Στα όρια τους οι εργαζόμενοι, παλεύουν με την ακρίβεια, φόβοι για νέο κύμα brain drain – Εγρήγορση ζητεί ο Στουρνάρας για 200.000 κενές θέσεις σε γεωργία, κατασκευές και τουρισμό, πρέπει να βρεθούν φθηνά «χέρια» – Στο 60% της Ε.Ε. η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα, εμποδίζει αυξήσεις μισθών.
Σε μία αγορά εργασίας που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς λόγω των αλλαγών που έφεραν η πανδημία, η ακρίβεια αλλά και η αυξημένη ζήτηση για εργατικά «χέρια» στο εξωτερικό, μία νέα παγίδα «στήνεται», όπως προειδοποιούν όλο και πιο πολλές φωνές εντός αλλά και εκτός των τειχών. Νέο πόρισμα από την Κομισιόν για την ελληνική αγορά εργασίας προειδοποιεί πως δημιουργείται ένα νέο έλλειμμα, αυτή τη φορά στο εργατικό δυναμικό, που «υπονομεύει τη δυνατότητα της Ελλάδας να αυξήσει την οικονομική ανταγωνιστικότητά της».
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, η έλλειψη σε «χέρια» εργασίας συνδέεται με αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, χρόνια προβλήματα στην ποιότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά και με το εντεινόμενο μέτωπο του Δημογραφικού και την αδυναμία ένταξης «ευπαθών» ομάδων. Με την παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα να είναι χαμηλότερη από το 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. και τα μη μισθολογικά «βάρη» υψηλότατα, παρά τις μειώσεις εισφορών, ο επιχειρηματικός κόσμος λέει πως δεν μπορεί να αντέξει πιο μεγάλες αυξήσεις απολαβών.
Από την πλευρά τους, οι εργαζόμενοι δηλώνουν πως φτάνουν στα όριά τους. Και τούτο καθώς παλεύουν με την ακρίβεια και με κακές συνθήκες εργασίας, με τους ειδικούς να προειδοποιούν για νέο κύμα brain drain, καθώς η ζήτηση από την Ε.Ε. εντείνεται με μισθούς πολύ πιο ελκυστικούς: οι μέσες ετήσιες απολαβές δεν φτάνουν, παρά τις αυξήσεις, ούτε στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε. (μέσος μισθός στα 18.383 ευρώ, έναντι μόνο 9.983 ευρώ τον χρόνο στην Ελλάδα).
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που ήδη «χέρια» λείπουν από την αγορά, με τον κεντρικό τραπεζίτη να μιλά για 200.000 κενές θέσεις σε γεωργία, κατασκευές και τουρισμό, τονίζοντας και αυτός τη σημασία του φθηνού εργατικού δυναμικού και, άρα, του ρόλου των μεταναστών, για να μην υπάρξει -λόγω των πιέσεων για καλύτερες απολαβές- πληθωριστικό πλήγμα.
Στο άρθρο του για τα 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας στο περιοδικό της Βουλής, ο Γιάννης Στουρνάρας επαναφέρει το «πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας εάν δεν το αντιμετωπίσουμε γρήγορα», το οποίο έχει αναδείξει και στις εκθέσεις της ΤτΕ: η έλλειψη εργατικού δυναμικού. «Αυτή τη στιγμή μάς λείπουν 200.000 χέρια στις δραστηριότητες γύρω από τον τουρισμό, τον αγροτικό τομέα και την οικοδομή. Εάν δεν τα βρούμε άμεσα, θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα και στην οικονομία» εξηγεί. Στη δεκαετία του 1990, στη διαδικασία σύγκλισης, οι ξένοι εργάτες στον αγροτικό τομέα και στην οικοδομή ήταν αυτοί που κράτησαν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα χαμηλό, εξηγώντας πως διαφορετικά, σε καθεστώς μείωσης επιτοκίων, κινδυνεύει με υπερθέρμανση η οικονομία.
Το πόρισμα
Το καμπανάκι κτυπάει η Κομισιόν σε έκθεσή της για την Ελλάδα που πέρασε από την τελευταία υπουργική σύνοδο. Αναφέρει πως οι ελλείψεις εργατικού παρουσιάζουν άνοδο σε ορισμένους τομείς και οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων εξακολουθούν να συνιστούν πρόκληση, ενώ η ανάπτυξη δεξιοτήτων αποτελεί τομέα προτεραιότητας.
«Τομείς όπως η γεωργία, οι κατασκευές και ο τουρισμός αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την πλήρωση κενών θέσεων απασχόλησης για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών εργασίας και της δημογραφικής αλλαγή» αναφέρει. Εξηγεί πως «σε συνδυασμό με τις ευρύτερες δημογραφικές προκλήσεις, την περιορισμένη ένταξη διαφόρων ομάδων στην αγορά εργασίας και άλλα ζητήματα, η κατάσταση αυτή υπονομεύει, επίσης, τη δυνατότητα της Ελλάδας να αυξήσει την οικονομική ανταγωνιστικότητά της».
Εκτιμά πως οι επιπτώσεις διαχέονται σε όλη την οικονομία, που ακόμα αντιμετωπίζει προκλήσεις: το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2023 αντιστοιχούσε στο 66,2% του μέσου όρου της Ε.Ε. Επίσης, παρά τις βελτιώσεις, το επενδυτικό κενό επιμένει: 13,7 % του ΑΕΠ το 2022, έναντι 22,9 % στην Ε.Ε., ενώ περίπου το 10,6% του ενεργού πληθυσμού της Ελλάδας αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2022, έναντι 8,5 % στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η πτώση των επιδόσεων των μαθητών σε βασικές δεξιότητες έχει συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Αυτές οι συνολικές αρνητικές τάσεις αναδεικνύουν τις μακροχρόνιες προκλήσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Είναι ακόμα πιο σημαντικό εάν ληφθούν υπόψη οι σημαντικές αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην εκπαίδευση ενηλίκων (5,1% το 2022, έναντι 39,5% στην Ε.Ε.).
Τα στοιχεία που παραθέτει δείχνουν πως το ποσοστό κενών θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα αυξήθηκε, αλλά παρέμεινε κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,6%, έναντι 2,6% το γ’ τρίμηνο του 2023). Το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (3,7%, έναντι 9,5% στην Ε.Ε. το 2023), ενώ οι επιδόσεις των ατόμων ηλικίας 15 ετών σε βασικές δεξιότητες επιδεινώθηκαν απότομα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας του PISA του 2022. Εκτιμά πως η δημιουργία ατομικών λογαριασμών μάθησης και η αποτελεσματική εφαρμογή ενός συστήματος πρόβλεψης δεξιοτήτων (με χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών διάγνωσης της αγοράς εργασίας) μπορούν να βελτιώσουν την απασχολησιμότητα των ατόμων.
Δείτε ακόμη: Ποιες ειδικότητες αναζητούν οι εργοδότες
SOS για κοινωνική συνοχή
Τα εμπόδια στην αγορά εργασίας
Η Επιτροπή παραθέτει τους δείκτες αξιοπρεπούς εργασίας και οικονομικής ανάπτυξης: Συνεχίζουν να βελτιώνονται, αλλά εξακολούθησαν να είναι λιγότερο θετικοί απ’ όσο σε άλλα κράτη-μέλη το 2023. Γενικά, αναφέρει πως ναι μεν υπάρχουν θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες προκλήσεις για συγκεκριμένες ομάδες.
Το ποσοστό απασχόλησης συνέχισε την ανοδική τάση του (67,4% το 2023), αλλά εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. Παρότι το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,2% τον Μάρτιο του 2024 (το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009), παραμένει στη δεύτερη θέση στην Ε.Ε., μετά την Ισπανία.
Παρά το γεγονός ότι η μακροχρόνια ανεργία καταγράφει, επίσης μείωση, το ποσοστό συγκαταλέγεται στα υψηλότερα της Ε.Ε. (6,2% το 2023, έναντι 2,1% στην Ε.Ε.). Η μακροχρόνια ανεργία πλήττει ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα άτομα με αναπηρία (63,3% και 64,6%, αντίστοιχα, των μακροχρόνια ανέργων το 2022).
Εκτιμά πως τα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες θα μπορούσαν να βελτιωθούν, δεδομένου ότι το 8,7% των γυναικών ηλικίας 15-74 ετών είναι μακροχρόνια άνεργο και διαπιστώνεται πολύ μεγάλο χάσμα μεταξύ των φύλων ως προς την απασχόληση, το οποίο το 2023 ανήλθε σε 19,8 εκατοστιαίες μονάδες.
Παράλληλα, το δ’ τρίμηνο του 2023 η κατάσταση για τους νέους (15-29 ετών) εξακολουθούσε να είναι δύσκολη, δεδομένου ότι τα ποσοστά των άνεργων νέων (21,1%) και των νέων που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης (16,3%) ήταν σημαντικά υψηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους όρους της Ε.Ε. (11,4% και 11,2%).
Τα άτομα με αναπηρία εξακολουθούν επίσης να βρίσκονται αντιμέτωπα τόσο με εμπόδια ως προς την ένταξή τους στην αγορά εργασίας όσο και με προκλήσεις ως προς την πρόσβασή τους σε προγράμματα κατάρτισης.
Γενικότερα, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων προβολής και των στοχευμένων εξατομικευμένων υπηρεσιών ενεργοποίησης και κατάρτισης, ιδίως για τις ευάλωτες ομάδες, μεταξύ άλλων με την εξασφάλιση της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων και με τη διαρκή βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης και του συντονισμού τους με τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως αναφέρεται.
Σύσταση για επιδόματα
Η Επιτροπή προβαίνει και σε σύσταση: Η θέσπιση ενός συστήματος επιδομάτων σε εργαζομένους στην Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τα ποσοστά της μακροχρόνιας ανεργίας, να μειώσει τον κίνδυνο φτώχειας και να αυξήσει τα ποσοστά απασχόλησης για τις γυναίκες και τις ευάλωτες ομάδες. Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες επί του παρόντος είτε είναι μακροχρόνια άνεργες είτε δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά εργασίας.
Εξηγεί ότι η θέσπιση ενός στοχευμένου συστήματος επιδομάτων σε εργαζομένους χαμηλού εισοδήματος μπορεί να αυξήσει σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα κατά περίπου 60.000 και να εξασφαλίσει, έτσι, αύξηση της απασχόλησης κατά περισσότερο από 1%, μειώνοντας παράλληλα το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τον ενεργό πληθυσμό κατά 0,6%.
Σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες για την ενθάρρυνση της μερικής απασχόλησης και της πιο ευέλικτης απασχόλησης, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σε σημαντικό βαθμό τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, να βελτιώσει την ένταξη και να μειώσει τη φτώχεια μέσω της εισόδου περισσότερων νέων και γυναικών στην αγορά εργασίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ