Το μεγαλύτερο στην Ε.Ε. έχει η Ελλάδα
Ηχηρό καμπανάκι για το επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζουν πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την Ελλάδα να καταλαβαίνει τη χειρότερη θέση λόγω της αποεπένδυσης που είχε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, αλλά και μεγάλων ελλείψεων που προϋπήρχαν, κρούει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πόρισμά της που θα συζητηθεί στο Eurogroup της άλλης εβδομάδας. Επικαλείται έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Διεθνούς Νομισματικό Ταμείου. Αμφότερες παραθέτουν στοιχεία για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία αλλά και γενικότερα στη θέση της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η επιτροπή αναλύει τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν, ειδικά στο πεδίο των νέων τεχνολογιών και της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου, προκειμένου να μην ανοίξει και άλλο αυτή η ψαλίδα στη θέση της Ευρώπης παγκοσμίως. Μάλιστα, εν όψει του 2026, όταν λήγουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, η επιτροπή κλείνει το μάτι για την ανάγκη ενός κεντρικού σχεδίου, τόσο στο πεδίο των επενδύσεων όσο και αναφορικά με την εκπαίδευση και με την κατάρτιση.
Τι λένε ΕΤΕπ και ΔΝΤ
Η ΕΤΕπ σε μελέτη της για το πού είναι όλη η Ε.Ε. σε σχέση με τις ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις παραγωγικές επενδύσεις (δηλαδή, χωρίς τις κατασκευές), καταγράφει αρκετή ετερογένεια στα επενδυτικά ποσοστά εντός της Ε.Ε. Το 2020, το υψηλότερο επενδυτικό ποσοστό βρέθηκε στην Ιρλανδία, με τις επενδύσεις πάνω από 10% μεγαλύτερες από ό,τι στις ΗΠΑ. Ακολουθούν η Τσεχία (3% υψηλότερες από τις ΗΠΑ) και η Σουηδία (1,2% υψηλότερες). Η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Εσθονία είχαν επίπεδα παρόμοια με τις ΗΠΑ. Στον αντίποδα, οι επενδύσεις ήταν χαμηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ μόνο κατά 0,4% στη Σλοβακία αλλά και πάνω από 7% στην Ελλάδα. Συνολικά 15 χώρες είχαν έλλειμμα επενδύσεων σε σχέση με τις ΗΠΑ που ήταν μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η Ολλανδία (2,7%), η Γερμανία (2,8%), η Ιταλία (4%) και η Ισπανία (4,3%).
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει πως η Ελλάδα το 2019 παρουσίασε ένα από τα χαμηλότερα επενδυτικά ποσοστά στον κόσμο. Παραμένει το χαμηλότερο, με το ΔΝΤ να εκτιμά πως μεσοπρόθεσμα θα φτάσει έως το 17% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα το επενδυτικό κενό υπολογίζεται σε έως 8% του ΑΕΠ.
Το «ατού» των τελευταίων ετών για όλη την Ε.Ε. είναι το Ταμείο Ανάκαμψης (το οποίο, ωστόσο, λήγει το 2026), αλλά το πρόβλημα είναι οι τριγμοί που εμφανίζονται πλέον στην παγκόσμια οικονομία και εξηγεί το πόρισμα για την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. που θα καταθέσει η Κομισιόν στη σύνοδο της άλλης εβδομάδας.
Το πόρισμα της Κομισιόν
Στη μελέτη της η επιτροπή αναφέρει: «Εχουν προκύψει νέες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, που συνδέονται με τη δίδυμη μετάβαση (πράσινη, ψηφιακή) αλλά και με το τρέχον γεωπολιτικό πλαίσιο». Εξηγεί πως η Ε.Ε. «είναι ευάλωτη σε διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού, που συνδέονται κυρίως με πρώτες ύλες, μπαταρίες και ημιαγωγούς». Ταυτόχρονα, αυξάνεται η πίεση για τη διασφάλιση της παγκόσμιας παρουσίας και για την αντιμετώπιση στρατηγικών εξαρτήσεων από τις ψηφιακές βιομηχανίες, που αναμένεται να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας τις επόμενες δεκαετίες, αλλά και από τους τομείς που θα βρίσκονται στο επίκεντρο των απαραίτητων τεχνολογικών μετασχηματισμών για την πράσινη μετάβαση.
«Είναι ορατό ένα χάσμα μεταξύ της Ε.Ε. και των μεγάλων παγκόσμιων ανταγωνιστών, ιδίως όσον αφορά τις επιδόσεις καινοτομίας και την παγκόσμια παρουσία σε βασικούς κλάδους, αλλά οι προκλήσεις αυξάνονται, επίσης, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα δεξιοτήτων και ανθρώπινου κεφαλαίου» αναφέρει. Εκτιμά πως όλες αυτές οι εξελίξεις κινδυνεύουν να ασκήσουν περαιτέρω πίεση στις υπάρχουσες αδυναμίες ανταγωνιστικότητας, ιδίως όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
Γίνεται αναφορά στην πρόσφατη έκθεση Λέτα και επισημαίνει: «Η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη πρέπει από κοινού να διασφαλίσουν ότι οι πολλαπλοί στόχοι πολιτικής παραμένουν συμβατοί». Εξηγεί πως πρέπει να υπάρξει προβληματισμός σχετικά με το πώς θα διασφαλιστεί η περαιτέρω πολιτική δράση, αφού η αντιμετώπιση των προκλήσεων ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να υποστηρίζεται από ισχυρά κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα, παραμένοντας συμβατή με την ενιαία αγορά, αλλά και με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. «Η αντιμετώπιση τέτοιων δράσεων είναι περίπλοκη λόγω των σημαντικών επενδυτικών αναγκών σε ένα πλαίσιο περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου, μεταξύ άλλων υπό το φως της λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) στα τέλη του 2026» αναφέρει…
Τα 3 κενά
Η Επιτροπή εξετάζει τα κύρια χαρακτηριστικά του «κενού γνώσης» της ευρωπαϊκής οικονομίας και επισημαίνει πιθανές λύσεις πολιτικής σε επίπεδο κρατών-μελών και Ε.Ε. Υπάρχει ένα μακροχρόνιο χάσμα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ε.Ε. σε σχέση με τις ΗΠΑ. Υπάρχει, επίσης, ένα μακροχρόνιο κενό καινοτομίας σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά και σιγά σιγά με την Κίνα (π.χ. ο αριθμός των αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην Ε.Ε. είναι πολύ χαμηλότερος από αυτόν των ΗΠΑ).
Στο ανθρώπινο κεφάλαιο, υπάρχει επίσης υστέρηση αλλά μικρότερη, αφού οι νέοι στην Ε.Ε. έχουν ολοένα και υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Ωστόσο, η Ε.Ε. υστερεί έναντι των ΗΠΑ σε κορυφαία πανεπιστήμια και ερευνητές. Επιπλέον, παρατηρείται πτωτική τάση στις εκπαιδευτικές επιδόσεις των 15χρονων που επιδεινώθηκε και από την πανδημία. Οι ελλείψεις δεξιοτήτων στην Ε.Ε. είναι, επίσης, σχετικά πιο ορατές σε ψηφιακά και επιστημονικά πεδία και είναι πιθανό να συνεχιστούν εν όψει της δημογραφικής αλλαγής.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΛΥΣΗΣ
Κοινή δράση και κατανομή πόρων
Τι προτείνεται: στήριξη για αποτελεσματική κατανομή πόρων και για ιδιωτικές επενδύσεις σε ολόκληρη την Ε.Ε. Επίσης, φιλικές προς την παραγωγικότητα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και κίνητρα για επενδύσεις. Θεωρείται σημαντικό ένα υποστηρικτικό φορολογικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και αποτελεσματικό πλαίσιο αφερεγγυότητας.
Πέρα από αυτά, όμως, προτείνεται και κοινή δράση «κεντρικά» από τις Βρυξέλλες. Αναφέρεται πως «παραμένει ένα κενό με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όσον αφορά τη χρηματοδότηση από την αγορά καινοτόμων δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου. Η ακόμη υπανάπτυκτη χρηματοδότηση μετοχικού κεφαλαίου και επιχειρηματικού κεφαλαίου της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας χρηματοδότησης επιχειρηματικών κεφαλαίων) απαιτεί περαιτέρω ενίσχυση» και η αιτία της υπανάπτυξης είναι ο κατακερματισμός των αγορών της Ε.Ε.
Η λύση, εξηγούν, συνδέεται και με την Τραπεζική και Κεφαλαιακή Ενωση, αλλά παραμένει το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη στην Ευρώπη προέρχεται από εθνικούς προϋπολογισμούς, και άρα «μια μεγάλη ολοκληρωμένη αγορά είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση των δαπανών που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές επενδύσεις και για την αξιοποίηση των απαραίτητων οικονομιών κλίμακας, ώστε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται παγκοσμίως».
Εξηγούν πως ήδη η Ε.Ε. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, συμβάλλοντας στη χρηματοδότηση των συνολικών σχετικών δαπανών «κεντρικά» σε ολόκληρη την Ευρώπη (π.χ. μέσω του Horizon Europe, του Ταμείου Καινοτομίας της Ε.Ε., του InvestEU, του Μηχανισμού Connecting Europe, καθώς και των κονδυλίων της Πολιτικής Συνοχής). Αλλά οι συνεχείς προκλήσεις ανταγωνιστικότητας εγείρουν το ερώτημα σχετικά με το πώς να μεγιστοποιηθεί ο αντίκτυπος του προϋπολογισμού της Ε.Ε.
«Υπάρχει ισχυρή λογική συντονισμού της στήριξης σε όλα τα κράτη-μέλη και αξιοποίησης του προϋπολογισμού της Ε.Ε. κεντρικά προς αποφυγή του κινδύνου του ανταγωνισμού επιδοτήσεων και για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της στήριξης» αναφέρεται.
Επισημαίνονται και τρία άλλα πεδία δράσης. Η αύξηση της απόδοσης των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης των κρατών-μελών της Ε.Ε. είναι το «κλειδί» για την προώθηση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι ελλείψεις και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων απαιτούν καλά σχεδιασμένες πολιτικές κατάρτισης για την αναβάθμιση και την επανεκπαίδευση, καθώς και ιδρύματα που υποστηρίζουν την ανακατανομή. Επιπλέον, καθώς η δημογραφική μετάβαση επηρεάζει τις χώρες της Ε.Ε. με διαφορετικές ταχύτητες, η προώθηση της κινητικότητας της εργασίας εντός της Ε.Ε. και της νόμιμης μετανάστευσης μπορεί, επίσης, να συμβάλει στη μείωση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, όπου είναι απαραίτητο, αναφέρεται.