Φρένο στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας, αντιστάσεις στη μείωση του πληθωρισμού, μεγάλη έκθεση στο εξωτερικό ισοζύγιο
Τα επίσημα στοιχεία για την πραγματική οικονομία δείχνουν ανθεκτικότητα και καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τα πιο πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρία μέτωπα τα οποία πρέπει άμεσα ναι περιοριστούν: η ακρίβεια, που συνδέεται και με τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων, η στάσιμα πλέον χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα και τα «αγκάθια» στο πεδίο των εξαγωγών και της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας.
Οι παραπάνω αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, προκειμένου να θωρακιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί, αλλά και να διασφαλιστεί η ανάπτυξη, αποτελούν πλέον συστάσεις και της Κομισιόν, που πρέπει να εφαρμόσει η Ελλάδα αλλά και περιγράφονται αναλυτικά από την Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Το πιο μεγάλο μέτωπο είναι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. «Η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του γενικού πληθωρισμού και ιδιαίτερα του πληθωρισμού των ειδών διατροφής είναι βασική πρόκληση για την οικονομία» και προϋποθέτει ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, αναφέρει η ΤτΕ, εξηγώντας πως οι διαρκώς αυξανόμενες, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, τιμές των τροφίμων έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών, αφού τα τρόφιμα κατατάσσονται στα αγαθά πρώτης ανάγκης, με ιδιαίτερα χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης. Αλλά το χαμηλό εισόδημα περιορίζει την κατανάλωση, τη ζήτηση και άρα την ανάπτυξη.
Η ΤτΕ συστήνει βραχυπρόθεσμα να ενταθούν οι έλεγχοι των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων, ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση του ανταγωνισμού και, όπου χρειάζεται, να επιβληθούν οι κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις. Μεσοπρόθεσμα, απαιτείται η άρση των πάσης φύσεως εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών με κατάλληλες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, επισημαίνει.
Συνδέει το εν λόγω «αγκάθι» και με ένα άλλο μέτωπο: το 2023 το μερίδιο καθαρού κέρδους -που ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία-, το οποίο εκφράζει την απόδοση του επιχειρηματικού τομέα σε όρους λειτουργικών κερδών, υποχώρησε σε 35,4%, από 39,8% το 2022. Εντούτοις, παρέμεινε σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της προ της πανδημίας τριετίας 2017-2019 (28,1%).
Χαμηλή ανταγωνιστικότητα
Το δεύτερο μέτωπο συνδέεται με τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη Δημόσια Διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων, που οδηγούν σε χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει βελτίωση το 2024, αλλά το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. Ειδικότερα, η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα σε ορισμένους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης (π.χ. στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου) παραμένουν σε χειρότερο επίπεδο συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε.
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν πως η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη, το 2023 και στις αρχές του 2024 σημείωσε υποχώρηση, κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή, υπό την κοινή για τις περισσότερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ επίδραση της μεγάλης ανατίμησης του ευρώ. Συγκεκριμένα, η ανατίμηση της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ κατά 4,3% το 2023 οδήγησε σε σημαντική ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας.
Παράλληλα, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, πρόσφατες κατατάξεις υποδηλώνουν ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται, αλλά εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. H κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα το 2023, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020-2022, και βελτίωση το 2024.
Επίσης, η χώρα εξακολουθεί να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά. Επενδύσεις με υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο, αναφέρει η ΤτΕ, στον κλάδο των φαρμάκων και στις υπηρεσίες πληροφορικής δύνανται να δημιουργήσουν θετικές συνέργειες σε άλλους τομείς, συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Πρόοδος καταγράφεται, επίσης, συστηματικά και ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα, ως αποτέλεσμα της υλοποίησης των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα.
«Παρά όμως τις μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο, η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα σε ορισμένους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης (όπως στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου) παραμένουν σε χειρότερο επίπεδο συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε.
Η εξασφάλιση της πλήρους απορρόφησης των κατανεμημένων στην Ελλάδα κονδυλίων, με επιτάχυνση της υλοποίησης των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων, καθώς και μεταρρυθμίσεων και άλλων εμβληματικών επενδύσεων, αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη και κατ’ επέκταση στη διαρθρωτική της ανταγωνιστικότητα» επισημαίνεται.
ΔΕΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
«Αγκάθι» το εξωτερικό άνοιγμα της χώρας
Το τρίτο καμπανάκι της ΤτΕ είναι για το μεγάλο επενδυτικό κενό. Τo χαμηλό επίπεδο συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ε.Ε, αναφέρει. Από την κρίση δημόσιου χρέους και έπειτα οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (14,3%, έναντι 22,0% στην Ε.Ε. το 2023).
Με βάση πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για το 2023, οι πιο σημαντικοί παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τις χαμηλές επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν η αβεβαιότητα για το μέλλον, το υψηλό ενεργειακό κόστος, η μη διαθεσιμότητα εξειδικευμένου προσωπικού, οι υπερβολικοί ρυθμιστικοί κανόνες και το υψηλό κόστος εξωτερικής χρηματοδότησης.
H υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα θα ενθαρρύνει την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Τα κεφάλαια αυτά, εφόσον αφορούν ξένες άμεσες επενδύσεις και κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, θα μπορούν όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν την απόκλιση εγχώριων αποταμιεύσεων-επενδύσεων, αλλά και να βοηθήσουν στην αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής, με θετικές μεσομακροπρόθεσμες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ