Η πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών στην εγχώρια και οι ελληνικοί όμιλοι που… αντιστέκονται
Του Μιχάλη Κοσμετάτου
Ενας από τους κατεξοχήν… καλοκαιρινούς κλάδους θεωρείται αυτός της μπίρας, μαζί με το παγωτό, τα αναψυκτικά και το εμφιαλωμένο νερό.
Οχι ότι την υπόλοιπη χρονιά δεν πωλούνται προϊόντα από τις συγκεκριμένες κατηγορίες, αλλά τους θερινούς κυρίως μήνες η κατανάλωση αυτονόητα αυξάνεται, με ό,τι αυτό σημαίνει για τα έσοδα και τα κέρδη των εταιριών που τα παράγουν και τα πωλούν.
Η αύξηση, παράλληλα, του αριθμού των τουριστών, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα, καθώς το 2024 αναμένεται νέο ρεκόρ αφίξεων, ενισχύει την αισιοδοξία των διοικήσεων μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων από τον τομέα της ζυθοποιίας, ξένων ή ελληνικών. Γεγονός θεωρείται ότι στην εγχώρια αγορά ζύθου κυριαρχούν οι πολυεθνικές (Heineken, Carlsberg), οι οποίες έχουν συγκεντρώσει κάποια από τα ισχυρότερα brands στα χαρτοφυλάκιά τους, ωστόσο και τα ελληνικά σήματα «δεν παραδίδουν τα όπλα». Αντιθέτως, μάχονται για υψηλότερα έσοδα με μερίδια στο μέτρο του δυνατού.
Ο κλάδος, είναι αλήθεια, δοκιμάστηκε πολύ την εποχή των lockdowns λόγω της πανδημίας, όταν παρέμειναν δεκάδες χιλιάδες καταστήματα εστίασης κλειστά επί μήνες και είδε τα μεγέθη του να συρρικνώνονται. Το τέλος της υγειονομικής κρίσης σήμανε τη «μεγάλη επιστροφή» της αγοράς του ζύθου στην Ελλάδα από το 2022, όπου τα πρώτα μηνύματα και για τις φετινές πωλήσεις δείχνουν άκρως ενθαρρυντικά.
Στο πρώτο 4μηνο του 2024 στελέχη του κλάδου διαπιστώνουν αύξηση των πωλήσεων της μπίρας, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, σε όλα τα κανάλια (σούπερ μάρκετ, μικρή λιανική, HORECA) και εκτιμούν ταυτόχρονα ότι η κίνηση του καλοκαιριού θα φέρει μεγαλύτερα νούμερα από πέρσι. Μεγάλες εταιρίες του κλάδου προσπάθησαν, μάλιστα, να διαχειριστούν σωστά τις πληθωριστικές πιέσεις και να συγκρατήσουν τις ανατιμήσεις, χωρίς να μετακυλίουν το σύνολο της επιβάρυνσης στους καταναλωτές.
Νωρίτερα αντιμετώπισαν προκλήσεις, όπως οι αυξήσεις στο κόστος κριθαριού και ενέργειας.
Οι πωλήσεις; Μόνο στην οργανωμένη λιανική ο τζίρος πλησίασε το «φράγμα» των 200 εκατ. ευρώ πέρσι (191,762 εκατ. ευρώ το 2023, έναντι 175,742 εκατ. ευρώ το 2022), άρα δίνεται μια εικόνα για την τάξη μεγέθους που μπορεί να περιμένει ο κλάδος από αυτό το κανάλι, έστω και με μια μικρή αύξηση.
Στο σύνολό της η εγχώρια αγορά μπίρας (κρύα και ζεστή) υπολογίζεται τουλάχιστον σε διπλάσιο μέγεθος, αν και άλλες πηγές την τοποθετούν πάνω από το μισό δισ. ευρώ (χωρίς τον ειδικό φόρο κατανάλωσης).
Οι αριθμοί εμφανίζουν μια απόκλιση από μέτρηση σε μέτρηση, για μια «πίτα» από την οποία όλοι οι «παίκτες» θα διεκδικήσουν ο καθένας το δικό του κομμάτι. Ωστόσο, δεν μεταβάλλονται θεαματικά, έτσι ώστε να μιλά κανείς για ανατροπές…
Σε όγκους, οι πωλήσεις παρέμειναν στάσιμες, συνεπώς η πορεία του 2024 φαίνεται γενικότερα να αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τις ζυθοποιίες στην Ελλάδα.
Τα πρωτεία σε αυτό τον εμπορικό «πόλεμο» διατηρεί η Αθηναϊκή Ζυθοποιία (μέλος του ολλανδικού ομίλου Heineken, με brands στο portfolio της όπως το ομώνυμο της Heineken, οι Amstel, Αλφα, Fischer, Μάμος, Νύμφη, Sol, McFarland, Erdinger κ.ά.), με μερίδιο 45%-50%, με δεύτερη την Ολυμπιακή Ζυθοποιία (Carlsberg Group και brands όπως Φιξ, Μύθος, Νήσος, Henninger, Guinness, Carlsberg κ.ά.), με ποσοστό πωλήσεων στην ελληνική αγορά περίπου 25%, τρίτη είναι η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (EZA), με μερίδιο 6,5%, και τέταρτη μια άλλη ελληνική εταιρία η Ζυθοποιία Μακεδονίας – Θράκης (Βεργίνα), με μερίδιο κοντά στο 6%, ενώ αθροιστικά δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα 70 ζυθοποιίες, μεγάλες και μικρές.
Οι επενδύσεις για την ενίσχυση της παραγωγής, το λανσάρισμα νέων προϊόντων (προηγήθηκε π.χ. η είσοδος κάποιων ομίλων στην κατηγορία του μηλίτη), η επέκταση των δικτύων διανομής και πωλήσεων και οι εξαγωγές των ομίλων βρίσκονται σε καθημερινή βάση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Το 2023, μάλιστα, μελέτες έδειξαν ότι η Ελλάδα αποτελεί την 8η
μεγαλύτερη παραγωγό μπίρας μεταξύ 18 χωρών της Ε.Ε. (με 565,34 εκατ. λίτρα το 2022, από 400,22 εκατ. λίτρα το 2021, καταγράφοντας αύξηση περίπου 41%, πηγή: Eurostat).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ