Πώς θα λειτουργεί το πλαφόν 3%-3,2% στις δαπάνες
Ο φόβος και ο τρόμος των Μνημονίων, ο στόχος του καθαρού πρωτογενούς πλεονάσματος, ολοκλήρωσε την πορεία του και δίνει τη θέση του σε έναν νέο δείκτη-κλειδί, με τον οποίο θα επιτηρείται η ελληνική οικονομία για δεκαετίες: των καθαρών πρωτογενών δαπανών
Ο σχετικός πίνακας εστάλη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα στις 21 Ιουνίου και προβλέπει μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση καθαρών πρωτογενών δαπανών 3% το 2025 και έως 3,2% ετησίως για την περίοδο 2025-2028. Εχει ήδη αρχίσει η διαπραγμάτευση με την ελληνική πλευρά που θα οδηγήσει τον Σεπτέμβριο σε μια τελική «οροφή», που θα ενσωματωθεί στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028.
Θα κατατεθεί το φθινόπωρο στην Επιτροπή και θα είναι γραμμένο στην πέτρα. Δηλαδή, αλλαγές θα απαγορεύονται στους στόχους. Το καλό είναι ότι αυτή τη φορά τα μέτρα σύγκρισης που θα ληφθούν για να επιτευχθούν θα είναι εντελώς ελληνικής ιδιοκτησίας, δηλαδή θα μπορεί να κάνει ό,τι αλλαγές θέλει η κυβέρνηση στο μείγμα πολιτικής προκειμένου να πετύχει τον στόχο.
Η άλλη μεγάλη αλλαγή είναι πως ο εν λόγω πολυετής προϋπολογισμός δεν θα είναι μόνο δημοσιονομικός, αλλά θα περιλαμβάνει -όπως λέει και ο τίτλος του- και το πακέτο των μεταρρυθμίσεων της επόμενης πενταετίας, με την ενσωμάτωση των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και πρόσθετων παρεμβάσεων με βάση τις συστάσεις που έχουν γίνει από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα είναι, επίσης, γραμμένες στην πέτρα και θα είναι το σημείο «κλειδί» προκειμένου η κυβέρνηση, αν το επιθυμεί τα επόμενα χρόνια λόγω δυσκολιών που θα αντιμετωπίσει, να μπορέσει να ζητήσει τριετή παράταση προσαρμογής, δηλαδή να γίνει ο προϋπολογισμός 7ετής.
Το πλαφόν στις δαπάνες είναι εξατομικευμένο για κάθε κράτος-μέλος, γιατί και τα 27 κράτη-μέλη έλαβαν αντίστοιχο γράμμα. Το πρόβλημα είναι ότι η «λιτότητα» που ζητούν οι Βρυξέλλες είναι πιο ασφυκτική όσο τα χρέη αυξάνονται και η Ελλάδα, παρά τη μείωση του χρέους κατά 45% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να έχει το υψηλότερο ανά την Ευρωπαϊκή Ενωση χρέος, άρα και η λιτότητα που απαιτείται είναι επίσης η ισχυρότερη…
Γι’ αυτό, άλλωστε, και η κυβέρνηση έσπευσε μαζί με τη δημοσιοποίηση των νέων πολύ περιοριστικών στόχο να ξεκαθαρίσει ακόμα μια φορά πως δεν χωρούν άλλα μέτρα στήριξης το 2025, πέρα από το πακέτο των 880 εκατομμυρίων ευρώ έχει ήδη ανακοινωθεί και περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου, συγκεκριμένα:
– Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
– Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
– Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
– Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
– Την αύξηση των συντάξεων, η οποία, με βάση τον γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
– Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Η «θηλιά»
Ενα άλλο σημείο «κλειδί» είναι πως τελειώνει πια η συνηθισμένη όλα τα προηγούμενα χρόνια χρήση υπερεσόδων για νέα πακέτα στήριξης. Η ενεργοποίηση των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης των υπερβάσεων των εσόδων έναντι των στόχων για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών. Ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δημόσιων δαπανών οριοθετείται αυστηρά και η δυνατότητα χρηματοδότησης τυχόν αναγκαίων έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων κατά τη διάρκεια του έτους καθίσταται περιορισμένη. Αν υπάρξουν υπερέσοδα θα πρέπει να μείνουν ως κουμπαράς για… κακούς καιρούς.
Πώς λειτουργούν οι νέοι κανόνες
Το ΥΠΕΘΟ θα καταρτίσει μεσοπρόθεσμο σχέδιο τεσσάρων ή πέντε ετών, με το οποίο θα δεσμεύεται να ακολουθεί συγκεκριμένη δημοσιονομική πορεία, καθώς και να πραγματοποιεί δημόσιες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν από κοινού τη διαρκή και σταδιακή μείωση του χρέους και τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση. Επιπλέον, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα περιλαμβάνουν και δράσεις για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, σύμφωνα με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Δίνεται η δυνατότητα αναθεώρησης των σχεδίων πριν από τη λήξη τους, είτε σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής είτε όταν επέλθουν μεταβολές που καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή τους. Το ΥΠΕΘΟ θα υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις προόδου (θα αντικαταστήσουν τα τριετή προγράμματα σταθερότητας καθώς και τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων).
Σκοποί της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Στο τέλος της περιόδου προσαρμογής, ο λόγος του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα πρέπει να βρίσκεται σε μια ρεαλιστική και μόνιμη πτωτική πορεία, κάτι που θα τεκμηριώνεται και από την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική προσπάθεια θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε μετά την περίοδο προσαρμογής το χρέος να μειώνεται με ικανοποιητικό ρυθμό και η καθοδική του πορεία να μη διαταράσσεται όχι μόνο στο βασικό σενάριο, αλλά και σε μια σειρά δυσμενών σεναρίων.
Προβλέπονται δύο πρόσθετα κριτήρια. Ως χώρα με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνει το χρέος κατά 1% του ΑΕΠ κατ’ ελάχιστο κατά μέσο όρο ετησίως στη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής. Η ελάχιστη ετήσια δημοσιονομική προσπάθεια βελτίωσης του διαρθρωτικού ισοζυγίου ορίζεται σε 0,5% του ΑΕΠ. Το πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα ανέρχεται σε έως και 0,05% του ΑΕΠ και θα σωρεύεται κάθε έξι μήνες μέχρι τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων.
Το μεγάλο όφελος από τους νέους κανόνες είναι ένα για την Ελλάδα. Καταργείται η απαίτηση ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ πρέπει να μειώνεται ετησίως κατά το 1/20 της απόστασής του από την τιμή αναφοράς 60%.
Επίσης, η συμφωνία περιέχει ειδική πρόνοια για την Ελλάδα σχετικά με τους αναβαλλόμενους τόκους -περίπου 8% του ΑΕΠ του 2033 ή 27 δισ. ευρώ- που αφορούν μέρος του δανείου του EFSF. Εξασφαλίζεται ότι η ενσωμάτωση των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους όσον αφορά την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Τι σημαίνει ο κανόνας πρωτογενών δαπανών
Τι εξαιρείται
Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης γίνεται με έναν λειτουργικό κανόνα δαπανών. Ο κανόνας δαπανών θέτει ένα όριο στον ρυθμό μεταβολής των καθαρών πρωτογενών δαπανών.
Ως καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ορίζονται οι εθνικά χρηματοδοτούμενες δαπάνες, εξαιρουμένων των δαπανών για τόκους και των κυκλικών δαπανών που αφορούν τα επιδόματα ανεργίας, μείον τα διακριτικά (discretionary) δημοσιονομικά μέτρα στην πλευρά των εσόδων.
Σημειώνεται ακόμα ότι προβλέπεται η εξαίρεση των εθνικών δαπανών για τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ε.Ε., δημιουργώντας περισσότερα κίνητρα για δημόσιες επενδύσεις. Η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο ονομαστικό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δηλαδή, αν η κυβέρνηση αποδείξει ότι έχει μεγαλύτερη αναπτυξιακή δυναμική με βάση έργα και παρεμβάσεις που ήδη έχει εφαρμόσει, τότε μπορεί να αυξήσει αυτό το όριο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ