Η Wood διατηρεί την εκτίμησή της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο 2,8% για φέτος, ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο υποβάθμισης αργότερα μέσα στο έτος. Παρακολουθεί στενά τα οικονομικά δεδομένα και τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες του 2023, οι οποίες έχουν πλήξει την οικονομική δραστηριότητα.
Παρά τις προκλήσεις, οι επενδύσεις, τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και ο ισχυρός τουριστικός τομέας αποτελούν τα θετικά σημεία της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, η αγορά εργασίας παραμένει υποτονική, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται δύσκολα και τους μισθούς να παραμένουν στάσιμοι στις περισσότερες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με ανάλυση της Wood, η Ελλάδα έχει εξέλθει από την παρατεταμένη οικονομική προσαρμογή που προκλήθηκε από τη δημοσιονομική κρίση του 2010. Το δυναμικό ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ υπολογίζεται κοντά στο 3% (2,8% φέτος, 3% το 2025), χάρη στους βελτιωμένους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα και τη σταθερή χρηματοοικονομική θέση του δημόσιου τομέα, που διατηρεί το κόστος δανεισμού σε μέτρια επίπεδα.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 20.920 ευρώ το 2023, σύμφωνα με τη Eurostat, αυξημένο κατά 7% σε σχέση με το 2022, αν και βέβαια εξακολουθεί να είναι 2% χαμηλότερο από αυτό που ήταν το 2009, όπως αναφέρει ο οίκος. Το ποσοστό φτώχειας διαμορφώθηκε στο 26,1% το 2023 και μειώνεται αργά, από το 32,4% το 2015. Το μερίδιο των εξαγωγών διαμορφώθηκε στο 38,1% το α’ τρίμηνο του 24 (σε πραγματικούς όρους) – κινείται υποτονικά τελευταία χρόνια, αλλά έχει βελτιωθεί αισθητά από 24% του ΑΕΠ το 2010, όπως επισημαίνει η Wood.
Το 2024, η οικονομία επωφελείται από την εκταμίευση των κεφαλαίων της ΕΕ, τις ραγδαίες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων και την ομαλοποίηση της πιστωτικής δραστηριότητας για τις εταιρείες., σημειώνει η Wood, αν και κατά την άποψή της παραμένει ένα έτος μετάβασης κατά κάποιο τρόπο.
Πρώτον, τα στοιχεία καταθέσεων δείχνουν ότι οι εταιρικές καταθέσεις αυξάνονται, αλλά με χαμηλό μονοψήφιο ρυθμό. Ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις είναι ζωηρός, αλλά ο δανεισμός προς τα νοικοκυριά εξακολουθεί να συρρικνώνεται, αν και λιγότερο έντονα απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Οι έρευνες των νοικοκυριών αναφέρουν υψηλό αντιληπτό και επίμονο πληθωρισμό, που συνεπάγεται περιορισμένη αγοραστική δύναμη, δεδομένου ότι η πλειονότητα των μισθολογικών συμβάσεων συνάπτεται χωρίς αύξηση μισθών, αφήνοντας τα νοικοκυριά με εισοδηματικά κέρδη που προέρχονται από υπερωρίες, πληρωμές μπόνους ή αλλαγές θέσεων εργασίας.
Επίσης, τα τελευταία οικονομικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η αγορά εργασίας είναι κάπως υποτονική, επισημαίνει η Wood. Η όρεξη για προσλήψεις μειώθηκε τον Ιούνιο, αν και το κλίμα του επιχειρηματικού τομέα βελτιώθηκε. Το ποσοστό ανεργίας δυσκολεύεται να μειωθεί περαιτέρω σε διατηρήσιμη βάση, πράγμα που σημαίνει ότι η αγορά εργασίας είναι ευνοϊκή, αλλά όχι ακόμη πραγματικά ισχυρή, κατά την άποψη του οίκου.
Σε ότι αφορά τον τομέα των ακινήτων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι μέσες τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 10,4% σε ετήσια βάση το α’ τρίμηνο, από 13,8% κατά μέσο όρο πέρυσι και 11,9% σε ετήσια βάση το 2022.
Παράλληλα, η τουριστική περίοδος φαίνεται να είναι ισχυρή: τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι από τις αρχές τους έτους οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 22% έως τον Απρίλιο σε σχέση με τον Ιανουάριο-Απρίλιο του 2023 και στοιχεία δείχνουν ότι επιταχύνεται περαιτέρω καθώς προχωρά το καλοκαίρι.
Την ίδια ώρα, οι αναφορές για πυρκαγιές έχουν επανέλθει φέτος. Πέρυσι, οι εκτεταμένες πυρκαγιές και μια σημαντική πλημμύρα τον Σεπτέμβριο επηρέασαν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και υπάρχει κάποιος κίνδυνος να συμβεί ξανά φέτος. Συνολικά, οι δείκτες των ερευνών έδειξαν ότι η οικονομία παρέμεινε στάσιμη στην αρχή του έτους, αλλά έκτοτε επιταχύνεται. Κατά την άποψη της Wood, η πρόβλεψη για 2,8% ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος που διατηρεί εδώ και μήνες και είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτήν τη συναίνεσης, έχει αρκετές πιθανότητες να υποβαθμιστεί κατά 0,5% και στο 2,3%. Ωστόσο, δεδομένου του πόσο σημαντικός είναι ο τουρισμός για την Ελλάδα, επιλέγει να περιμένει, για να παρακολουθήσει τα εισερχόμενα στοιχεία για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, πριν προσαρμόσει τις προβλέψεις της.