Τα καλά νέα είναι πως τα πορίσματα της Κομισιόν ήταν στο σύνολό τους θετικά για την πρόοδο που έχει κάνει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, περιγράφουν αναλυτικά τις πολλές και μεγάλες προκλήσεις που απομένουν και για την πραγματική οικονομία καθώς ανταγωνιστικότητα παραμένει πάρα πολύ χαμηλή, στο ήμισυ της ΕΕ
Έναν εξαιρετικά δύσκολο οδικό χάρτη που απαιτεί περαιτέρω κινήσεις και πολύ προσεκτική πολιτική ώστε να διατηρηθεί η ανάπτυξη ενισχύοντας την -ήδη πολύ ισχυρή- δημοσιονομική πειθαρχία σκιαγραφούν οι εκθέσεις της Κομισιόν που δόθηκαν στη δημοσιότητα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και συνιστούν το «χαλί» πολλών γεγονότων και υποχρεώσεων της χώρας που θα λάβουν χώρα όχι μόνο τους επόμενους μήνες αλλά και τα επόμενα χρόνια.
Τα καλά νέα είναι πως τα πορίσματα της Κομισιόν ήταν στο σύνολό τους θετικά για την πρόοδο που έχει κάνει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, περιγράφουν αναλυτικά τις πολλές και μεγάλες προκλήσεις που απομένουν και για την πραγματική οικονομία καθώς ανταγωνιστικότητα παραμένει πάρα πολύ χαμηλή, στο ήμισυ της ΕΕ, αν δεν ληφθεί υπόψη το πολύ χαμηλό εργατικό κόστος.
Προκλήσεις υπάρχουν βεβαίως και στο δημοσιονομικό πεδίο: γίνεται σαφές πως πολύ δύσκολα θα μειωθούν (λόγω υψηλού χρέους και φοροδιαφυγής) τα πολύ μεγάλα φορολογικά βάρη, κάτι που πιστοποιήθηκε και στην… πράξη, την Πέμπτη με την παράταση και για το 2023 της έκτακτης συνεισφοράς αλληλεγγύης στις εταιρίες διύλισης (τα έσοδα των 300 εκατ ευρώ αναφέρεται πως θα καλύψουν τις ανάγκες για αυξημένες συντάξεις και ΠΔΕ).
Η εν λόγω κίνηση είναι μόνο ένα παράδειγμα του πώς θα καθορίζεται η δημοσιονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια με επόμενο βήμα, σύμφωνα με τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στο πακέτο εκθέσεων, την κατάθεση ενός συμβατού με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες τετραετούς προϋπολογισμού. Σε αυτόν «θα περιοριστεί η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών» από το 2025, εκτός και αν υπάρχουν παραπάνω φορολογικά έσοδα. Στα κείμενα υπάρχουν αναλυτικές αναφορές στις πηγές εσόδων που ήδη έχουν δημιουργηθεί περιλαμβανομένης ακόμη και της πολιτικής φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με το τεκμαρτό εισόδημα ώς ένα σημαντικό μέτρο στήριξης των φορολογικών εσόδων, σε συνδυασμό με τη ψηφιοποίηση των συναλλαγών και με την ενίσχυση της ΑΑΔΕ.
Η ανάπτυξη
Βεβαίως το αντιστάθμισμα για την υγιή αύξηση των εσόδων και για τη μείωση του χρέους είναι η ανάπτυξη. Αλλά αυτό, όπως εξηγούν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα εν λόγω πορίσματα, συνδέεται με την πορεία της πραγματικής οικονομίας και με την ανταγωνιστικότητα της χώρας στο μέλλον, ένα πεδίο στο οποίο επίσης υπάρχουν πάρα πολύ σημαντικές προκλήσεις.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αν εξαιρεθούν τα οφέλη του χαμηλού εργατικού κόστους και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας παραμένει το κλειδί, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξηγώντας ότι τα εύκολα σε όρους ανάπτυξης ουσιαστικά τελειώνουν. «Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει σημαντικά κέρδη ανταγωνιστικότητας κόστους την τελευταία δεκαετία» λέει αλλά αυτό οφείλεται σε σημαντικές μειώσεις μισθών (που έλαβαν χώρα τα χρόνια των μνημονίων) και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Μάλιστα προς το παρόν η εκτίμηση είναι ότι Η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει αυτά τα κέρδη, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται να αυξηθεί σύμφωνα με εκείνα των εμπορικών εταίρων (δηλαδή ε ένα σχετικά αργό ρυθμό με δεδομένη την υστέρηση που υπάρχει έναντι του μέσου όρου της ΕΕ). «Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας θα απαιτήσει σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας».
Ως παράδειγμα αναφέρει ότι το ελληνικό ΑΕΠ εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ανά ώρα εργασίας έφτανε το 2023 μόλις στο 57,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2023. «Αυτό υποδηλώνει ότι παρά την πρόσφατη πρόοδο, η χώρα διατηρεί ένα σημαντικό χάσμα παραγωγικότητας με την υπόλοιπη ΕΕ» το οποίο σταθμίζεται μόνο από το φθηνό εργατικό δυναμικό. Μόνο που η (αργή) μισθολογική σύγκλιση έχει πλέον θα αρχίσει να φθίνει και αυτό το «όπλο»..
Επιπλέον, οι ταξινομήσεις της Ελλάδας σε όρους ανταγωνιστικότητας διεθνώς «υποδηλώνουν ότι το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ» (Η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 49η θέση από την 64η προηγουμένως στον δείκτη του IMD.). Ως εκ τούτου, «θα χρειαστούν συνεχείς προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις. Αυτό θα αυξήσει περαιτέρω την παραγωγικότητα, θα ενισχύσει και θα βελτιώσει την εξαγωγική ικανότητα και θα μειώσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές», αναφέρεται.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πακέτο των εκτιμήσεων της θέτει και το θέμα των κινδύνων που ελλοχεύουν διεθνώς εξηγεί ότι προς το παρόν οι μακροοικονομικές προοπτικές παραμένουν θετικές, αλλά εν μέσω γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Στα σενάρια αναφέρει πως μια περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή ή ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας μπορεί να ασκήσει πίεση στις τιμές της ενέργειας, να οδηγήσει σε διαταραχές του εμπορίου και μαζί σε ύφεση του τουρισμού, με αποτέλεσμα την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου, τον υψηλότερο πληθωρισμό και την επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ.
Η αγορά εργασίας
Ένας άλλος – συνδεδεμένος – παράγοντας πιέσεων είναι «οι διαρθρωτικές προκλήσεις και οι αναδυόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού» που περιορίζουν τα περιθώρια περαιτέρω ισχυρής βελτίωσης στην αγορά εργασίας. Τα φορολογικά αντικίνητρα για εργασία, η έλλειψη κατάλληλης φροντίδας για τα παιδιά και ηλικιωμένους, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας (ειδικά οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων) εξακολουθούν να αποτελούν βασικά εμπόδια, αναφέρεται.
Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε χαμηλό 15ετίας αλλά τα ποσοστά ενεργοποίησης και απασχόλησης παραμένουν από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, ενώ το ποσοστό ανεργίας είναι από τα υψηλότερα. Το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας αυξήθηκε υποδεικνύοντας την εμφάνιση ευρύτερων ελλείψεων εργατικού δυναμικού που επιδεινώθηκαν από το «επίμονα χαμηλό ποσοστό ενεργοποίησης» και ήταν πιο έντονες στη μεταποίηση, στις κατασκευές, στη γεωργία, στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες καθώς και στις υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό.
Στο κόκκινο το εξωτερικό έλλειμμα
Δεν φρενάρει ο πληθωρισμός τροφίμων
Ειδική αναφορά γίνεται από την Κομισιόν και για την εξωτερική θέση της χώρας που βελτιώθηκε το 2023, αλλά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει πάνω από το προ-πανδημικό επίπεδο. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 4% στο 6,3% του ΑΕΠ, υποστηριζόμενο κυρίως όμως από τα αυξανόμενα έσοδα από τον τουρισμό και από την μείωση τιμών ενέργειας. Ωστόσο, το ισοζύγιο εισοδήματος επιδεινώθηκε κατά 1,8% του ΑΕΠ λόγω του αυξανόμενου κόστους της ενδοεταιρικής χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις αυστηρότερες παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες (οι καθαρές πληρωμές τόκων πολυεθνικών εταιρειών που σχετίζονται με ενδοεταιρικά δάνεια καταγράφονται στα έσοδα από επενδύσεις). Συνολικά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, φθάνοντας στο 5,3% το 2025.
Στο πεδίο του δημοσίου χρέους, μειώθηκε σημαντικά αλλά εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Ωστόσο, οι κίνδυνοι μετριάζονται αφού το πιο μεγάλο μέρος του εξωτερικού χρέους ειναι μακροχρόνιο και έχει σταθερά χαμηλά επιτόκια που κατέχουν οι επίσημοι πιστωτές της ΕΕ. Ο ρυθμός με τον οποίο συρρικνώνεται το εξωτερικό χρέος προβλέπεται να επιβραδυνθεί καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι βραδύτερη λόγω της χαλάρωσης του πληθωρισμού (αναμένεται να μειωθεί σε 136,4% και 132,2% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025 αντίστοιχα).
Πληθωρισμός
Οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να υποχωρήσουν μόνο σταδιακά βραχυπρόθεσμα λόγω του επίμονου πληθωρισμού των τροφίμων και της σταθερής αύξησης των μισθών εν μέσω αυξήσεων του κατώτατου μισθού , των αυξήσεων των μισθών στο δημόσιο τομέα και της σταδιακής σύσφιξης της αγοράς εργασίας. Οι τιμές καταναλωτή αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,8% το 2024 πριν υποχωρήσουν στο 2,1% το 2025. Ο πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα προβλέπεται να παραμείνει ελαφρώς υψηλότερος, στο 3,1% το 2024 και στο 2,2% το 2025. Οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται και να αυξάνονται 13,4% το 2023 λόγω της ιδιαίτερα ισχυρής εξωτερικής ζήτησης μετά την πανδημία. Οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών αναμένεται να επιβραδυνθούν χάρη στην ισχυρή κατασκευαστική δραστηριότητα, αλλά θα παραμείνουν σταθερές το 2024-2025.
Οι κίνδυνοι για την οικονομία
Τα καλά νέα είναι πως οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι εμφανίζονται σε γενικές γραμμές αμετάβλητοι. Αλλά, η Επιτροπή εξηγεί πως ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή είναι οι κύριες πηγές κινδύνων, καθώς και η πιθανότητα περαιτέρω φυσικών καταστροφών. Περαιτέρω κίνδυνοι εξακολουθούν να πηγάζουν από εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερο τις δικαστικές υποθέσεις κατά της ΕΤΑΔ.
Επιπλέον, με τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, αυξάνονται οι μισθολογικές πιέσεις στο δημόσιο τομέα, «γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω προσαρμογές στο μισθολογικό πλέγμα του δημόσιου τομέα» αναφέρει. Αλλά και η συνεχιζόμενη υποαπόδοση ορισμένων τιτλοποιημένων ΜΕΔ θα μπορούσε σταδιακά να αυξήσει τον κίνδυνο να ζητηθούν κρατικές εγγυήσεις.
Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση της συμμόρφωσης μέσω της ψηφιοποίησης των πληρωμών και των φορολογικών διαδικασιών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά έσοδα, εκτιμά η Επιτροπή (επιβεβαιώνοντας παράλληλα και την επιμονή στην διατήρηση της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής).
Στις τράπεζες ο επίμονος πληθωρισμός και τα υψηλότερα επιτόκια ενδέχεται να αποδυναμώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών και ως εκ τούτου να συνιστούν κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Ο πληθωρισμός διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσω του αυξημένου λειτουργικού κόστους. Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Αυτές οι προκλήσεις επιβαρύνουν ιδιαίτερα όσους έχουν δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, που έχουν δει τις μηνιαίες πληρωμές δανείων τους να αυξάνονται σημαντικά τα τελευταία 2 χρόνια. Ωστόσο, ο κίνδυνος μετριάζεται κάπως από τον εθελοντικό περιορισμό των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων καθώς και από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της υψηλότερης απασχόλησης και μισθών.
Αγκάθι τα φέσια προς ιδιώτες
Σε ιστορικό υψηλό τα χρέη νοσοκομείων
Το συνολικό απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης έχει αυξηθεί, αναφέρει η Επιτροπή. Αυξήθηκε από 541 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο του 2023 σε 880 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2024 (η Κομισιόν μετράει τις καθαρές ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς ιδιώτες, δηλαδή μόνο συτές που θεωρούνται άμεσα εισπράξιμες). Η αύξηση οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις καθυστερήσεις στα νοσοκομεία. Η απόκλιση από τον στόχο έφτασε τα 750 εκατ. ευρώ. Το απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών των νοσοκομείων αυξάνεται σταθερά και έφτασε τα 480 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2024, στο υψηλότερο επίπεδο μέχρι στιγμής, ενώ πλέον αντιπροσωπεύει σχεδόν το 55% των συνολικών οφειλών της γενικής κυβέρνησης. Η πλήρης εφαρμογή της μεταρρύθμισης της Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας θα μπορούσε ενδεχομένως να βοηθήσει στην επιτάχυνση των πληρωμών, καθώς θα γίνονται κεντρικά και όχι από κάθε νοσοκομείο. Ωστόσο, αυτή η ενέργεια από μόνη της μπορεί να μην είναι αρκετή, καθώς ο θετικός αντίκτυπος στις καθυστερήσεις δεν θα είναι άμεσος, αναφέρεται.
Οι εκκρεμείς συντάξεις έχουν ελαχιστοποιηθεί (από 18 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο 2023 σε 11 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2024). Ωστόσο, η εκκαθάριση των καθυστερούμενων εφάπαξ έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους δύο μήνες λόγω των υψηλότερων από το αναμενόμενο νέων αιτήσεων για συντάξεις (μειώθηκε κατά 6 εκατ. ευρώ σε 114 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο). Ο στόχος είναι πλέον να μηδενισθούν τα εφάπαξ που εκκρεμούν στο δημόσιο έως τον Ιούλιο και στον ιδιωτικό τομέα μέχρι το τέλος του έτους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ