Αγκάθι η φοροδιαφυγή στο 20%, το ρυθμιστικό περιβάλλον και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων
Το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχει μια προσωρινή λύση στα προβλήματα ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ελλάδας, που είναι πολλά και μεγάλα, «ενώ τα υποκείμενα διαρθρωτικά προβλήματα (υψηλά NPL, αποστροφή υψηλού κινδύνου) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ή να καταργούνται σταδιακά», όπως αναφέρει η Κομισιόν σε πόρισμά της για την Ελλάδα και τις -πολύ μεγάλες- μακροοικονομικές ανισορροπίες που αντιμετωπίζει. Εξηγεί πως οι ελληνικές επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες έχουν πολύ χαμηλή πρόσβαση σε δάνεια και κεφάλαια.
Ποιοι είναι οι λόγοι; Αφενός, οι τράπεζες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τις δανείσουν. Αφετέρου, και οι μικρομεσαίας (ΜμΕ) επιχειρήσεις δεν φαίνεται να «καίγονται» για να λάβουν δάνεια, δεδομένου ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσουν να τα εξυπηρετήσουν.
Σημείο «κλειδί» για την Κομισιόν είναι οι πολύ χαμηλές αποταμιεύσεις των Ελλήνων, και αυτό συνδέεται με την υψηλή φοροδιαφυγή, που ξεπερνά το 20% (!), αλλά και η έλλειψη πλαισίου αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Η μνημονιακή κρίση επέφερε, επίσης, μεγάλο πλήγμα, με «παρατεταμένη ύφεση και μια σημαντική επιδείνωση της δυναμικής των επενδύσεων», όπως αναφέρεται στο πόρισμα και συνεχίζει: «Δείχνει ότι οι ελληνικές επενδύσεις υπολειτουργούν σε σχέση με τις αντίστοιχες της ζώνης του ευρώ σε όλες τις κατηγορίες, εκτός από τον εξοπλισμό νέων τεχνολογιών».
Οι αιτίες
«Αρκετοί παράγοντες εξηγούν τον χαμηλό δείκτη εταιρικών επενδύσεων» αναφέρει στο πόρισμά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν): Από την πλευρά της ζήτησης, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών χαμηλής τεχνολογίας, ο οποίος είναι συνήθως λιγότερο εντάσεως κεφαλαίου, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερες επενδυτικές ανάγκες.
Επιπλέον, ο ελληνικός εταιρικός τομέας κυριαρχείται από πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες τείνουν να αποστρέφονται τον κίνδυνο και να είναι πιο απρόθυμες να κλιμακώσουν τις δραστηριότητές τους. Ακόμα, η χαμηλή κερδοφορία από την έναρξη της κρίσης του δημοσίου χρέους έχει περιορίσει τις εταιρίες από το να επενδύσουν, με την ακαθάριστη απόδοση κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών να καταρρέει από 34% το 2008 σε ιστορικό χαμηλό 13,7% το 2019, επίδοση περίπου 10% πιο χαμηλή από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Επίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες χρέους προς εισόδημα στη ζώνη του ευρώ, καθώς η διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει αργή.
Από την πλευρά της προσφοράς, υπάρχει επίσης ένα σύνολο παραγόντων. Για τις τράπεζες η απουσία εξωτερικών αξιολογήσεων συχνά αυξάνει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που σχετίζεται με τη χρηματοδότηση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Παρά τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών από το 2019, ο ακόμα σχετικά υψηλός δείκτης (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης) συνεχίζει να περιορίζει την πιστωτική επέκταση. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εταιριών εξακολουθεί να πιέζεται από «κληροδοτημένα» NPLs και, επομένως, είναι λιγότερο ελκυστικές ως δανειολήπτες.
Ενας άλλος παράγοντας είναι οι ανεπαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις, που περιόρισαν τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για διοχέτευση σε εταιρικές επενδύσεις. Επίσης, λόγω του υψηλού κρατικού κόστους χρηματοδότησης από το 2009 και έπειτα, το κόστος των διαθέσιμων πιστώσεων που προσφέρουν οι τράπεζες σε ελληνικές εταιρίες είναι σταθερά υψηλότερο απ’ όσο στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
Τι αναφέρει η ΕΤΕπ
Η επιτροπή επικαλείται τις επενδυτικές έρευνες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που αναφέρει πως επιβεβαιώνονται οι πιέσεις. Η αναλογία των ελληνικών εταιριών που ανέφεραν ότι οι επενδύσεις τους ήταν κάτω από το βέλτιστο επίπεδο ήταν στο 19,5% από το 2016 έως το 2022. Οταν κλήθηκαν να αιτιολογήσουν την υποεπένδυση, οι ελληνικές εταιρίες ανέφεραν το επιχειρηματικό πλαίσιο και την αβεβαιότητα ως τα πιο μεγάλα προβλήματα, σε πολύ πιο μεγάλη αναλογία απ’ ό,τι στην Ε.Ε. Ωστόσο, η μεγαλύτερη διαφορά παρατηρείται στα ζητήματα πρόσβασης στη χρηματοδότηση: είναι κατά 25% υψηλότερη η δυσκολία στην Ελλάδα απ’ όσο στην Ε.Ε. Πρόβλημα είναι και το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων.
Χαμηλές αποταμιεύσεις και παραοικονομία
Η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών τρωτών σημείων που συνδέονται με τις χαμηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις είναι απαραίτητη για τη στήριξη της εξωτερικής εξισορρόπησης και της ανάπτυξης των επενδύσεων, αναφέρει η επιτροπή, αφού ήταν κατά μέσο όρο αρνητικές (-2,7% του ΑΕΠ το 2017-2022), έναντι 3,6% στην Ε.Ε. Ειδική αναφορά κάνει και στο σχετικά μεγάλο μέγεθος της παραοικονομίας, που εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ.
Το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει συσχετιστεί με μια επίμονα υψηλή αναλογία κατανάλωσης προς ΑΕΠ: το 2017-2023 ήταν κατά μέσο όρο 16,1%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και κατά 8,6% πάνω από το επίπεδο των ομότιμων χωρών της Ελλάδας, δηλαδή της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Η πραγματική αναλογία κατανάλωσης προς ΑΕΠ αυξήθηκε με την πανδημία και το 2023 ο δείκτης μειώθηκε ελαφρά, λόγω της επιβράδυνσης της αύξησης της κατανάλωσης και της συνεχιζόμενης ισχυρής αύξησης των επενδύσεων.
Η επίπτωση της κρίσης
Μεγάλο ήταν το πλήγμα της κρίσης, που προκάλεσε παρατεταμένη ύφεση και σημαντική επιδείνωση της δυναμικής των επενδύσεων. Οι επενδύσεις των νοικοκυριών υπέστησαν τη μεγαλύτερη κατάρρευση, αλλά και ο δείκτης εταιρικών επενδύσεων μειώθηκε, εμποδίζοντας την αύξηση της παραγωγικότητας. Η αγορά κατοικιών κατέρρευσε το 2009 και ο δείκτης των δημόσιων επενδύσεων μειώθηκε επίσης σημαντικά, αν και σε μικρότερο βαθμό, προτού ανακάμψει το 2012.
Ο δείκτης των εταιρικών επενδύσεων μειώθηκε στο 4,5% του ΑΕΠ το 2013, από περίπου 7,3% του ΑΕΠ πριν από την κρίση, και επέστρεψε στα προ κρίσης επίπεδα το 2022. Ωστόσο, και ο λόγος αυτός είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και της Ε.Ε. και από το επίπεδο που καταγράφεται στις ομότιμες χώρες (Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία).
Από τις αρχές του 2022, η αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, έχει προκαλέσει επιβράδυνση του δανεισμού των επιχειρήσεων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, όπως αναφέρεται. Η συνολική καθαρή πιστωτική ροή του 2023 ήταν κατά μέσο όρο -0,8% του ΑΕΠ σε Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, αλλά ήταν θετική (1,3% στην Ελλάδα τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023), λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Θετικά σημάδια για το μέλλον
Κλειδί οι μεταρρυθμίσεις
«Οι εταιρικές επενδύσεις αναμένεται να ενισχυθούν λόγω της αυξανόμενης αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Υποστηρίζονται από το βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, τις καλύτερες οικονομικές προοπτικές και την αναμενόμενη μείωση του κόστους χρηματοδότησης» αναφέρει το πόρισμα. Οι μεταβιβάσεις κεφαλαίου στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα αυξήσουν τα διαθέσιμα κεφάλαια για τις επιχειρήσεις και οι καθαρές αποταμιεύσεις των επιχειρήσεων αναμένεται να παραμείνουν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες το 2024-2025. Το ισοζύγιο του Κρατικού Προϋπολογισμού πρόκειται να βελτιωθεί περαιτέρω, στο -0,8% του ΑΕΠ έως το 2025, με όχημα τη δημοσιονομική εξυγίανση και τα αυξημένα φορολογικά έσοδα.
Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης αναμένεται να επιβραδύνει τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αλλά μακροπρόθεσμα αναμένεται να αυξήσει την παραγωγικότητα. Εξηγεί πως ειδικά τα δάνεια στοχεύουν στη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τον εταιρικό τομέα και στην κάλυψη του επενδυτικού κενού, και αποτελούν ελκυστική πηγή χρηματοδότησης, με ευνοϊκούς όρους σε σύγκριση με εναλλακτικές λύσεις που βασίζονται στην αγορά (μακροπρόθεσμα δάνεια σταθερού επιτοκίου με επιτόκιο πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο της αγοράς). Επιπλέον, καθώς τα δάνεια αυτά παρέχονται από το κράτος, δεν εισέρχονται στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Πλήγμα η διασύνδεση με Γερμανία – Ρωσία
Ο γεωπολιτικός κατακερματισμός φαίνεται να θέτει έναν μη αμελητέο κίνδυνο για την οικονομία
Η υψηλή διασύνδεση με τις οικονομίες της Γερμανίας, της Ιταλίας και με ορισμένες χώρες εκτός Ε.Ε. καθιστά την Ελλάδα επιρρεπή σε πιέσεις που προκύπτουν από τις οικονομικές εξελίξεις σε αυτές τις οικονομίες. Εξαρτάται ιδιαίτερα από γερμανικά και ιταλικά αγαθά και υπηρεσίες, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία αποτελούν κύριους προορισμούς για τις εξαγωγές της Ελλάδας, όπως αναφέρει η επιτροπή. Οι γερμανικές και οι ιταλικές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 8,1% και το 7,4% των εισαγωγών της Ελλάδας αντίστοιχα, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία είναι οι εισαγωγείς του 8,3% και του 6,8% των ελληνικών εξαγωγών αντίστοιχα…
Το μεγαλύτερο μερίδιο της ελληνικής προστιθέμενης αξίας ικανοποιεί τη ζήτηση στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, ενώ η ελληνική ζήτηση εξαρτάται κυρίως από την προστιθέμενη αξία που δημιουργείται στη Γερμανία και την Κίνα. Μεγάλα μερίδια των απαιτήσεων των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βρίσκονται στην Ιρλανδία. Επίσης, καθώς οι δεσμοί της Ελλάδας με εταίρους εκτός Ε.Ε., όπως η Κίνα και η Ρωσία, είναι από μέτριοι έως υψηλοί, «ο γεωπολιτικός κατακερματισμός φαίνεται να θέτει έναν μη αμελητέο κίνδυνο για την οικονομία της».
Τρωτά σημεία
Οι νέοι κίνδυνοι και το υψηλό χρέος
Η έκθεση της Ε.Ε. αναλύει την εξέλιξη των τρωτών σημείων της Ελλάδας. Εκτιμά πως σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και το εξωτερικό χρέος, τον υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη χαμηλή δυνητική ανάπτυξη και το υψηλό ποσοστό ανεργίας, αλλά και «πιθανώς νεοεμφανιζόμενους κινδύνους».
«Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν την εμβάθυνση των γεωπολιτικών εντάσεων, τις παρατεταμένες διαταραχές του εμπορίου λόγω της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα και μια πιθανή αύξηση των τιμών της ενέργειας» επισημαίνεται.
Αναφέρεται, πάντως, σε ένα μακροοικονομικό πλαίσιο, που χαρακτηρίζεται από σταθερή οικονομική ανάπτυξη αλλά και αυξημένες αβεβαιότητες που σχετίζονται με γεωπολιτικούς κινδύνους. Η αύξηση του ΑΕΠ μετριάστηκε το 2023 εν μέσω της φθίνουσας επίδρασης της ανάκαμψης μετά τον Covid-19, της αποδυνάμωσης της παγκόσμιας ζήτησης και της σύσφιξης των χρηματοοικονομικών συνθηκών, όπως σημειώνεται.
Η έκθεση προβλέπει, επίσης, αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% τόσο το 2024 όσο και το 2025, που αντανακλά τη σταθεροποίηση της αύξησης της κατανάλωσης στο επίπεδο του 2023 και ανάκαμψη του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, λόγω του σχεδίου ανάκαμψης. Οι επενδύσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν υψηλότερη ζήτηση εισαγωγών, η οποία προβλέπεται να μειώσει τη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών. Συνολικά, αναφέρει πως η ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., λειτουργώντας ως μοχλός για τη συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, αλλά θα παραμείνει υψηλός, στο 2,7%, φέτος. Οι ονομαστικές αποδοχές των εργαζομένων αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 5% το 2024.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ