Συμπεράσματα και επισημάνσεις – «SOS» για τη φορολόγηση και το δημόσιο χρέος από το Ινστιτούτο Εργασίας
Τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) είχε μακράν η Ελλάδα το 2023, παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ενα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας κατευθύνθηκε προς τις κατασκευές. Παράλληλα, παραπάνω από τις μισές Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν προς την αγορά κατοικίας και τον κλάδο της εστίασης και της παροχής καταλυμάτων.
Του Νάσου Χατζητσάκου
Τα δεδομένα αυτά καταγράφει η νέα ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ). Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, το έλλειμμα επενδύσεων σε κλάδους που προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε Ερευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγικότητας, αδύναμης παραγωγικής διάρθρωσης και υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης. Ενδεικτικό είναι ότι το 2023 το απόθεμα κεφαλαίου προϊόντων διανοητικής ιδιοκτησίας των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το χαμηλότερο σε όλη την Ε.Ε. Επίσης, η παραγωγική καινοτομία στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά.
Ενέργεια
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, η υποχώρηση των τιμών ενέργειας σε διεθνές επίπεδο επέτρεψε την προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παρ’ όλ’ αυτά, το 2023 η Ελλάδα παρουσίασε το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα σε όλη την Ε.Ε.
Σημαντικός παράγοντας αδυναμίας επίτευξης εξωτερικού πλεονάσματος είναι η αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα. Σε σχέση με την προ κρίσης χρέους περίοδο, η εξάρτηση αυτή έχει ενισχυθεί σημαντικά, υποδηλώνοντας την εξίσου σημαντική αποδυνάμωση του παραγωγικού συστήματος.
Το χρηματοοικονομικό ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα επιβαρύνουν η προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου και το διαχρονικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η κατάσταση αυτή καθίσταται μη βιώσιμη στον βαθμό που η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να βασίζεται στο έλλειμμα των νοικοκυριών και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις των επιχειρήσεων.
Η μετά Covid-19 εποχή
Το 2023, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, το δημοσιονομικό υποσύστημα της ελληνικής οικονομίας συνέχισε να καταγράφει σημάδια σταθεροποίησης μετά την πολύ σοβαρή επιδείνωση των βασικών του μεγεθών την περίοδο της πανδημίας. Το συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε πέρυσι στο -1,6% του ΑΕΠ (έναντι -2,5% του ΑΕΠ το 2022), ενώ το πρωτογενές ισοζύγιο στο 1,9% του ΑΕΠ (έναντι ισοσκελισμένου πρωτογενούς ισοζυγίου το 2022). Για φέτος εκτιμάται περαιτέρω βελτίωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών της οικονομίας, με το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης να διαμορφώνεται στο 1,2% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,3%.
Ενδεικτικό της αποσταθεροποιητικής δημοσιονομικής επίπτωσης της πανδημικής κρίσης είναι ότι συνολικά την περίοδο 2019-2023 οι πρωτογενείς δαπάνες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν κατά περίπου 21 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα, ενώ εμφανίζει με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους στην Ε.Ε., κατέγραψε και τις υψηλότερες δαπάνες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης μεταξύ των κρατών-μελών της. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι μόνο το 2022 το δημοσιονομικό κόστος των εν λόγω παρεμβάσεων υπερέβαινε αρκετά τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης για ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, καθώς και το αντίστοιχο ύψος ορισμένων βασικών κατηγοριών κοινωνικής δαπάνης (π.χ. ανεργία και οικογένεια και παιδιά).
Εσοδα από έμμεσους φόρους
Η Ελλάδα κατέγραψε το 2023 υψηλότερο επίπεδο δημόσιων εσόδων συγκριτικά με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Κυριότερη πηγή εισροής ρευστότητας της Γενικής Κυβέρνησης ήταν για ακόμα ένα έτος οι εισπράξεις από έμμεσους φόρους, με το ύψος τους να ανέρχεται στο 17,4% του ΑΕΠ, έναντι 12,5% στην ευρωζώνη.
Αντίθετα, σημαντική υστέρηση καταγράφει η Ελλάδα όσον αφορά τις εισπράξεις από άμεσους φόρους, το ύψος των οποίων το 2023 ανήλθε στο 10,6% του ΑΕΠ, έναντι 13,4% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη.
Για τον λόγο αυτό, στην έκθεση του ΙΝΕ επισημαίνεται ότι, «δεδομένων των ισχυρών δημοσιονομικών περιορισμών της οικονομίας αλλά και της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας του παραγωγικού της συστήματος, η ενίσχυση κρίσιμων για την κοινωνική συνοχή και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας δημόσιων δαπανών προϋποθέτει διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που θα στοχεύουν στη διατηρήσιμη αύξηση των δημόσιων εσόδων και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών».
Η διατηρήσιμη ενίσχυση των δημόσιων εσόδων μέσω της δίκαιης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ενδογενή χρηματοδότηση μιας σύγχρονης αναπτυξιακής – βιομηχανικής πολιτικής που θα απαντά στα χρόνια κλαδικά – παραγωγικά προβλήματα της οικονομίας, ενισχύοντας έτσι την ανθεκτικότητά της. Μια τέτοια πολιτική επιλογή θα αποτελούσε και μια μείζονα διαρθρωτική παρέμβαση, η οποία θα επέτρεπε τη μεταβολή του μείγματος της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής, ειδικά της σχέσης έμμεσων-άμεσων φόρων, καθώς και του όγκου και της κατανομής των άμεσων φόρων, ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και των μισθωτών, να αμβλυνθεί η εισοδηματική ανισότητα, να εμπεδωθεί ένα αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης και, εν τέλει, να διασφαλιστεί η δημοσιονομική φερεγγυότητα της οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Δημόσιο χρέος
Στην έκθεση του ΙΝΕ υπογραμμίζεται ότι η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του πληθωρισμού σε σχετικά υψηλά επίπεδα και την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος της Γενικής Κυβέρνησης, συνέβαλε στη σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, από 172,7% που ήταν το 2022, στο 161,9% το 2023.
Ωστόσο, παρά την πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση του ποσοστού του χρέους και βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος του Δημοσίου την περίοδο 2024-2025, ο βαθμός δημοσιονομικής φερεγγυότητας της οικονομίας παραμένει εύθραυστος και επιρρεπής σε μια σειρά από εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες. Σε αυτούς τους παράγοντες συγκαταλέγονται το υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο της χώρας, η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ο βαθμός παραγωγικής – αναπτυξιακής αξιοποίησης των πόρων του ΤΑΑ, οι ευρύτερες νομισματικές και δημοσιονομικές εξελίξεις σε επίπεδο Ε.Ε. και οι ραγδαίες μεταβολές στο τεχνο-οικονομικό υπόδειγμα της διεθνούς οικονομίας, τις οποίες προκαλούν, μεταξύ άλλων, η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ