Του Φάνη Ματσόπουλου
Ποιοι είναι οι τρεις τομείς που δυσχεραίνουν τη δυνατότητα επίτευξης
Κατά την τελευταία διετία το ενδιαφέρον της παγκόσμιας οικονομικής κοινότητας έχει επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, προωθώντας ταυτόχρονα δραστικά τη μετάβαση σε μειωμένους ρύπους, αφού η προστασία του περιβάλλοντος για μια μεγάλη ομάδα κρατών αποτελεί πλέον προτεραιότητα. Τα προβλήματα της επίτευξης της ενεργειακής μετάβασης ανάγονται στα εξής:
1) Δυσχερής δημοσιονομική κατάσταση:
Το σύνολο των κρατών και ειδικότερα οι ανεπτυγμένες οικονομίες για να μειώσουν τις επιπτώσεις από τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας κατά την πανδημία αναγκάστηκαν να δανειστούν χρήματα από τις διεθνείς αγορές μέσω της εκδόσεως ομολόγων, τα οποία έχουν προστεθεί στο δημόσιο χρέος τους.
Το 2024 προβλέπεται ότι θα υπάρξουν μειώσεις επιτοκίων, όχι όμως οι αναμενόμενες, αφού τα τελευταία στοιχεία του πληθωρισμού μεταθέτουν διαρκώς την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής.
Αυτό εξαναγκάζει την αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου χρέους με επιτόκια πολύ υψηλότερα από αυτά των εκδοθέντων ομολόγων, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση των προϋπολογισμών των κρατών με αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων αυτών, που σε πολλές περιπτώσεις θα πλησιάσει το 250%.
2) Περιορισμός των εναλλακτικών αντιμετώπισης των κρίσεων:
Απόρροια του προηγούμενου δεδομένου αποτελεί η μειωμένη δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να προσφέρουν ουσιαστική στήριξη στις οικονομίες, αφού το εργαλείο των μηδενικών επιτοκίων δεν πρόκειται να επανεμφανιστεί στο προσεχές μέλλον και οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν προεξοφληθεί από τις αγορές, ενώ ταυτόχρονα η πραγματοποίησή τους καθυστερεί.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η πίεση στους προϋπολογισμούς των κρατών και ιδίως των αναπτυσσόμενων, που σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται αντιμέτωπα με τη δυσπιστία των οίκων αξιολόγησης, των τραπεζών και άλλων θεσμών, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, σχετικά με τη δυνατότητά τους να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, αφαιρεί πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στη δημιουργία κρίσιμων υποδομών, που συνεισφέρουν στην ενεργειακή μετάβαση και οδηγούν τις χώρες αυτές σε μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες απολαμβάνουν της αξιοπιστίας των διεθνών αγορών σχετικά με το αξιόχρεό τους, έρχονται αντιμέτωπες με μια μειωμένη φαρέτρα μέτρων αντιμετώπισης του χρέους να υλοποιήσουν τις αναγκαίες υποδομές, ώστε να μπορέσει να διαχυθεί η ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ, αφού η αμερικανική οικονομία αποτελεί αρνητικό πρωταγωνιστή στον ρυθμό εγκρίσεων για τη σύνδεση των παραγωγών που δραστηριοποιούνται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με το ύψος των εκκρεμών λόγω ανεπάρκειας υποδομών αιτήσεων το 2023 να αφορά έργα κοντά στο 1,4 ΤWh, μέγεθος τριπλάσιο σε σχέση με αυτό του 2020.
3) Θολή ιδεολογική προσέγγιση της μετάβασης:
Στις ΗΠΑ το 2021 δημιουργήθηκε το «Cap and Invest Program», με βάση το οποίο οι εταιρίες οι οποίες ρυπαίνουν θα πρέπει να αγοράζουν τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων είτε από κρατικές οντότητες είτε από τη δευτερογενή αγορά.
Τα δικαιώματα αυτά βαίνουν μειούμενα, η προσφορά τους μειώνεται και μακροπρόθεσμα οι τιμές ανεβαίνουν, αποτελώντας έτσι ένα κίνητρο για τις εταιρίες να υιοθετήσουν φιλικότερες προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής ενέργειας, απελευθερώνοντας πόρους που θα προορίζονταν για την αγορά αυτών των δικαιωμάτων.
Εχει εμφανιστεί μια τάση που θέλει να αναστείλει την αγορά αυτή, αφού γίνεται επίκληση του επιχειρήματος της αύξησης των τιμών των καυσίμων εξαιτίας της ενσωμάτωσης του κόστους των δικαιωμάτων αυτών στην τιμή τους. Το οξύμωρο είναι ότι οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες συμφωνούν με το υπάρχον σύστημα, αφού έχει προσφέρει περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία υποδομών, την απόκτηση μέσων παραγωγής και την ομαλή ενεργειακή μετάβαση νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος στην προαναφερθείσα κατάσταση μειωμένου περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Στην ουσία λειτουργεί ως ένας έμμεσος μηχανισμός αναδιανομής πλούτου, που βοηθά στην ενίσχυση των αδυνάμων, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τους περιβαλλοντικούς και δημοσιονομικούς σκοπούς της χώρας. Αποτελεί, δυστυχώς, και πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, κυρίως σε επίπεδο πολιτειών, δημιουργώντας μια απρόβλεπτη μελλοντική εικόνα.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
Να προχωρήσει η Ελλάδα σε γρήγορη δημιουργία υποδομών για τις ΜμΕ
Παρατηρούμε ότι στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, οι τάσεις συγκρούονται ως προς την ακολουθητέα προσέγγιση, ώστε να κινητοποιηθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και στη συνέχεια οι υπόλοιπες να υιοθετήσουν φιλικές προς το περιβάλλον διαδικασίες παραγωγής ενέργειας.
Το ζήτημα που προκύπτει είναι εάν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν την ικανότητα, την τεχνογνωσία και την πρόσβασή στη ρευστότητα για τον στόχο αυτό. Ειδικά, αναφερόμαστε στον πολύπαθο τομέα της μεταποίησης για το σύνολο των δυτικών οικονομιών, ο οποίος έχει πληγεί βάναυσα από την παγκοσμιοποίηση και την ελεύθερη μεταφορά συντελεστών παραγωγής σε χώρες που προσέφεραν, μέχρι πρότινος, χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό και εξαιρετικά ελαστικό ρυθμιστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα οι προσπάθειες της κεντρικής κυβέρνησης για να προωθηθούν οι ΑΠΕ βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά πρέπει να συνδυαστούν περαιτέρω με μέτρα, όπως είναι τα εξής:
1) Για κάθε αυτοκίνητο/όχημα δεκαετίας που αποσύρεται, πλήρης απαλλαγή τέλους ταξινόμησης και φορολογίας για αυτοκίνητο υβριδικό ή ηλεκτρικό, με ταυτόχρονο μηδενισμό πάσης φύσεως επιδότησης.
2) Απόσβεση 250% του κόστους εξοπλισμού για παραγωγή ενέργειας και απόκτησης μπαταρίας, που στοχεύει στην ιδιοκατανάλωση, κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
3) Κατεύθυνση του ΕΦΚ των καυσίμων στη δημιουργία κρίσιμων υποδομών που απαιτούνται για να δοθούν όροι σύνδεσης στους παραγωγούς,
Με βάση τα ανωτέρω, μπορεί να χρηματοδοτηθεί σχετικά γρήγορα η δημιουργία των αναγκαίων υποδομών και ταυτόχρονα να κινητοποιηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που σήκωσαν στις πλάτες τους όλη τη δημοσιονομική προσαρμογή της περασμένης δεκαετίας, ώστε να υιοθετήσουν φιλικότερες προς το περιβάλλον διαδικασίες παραγωγής ενέργειας, που θα οδηγήσουν σε εθνική απεξάρτηση από το πετρέλαιο και τα ορυκτά καύσιμα, θα ισχυροποιήσουν δημοσιονομικά τη χώρα, αφού οι εισαγωγές για πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα μειωθούν, και σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο θα βρεθεί δημοσιονομικός χώρος για σειρά φοροαπαλλαγών, που απαιτούνται για την επιβίωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Χρειάζεται να γίνει βαθιά και εμπεριστατωμένη μελέτη των πτυχών του θέματος. Οταν αυτή ολοκληρωθεί, όπως και η διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, η εφαρμογή να μην παραπεμφθεί στις… καλένδες, αλλά ταχύτατα να εφαρμοστεί. Οι εξελίξεις, καλώς ή κακώς, στον διεθνή περίγυρο κινούνται με μεγάλη ταχύτητα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ