Παρά τη συνεχιζόμενη πρόοδο της χώρας ως προς την προσέλκυση ΑΞΕ τα τελευταία χρόνια, πρέπει ακόμη να διανυθεί μεγάλη απόσταση για να καταστεί κορυφαίος προορισμός.
Η Ελλάδα θεωρείται ελκυστική ως προς την προσέλκυση Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) τα τελευταία χρόνια, ύστερα από την καθίζηση που προκάλεσε η οικονομική κρίση, αλλά… η απόσταση που έχει να καλύψει για να πλησιάσει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που θεωρούνται κορυφαίοι επενδυτικοί προορισμοί παραμένει τεράστια. Μάλιστα, πέρυσι, οι ΑΞΕ μειώθηκαν περίπου κατά 3 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2022.
Σύμφωνα με τη φετινή έρευνα «ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2024», η Ελλάδα προσέλκυσε 50 ΑΞΕ το 2023, έναντι 47 το 2022, με την αυξητική τάση των τελευταίων ετών να συνεχίζεται. Πρόκειται για την ισχυρότερη επίδοση της χώρας από το 2000, οπότε δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων, και μάλιστα σημειώθηκε σε μια χρονιά κατά την οποία οι επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 4%, με τη σωρευτική μείωση από το 2017 να φτάνει το 14%.
Χαρακτηριστικό είναι, ακόμα, το γεγονός ότι από τα 386 επενδυτικά έργα που κατέγραψε η βάση δεδομένων του European Investment Monitor (EIM) από το 2000, τα μισά (49%) πραγματοποιήθηκαν από το 2019 μέχρι σήμερα, ενώ αθροιστικά οι επενδύσεις των τελευταίων δύο και τριών ετών αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 25% και το 33% του συνόλου.
Ωστόσο, οι ροές ΑΞΕ προς την Ελλάδα άγγιξαν τα 4,6 δισ. ευρώ το 2023, παρουσιάζοντας σημαντική υποχώρηση σε σχέση με τα 7,5 δισ. ευρώ το 2022. Σύμφωνα με την ΤτΕ, αυτή η ανησυχητική μείωση σε όγκο κεφαλαίου, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, στα υψηλά επιτόκια, στο υψηλό ενεργειακό κόστος, στην περιορισμένη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, στις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στη στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η μεγάλη αύξηση των ΑΞΕ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2021-22 οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επιτάχυνση και την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, που είχαν καθυστερήσει λόγω της πανδημίας.
Οι προθέσεις
Σύμφωνα με την έρευνα, το 51% των ερωτώμενων στελεχών δήλωσε ότι η επιχείρησή του σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα στη διάρκεια του επόμενου χρόνου (πρόκειται, επίσης, για ιστορικό υψηλό της χώρας, σε έναν δείκτη που την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα, το 2019, βρισκόταν στο 30%).
Μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (με έσοδα πάνω από 1,5 δισ. ευρώ), το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο (65%), ενώ μεταξύ των εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων φτάνει το 70%. Τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων αυτών καλύπτουν, κυρίως, τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (66%), τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (55%), και την έρευνα και ανάπτυξη (51%). Το 62% των ερωτώμενων, από 60% πέρυσι και 47% το 2019, δήλωσε ότι έχει βελτιωθεί στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου η άποψή του για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή του θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.
Ωστόσο, η βελτίωση των επιδόσεων της χώρας σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελεί τη μία μόνο όψη του νομίσματος. Καθώς αρχίζει από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης, η Ελλάδα παραμένει στη μέση της λίστας, κατατασσόμενη στη 19η θέση μεταξύ των 45 χωρών της έρευνας.
Η πρόθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τις περισσότερες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα, με τη συμμετοχή της στο σύνολο των ΑΞΕ που ανακοινώθηκαν για την Ευρώπη το 2023 να μην ξεπερνά το 0,9%. Αντίστοιχα, ενώ πέρυσι το ποσοστό των ερωτώμενων που ανέμεναν βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας την επόμενη τριετία ήταν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, φέτος υστερεί σε σχέση με τη Γαλλία, την Πορτογαλία και το σύνολο της Ευρώπης.
Τα 250 κορυφαία στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα αξιολόγησαν την Ελλάδα με βάση μία σειρά από κριτήρια, που συνδέονται με τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ηλεκτρική ενέργεια, την τεχνολογία, το ανθρώπινο δυναμικό και τη φορολογία. Για τις τέσσερις από τις πέντε αυτές θεματικές ενότητες, η γενική εικόνα που προκύπτει για τη χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική, με περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους να αξιολογούν ως «καλές» ή «πολύ καλές» τις επιδόσεις σε όλες τις επιμέρους πτυχές κάθε ενότητας, και τον μέσο όρο των θετικών απαντήσεων να διαμορφώνεται μεταξύ 61% και 63%. Εξαίρεση αποτελεί η ενότητα της φορολογίας, για την οποία ο μέσος όρος των θετικών απαντήσεων διαμορφώνεται στο 53%.
Υστέρηση στον πρωτογενή τομέα
Ενα θετικό στοιχείο που επισημαίνεται είναι η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με σημαντικό ποσοστό, όμως, να κατευθύνεται όχι τόσο στον πρωτογενή τομέα, όσο σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, και σε τομείς όπως οι υπηρεσίες Πληροφορικής (με μειωμένο ποσοστό αναφορών 24%, από 40% πέρυσι), οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (16%), και οι μεταφορές και τα logistics (16%).
Συγκεκριμένα, οι καθαρές εισροές ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα εστιάζουν, κυρίως, στον τριτογενή τομέα. Με σημαντική διαφορά, ακολουθεί ο δευτερογενής, μια τάση παρόμοια με αυτή που παρατηρείται στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ειδικά την περίοδο 2012-23, οι ξένες επενδύσεις επικεντρώθηκαν στις υπηρεσίες (κυρίως χρηματοπιστωτικές/ασφαλιστικές δραστηριότητες, διαχείριση ακινήτων, δραστηριότητες αποθήκευσης και μεταφορών) που αντιπροσώπευαν το 70% των καθαρών εισροών ΑΞΕ. Ο δευτερογενής τομέας στο σύνολό του αποτέλεσε, αντίστοιχα, το 14% των συνολικών ροών κατά την περίοδο 2012-23, με το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον να παρουσιάζεται στα τρόφιμα, στα ποτά και στον καπνό, στα φαρμακευτικά προϊόντα και, σε μικρότερο βαθμό, στα ηλεκτρονικά προϊόντα και στους υπολογιστές, στα μηχανήματα, στον εξοπλισμό και στα χημικά.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΚΛΑΔΟΙ
Τα πρωτεία: Τουρισμός & Κτηματαγορά
Ο τουρισμός συνεχίζει να κρατά τα πρωτεία της αναπτυξιακής τροχιάς της ελληνικής οικονομίας, με έναν στους τέσσερις ερωτώμενους (24%) να τον αναφέρει ως τον βασικό πυλώνα ανάπτυξης και πάνω από έναν στους τρεις (37%) ως έναν από τους δύο σημαντικότερους.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το 2019 το ποσοστό συνολικών αναφορών για τον τουρισμό ήταν 69% και η μείωση αυτή, ενδεχομένως, δείχνει ότι το αναπτυξιακό αφήγημα της χώρας αλλάζει.
Ακολουθούν οι κλάδοι της υγείας, της ευεξίας και των φαρμακευτικών προϊόντων (12% ως πρώτη επιλογή και 22% συνολικά), και των logistics και καναλιών διανομής (9% και 22%, αντίστοιχα). Αρκετές αναφορές συγκέντρωσαν, επίσης, η ψηφιακή οικονομία, οι επαγγελματικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις, καθώς και η ενέργεια και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Ιδιαίτερα ενισχυμένο παρουσιάστηκε το επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για ακίνητα στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται από τον διπλασιασμό των ΑΞΕ στην Ελλάδα που κατευθύνθηκαν προς τη διαχείριση και την αγοραπωλησία ακινήτων το 2023, σε σχέση με το 2022, γεγονός που αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, στη συμβολή του προγράμματος «Golden Visa».
Στα ολοένα αυξανόμενης σημασίας κριτήρια που συνδέονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, το υψηλότερο ποσοστό θετικών αξιολογήσεων (73%) συγκέντρωσε η συγκριτικά υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Θετικά αξιολογούνται, επίσης, το οικοσύστημα καινοτόμων εταιριών καθαρής τεχνολογίας (cleantech) και βιώσιμης ανάπτυξης (68%) και η ύπαρξη ανθρώπινου δυναμικού με τις δεξιότητες που απαιτούνται για την υλοποίηση έργων βιώσιμης ανάπτυξης (67%). Κάπως λιγότερο θετικοί εμφανίζονται οι επενδυτές ως προς τη στάση των καταναλωτών απέναντι στη βιώσιμη ανάπτυξη (58%) και τις απαιτήσεις για αναφορές βιώσιμης ανάπτυξης (CSRD – 53%), για τις οποίες η ελληνική νομοθεσία δεν έχει ακόμη πλήρως ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές οδηγίες.
Τα «αγκάθια»
Παρά τη γενική αισιοδοξία (το 69%, από 67% πέρυσι, εκτιμά ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία), τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα καταγράφουν και τους βασικούς κινδύνους για την ελκυστικότητα της χώρας, όπως είναι τα υψηλά επιτόκια και οι περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες (44%), το ύψος του δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις του στη φορολογία (34%), και ο υψηλός πληθωρισμός (32%).
Η έρευνά της EU αναδεικνύει, ακόμα, ορισμένες πάγιες αδυναμίες της χώρας, όπως οι αργοί ρυθμοί απονομής της Δικαιοσύνης και η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας. Η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο προκρίνονται από το 28% του δείγματος ως βασικές προτεραιότητες, αν θέλει η Ελλάδα να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της, και ακολουθούν η μείωση της φορολογίας (27%) και η υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες κ.ά. (24%). Οι τρεις αυτές παράμετροι βρίσκονται σταθερά στην κορυφή της κατάταξης των προτεραιοτήτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Πρωτιά από τις ΗΠΑ, αύξηση επενδύσεων στην περιφέρεια
Με βάση τα στοιχεία του EY European Investment Monitor (ΕΙΜ), φαίνεται να διευρύνεται ο κύκλος των χωρών που έχουν θέσει την Ελλάδα στο στόχαστρο των επενδύσεων. Συνολικά, το 2023 η Ελλάδα προσέλκυσε επενδύσεις από 22 χώρες, έναντι 16 το 2022 και 12 το 2021. Οι ΗΠΑ παραμένουν στην πρώτη θέση, με το 28% του συνόλου των ΑΞΕ, έναντι 40% πέρυσι. Ψηλά στην κατάταξη βρίσκονται και το Ηνωμένο Βασίλειο (8%), η Ιταλία (8%), η Γερμανία (6%), το Βέλγιο (6%), όπως και οι Γαλλία, Ολλανδία, Ελβετία και Νορβηγία, με 4%.
Θετική εξέλιξη αποτελεί και η μεγαλύτερη διασπορά των επενδύσεων σε περιοχές της περιφέρειας. Η συμμετοχή της Αττικής μειώθηκε στο 60%, από 62% το 2022 και 70% το 2021. Το 18% των επενδύσεων, από 19% και 10% αντίστοιχα, κατευθύνθηκε στην Κεντρική Μακεδονία, συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, ενώ συνολικά άλλες οκτώ περιφέρειες (στις οποίες ξεχωρίζουν η Ανατολική Μακεδονία & Θράκη με 6% και η Δυτική Ελλάδα με 4%) προσέλκυσαν επενδυτικά έργα το 2023, έναντι τεσσάρων τα δύο προηγούμενα χρόνια.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ