επιτελείου ευελπιστούν σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά, επειδή δεν θέλουν να πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους, χαμηλώνουν τις προσδοκίες. Αλλωστε αυτό, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, περιορίζει και τις πιέσεις για πρόσθετες παροχές, πιέσεις οι οποίες εντείνονται όλο το τελευταίο διάστημα από πολλές πλευρές, λόγω και της πίεσης που προκαλεί η έντονη (απ’ όσο αναμενόταν) προεκλογική περίοδος.
Τα στοιχεία του Προϋπολογισμού
Την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει χαμηλά τις προσδοκίες επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία εκτέλεσης Προϋπολογισμού του πρώτου τριμήνου. Δείχνουν ότι ναι μεν διατηρείται η υπέρβαση του στόχου των φορολογικών εσόδων σε ταμειακή βάση σε επίπεδο τριμήνου, αλλά ειδικά τον Μάρτιο (οπότε ολοκληρώθηκε η πληρωμή των δόσεων του φόρου εισοδήματος του 2023) τα φορολογικά έσοδα ήταν, τελικά, χαμηλότερα του στόχου που είχε τεθεί.
Βεβαίως, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, αυτή η υστέρηση εσόδων συνδέεται και με την παράταση που δόθηκε λόγω της τραπεζικής αργίας του καθολικού Πάσχα. Άρα, καλύτερη εικόνα θα υπάρχει στο τέλος Απριλίου. Σε κάθε περίπτωση, η υστέρηση εσόδων κατά περίπου 5% περιορίζει τις δυνατότητες.
Θετικό στοιχείο, πάντως, είναι οι αυξημένες κατά 665 εκατομμύρια ευρώ επενδυτικές δαπάνες (ΠΔΕ) σε σχέση με τον στόχο. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης: να διατεθούν φέτος στην αγορά τα πάνω από 10 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων (από το Ταμείο Ανάκαμψης) και τα ανάλογα κονδύλια του ΕΣΠΑ, τα οποία έχουν έρθει στην Αθήνα και πρέπει να μοιράζονται πλέον από φορείς του Δημοσίου στους τελικούς δικαιούχους, ούτως ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη.
Πρόκειται για το μεγάλο στοίχημα, όχι μόνο για να αυξηθεί η ρευστότητα στην οικονομία και να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα, αλλά και για να τονωθεί και να θωρακισθεί ο ιδιωτικός τομέας έναντι των απειλών που υπάρχουν ή ελλοχεύουν.
Αγωνία στην Ευρώπη – ο μεγάλος φόβος του Τραμπ
Μάχη για νέο Ταμείο Ανάκαμψης
Η ανάγκη θωράκισης της επιχειρηματικότητας βρίσκεται όλο και πιο πολύ στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης, με μεγάλο ζητούμενο αν θα δοθούν νέα χρήματα, κάτι που αφορά άμεσα την Ελλάδα, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα έχει πολύ στενά περιθώρια.
Σχετική είναι η έκκληση του αρμόδιου υπουργού Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα για ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης. Τα διλήμματα στην Ευρώπη είναι ευρύτερα και εκτείνονται από το πώς θα στηριχθεί η επιχειρηματικότητα λόγω του κατακερματισμού του εμπορίου που προκαλεί η γεωπολιτική αστάθεια, έως τον φόβο των αλλαγών που μπορεί να προκαλέσει μια τυχόν επανεκλογή του Τραμπ (όχι μόνο σε επίπεδο φραγμών εμπορίου, αλλά και απόσυρσης των αμυντικών δυνάμεων των ΗΠΑ από την Ευρώπη και, άρα, ανάγκης χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας μέσα από τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό).
Σε όλες αυτές τις ανάγκες προστίθενται, προφανώς, η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των καταστροφών που αυτή προκαλεί, αλλά και του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Η συζήτηση για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά είναι (επίσης) ευρεία και αρχίζει από το νέο χρήμα, το οποίο δεν θέλουν οι «Βόρειοι», έως τα χρήματα που θα απομείνουν αδιάθετα από το υφιστάμενο Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και τα λεφτά που έχει στη διάθεσή του ο ESM. Αυτό τέθηκε επί τάπητος και στη Σύνοδο Κορυφής, με την κουβέντα να αναμένεται να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ