Από την αποτυχία του σχεδίου για τη δημιουργία “Εθνικού Πρωταθλητή”, στην κατάρρευση της AVRAMAR – Τι δείχνει νέα έρευνα
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Αν υπάρχουν κάποιοι κλάδοι στην ελληνική αγορά οι οποίοι χαρακτηρίζονται διαχρονικά από τις αντιφάσεις τους και, τελικά, από ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο συνολικό απολογισμό της προσπάθειας τους, σε αυτούς σίγουρα συμπεριλαμβάνονται και οι ιχθυοκαλλιέργειες.
Ο ισχυρισμός περί… αντιφάσεων επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της νέας κλαδικής μελέτης της ICAP CRIF, που δείχνει ότι η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια έκανε μια «καλή ψαριά» με αυξημένες πωλήσεις και διατήρησε τον ηγετικό της ρόλο στις διεθνείς αγορές, αλλά συνόδευσε τις επιδόσεις της με αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα.
Το σύγχρονο story του κλάδου αποκαλύπτει τι ακριβώς έχει συμβεί μέχρι σήμερα:
Πέρασε πάνω από μια δεκαετία από την εποχή που, στα πρώτα χρόνια της μακράς και βαθιάς οικονομικής κρίσης στη χώρα, επιχειρηματίες όπως ο αείμνηστος Γεωργιανός επενδυτής, επιχειρηματίας και πρώην πολιτικός, Κάχα Μπεντουκίτζε οραματίζονταν (από το 2011, συγκεκριμένα) τη συνένωση όλων των μεγάλων εγχώριων ομίλων «εις σάρκαν μίαν», υπό τη σκέπη του fund Linnaeus, με στόχο τη δημιουργία ενός εθνικού πρωταθλητή, ικανού να μεγαλουργήσει σε διεθνές επίπεδο.
Το πρώτο εκείνο σχέδιο ναυάγησε, λόγω των αντιδράσεων από τους προ ύφεσης leaders του κλάδου των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών, των κ. Μπελλέ και Στεφανή των εταιριών Νηρέας και Σελόντα.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Στην πορεία οι δύο επιχειρήσεις δεν άντεξαν κάτω από το βάρος των υπέρογκων δανείων τους, οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες τους καθαιρέθηκαν από τις διοικήσεις, οι μετοχές τους πέρασαν στις πιστώτριες τράπεζες κι εκείνες με τη σειρά τους επεδίωξαν να τις εξυγιάνουν, για να τις πουλήσουν.
Αιτίες της κατάρρευσης αποτέλεσαν ο έντονος ανταγωνισμός, κυρίως από τους Τούρκους, που προκάλεσε έναν «πόλεμο τιμών», με χαμένους τους Ελληνες, τα αυξημένα κόστη, τα οποία ανάγκαζαν τις εταιρίες να πουλάνε τα ψάρια τους ακόμα και… κάτω του κόστους, και κατά πολλούς και ορισμένοι λανθασμένοι χειρισμοί από τους πρώην επικεφαλής τους…
Η πρώτη ευκαιρία χάθηκε κάπως έτσι. Χάνεται, όμως, κατά τα φαινόμενα και η… δεύτερη.
ΤΑ 2 «ΝΑΥΑΓΙΑ»
Χρόνια ύστερα από το άδοξο τέλος του κυοφορούμενου, πρώτου mega deal, ήρθε το δεύτερο. Με τη διαφορά ότι το πλάνο για τη μεγάλη συγχώνευση υλοποιήθηκε μεν, αλλά απέτυχε ως τώρα στην πράξη!
Με «μπροστάρη» το σχήμα των Amerra Capital Management LLC (κύριο μέτοχο του ομίλου Aνδρομέδα) και Mubadala Investment Company, έπειτα από μια πολύμηνη αναμονή σε ένα από τα πιο απρόβλεπτα «σίριαλ» της αγοράς και το «πράσινο φως» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ολοκλήρωση της συγχώνευσης τριών ισχυρών «παικτών», της Ανδρομέδας με τον Nηρέα και τη Σελόντα (με την εξαγορά των δύο τελευταίων, στο πλαίσιο του «project Nemo»), έδωσε το «σινιάλο» της εκκίνησης για την υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου επενδυτικού πλάνου, που υποτίθεται ότι θα απέφερε τη γέννηση ενός «γίγαντα» έτοιμου να παράγει ετησίως 70.000 τόνους ψαριών. Ποσότητα ίση με το 37% της παραγωγής σε επίπεδο E.E., σε μια αγορά αξίας άνω του 1 δισ. ευρώ, αν συμπεριληφθούν και οι έμμεσα εμπλεκόμενοι κλάδοι.
Αντίθετα με τις προσδοκίες, όμως, και παρά την ύπαρξη πανίσχυρων επενδυτών, η Avramar, ελληνοϊσπανικός όμιλος (άλλο ρεπορτάζ, σελίδες 20-21), ο οποίος προήλθε από τη συγχώνευση των τριών ηγετικών δυνάμεων του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, του Νηρέα, της Σελόντα και της Ανδρομέδας, οδηγήθηκε στα πρόθυρα ενός «κραχ», κουβαλώντας δάνεια άνω των 340 εκατ. ευρώ (σ.σ: αρχές του έτους η δημοσιοποίηση των οικονομικών καταστάσεων του 2022 φανέρωσαν αθροιστικές υποχρεώσεις 494 εκατ. ευρώ, μαζί με αυτές προς τους προμηθευτές, και πιθανότατα έχουν αυξηθεί…), και, παρά τον υπερδιπλασιασμό του κύκλου εργασιών της κοντά στο «φράγμα» των 400 εκατ. ευρώ, συνέχισε να «γράφει» ζημιές.
Η διοίκηση έκανε, μάλιστα, λόγο περί ενδεχόμενης μείωσης πωλήσεων το 2023, λόγω των δύσκολων συνθηκών και του υψηλού πληθωρισμού των τροφίμων, που εκτίναξαν το κόστος παραγωγής και επηρέασαν αρνητικά την κατανάλωση ψαριών στις ευρωπαϊκές αγορές.
Η Avramar έχει τεθεί υπό πώληση, ενώ της δόθηκε ενδιάμεση χρηματοδότηση 20 εκατ. ευρώ από τις τράπεζες, με ενέχυρο τις μετοχές, για κάλυψη αναγκών κεφαλαίου κίνησης για την υποστήριξη της συνέχισης της δραστηριότητας της εταιρίας.
Πληροφορίες αναφέρουν πως υπάρχουν ήδη δύο ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι επενδυτές/αγοραστές από ΗΠΑ και Ευρώπη, με εμπλεκόμενες πηγές να εκτιμούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν προοπτικές ανάκαμψης για την Avramar, παρά την οικονομική της «στενότητα».
Η ΝΕΑ ΜΕΛΕΤΗ
Το οξύμωρο: Παρά και τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν νωρίτερα στην εφοδιαστική αλυσίδα, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας και τη γενικότερη αβεβαιότητα στην Avramar, οι ιχθυοκαλλιέργειες, ένας κλάδος υπό… διαρκή αναδιάρθρωση, παραμένει από τους πιο σημαντικούς για τις εξαγωγές στην Ελλάδα: εδραίωσε την 1η θέση των χωρών της Ε.Ε. στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού και τη 2η παγκοσμίως, καταγράφοντας πέρυσι ρεκόρ δεκαετίας σε πωλήσεις και επενδύσεις. Αν αυτό δεν θεωρείται αντίφαση…
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατηρεί ηγετική θέση σε διεθνές επίπεδο, εξακολουθώντας να συμβάλλει καθοριστικά στην ελληνική οικονομία. Η τσιπούρα και το λαβράκι καλύπτουν περισσότερο από το 85% της συνολικής παραγωγής στις ελληνικές θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες.
Η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, ανέφερε ότι ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών χαρακτηρίζεται από έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, με το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής να κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία).
Οι συνολικές ποσότητες εξαγωγής καλύπτουν το 90% του συνολικού όγκου παραγωγής τα τελευταία χρόνια. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού προκύπτει ότι οι συνολικές πωλήσεις 50 επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30,7% το 2022 έναντι του 2021.
Ωστόσο, τα λειτουργικά και τα καθαρά κέρδη των εταιριών του κλάδου ήταν αρνητικά το 2022, κυρίως εξαιτίας των σημαντικών αυξήσεων των λειτουργικών δαπανών (πρώτες ύλες, ενέργεια). Μειωμένα, αν και θετικά, ήταν τα κέρδη EBITDA (-40,8%) και διαμορφώθηκαν σε 34,8 εκατ. ευρώ το 2022.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ