Πρώτη φορά μείωση του επίπεδου δανεισμού των γαλλικών νοικοκυριών – Προβληματίζει η ενεργειακή μετάβαση
Ενώ τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού (26 Ιουλίου – 11 Αυγούστου), τα «σύννεφα» συνεχίζουν να συσσωρεύονται πάνω από τη γαλλική οικονομία, εν μέσω κλίματος πολιτικής αστάθειας, που έχει προξενήσει το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.
Προσπαθώντας να «σφίξει το ζωνάρι» στα δημοσιονομικά έξοδα, ο υπό παραίτηση Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire προκρίνει την επιβολή ανώτατου ορίου δαπανών για κάθε υπουργείο από την επόμενη χρονιά, ενώ τα spreads των γαλλικών ομολόγων «τραβούν την ανηφόρα» ξανά, ο δανεισμός των γαλλικών νοικοκυριών εμφανίζει μείωση πρώτη φορά τα τελευταία 25 χρόνια και τα ερωτήματα που προξενεί το κόστος της ενεργειακής μετάβασης παραμένουν ανοιχτά.
Με τον Εμανουέλ Μακρόν να έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ασχοληθεί με τον ορισμό νέου πρωθυπουργού σίγουρα μέχρι το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο υπό παραίτηση Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire αναμένεται έως τις 15 Αυγούστου να προτείνει ανώτατα όρια δαπανών για κάθε υπουργείο το 2025.
Σύμφωνα με το γρ. ΕΟΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να μειώσει περαιτέρω τις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού, που φέτος ήδη έχουν μειωθεί στα 492 δισ. ευρώ, από 496 δισ. πέρυσι, διατηρώντας παράλληλα τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Γαλλίας, δηλαδή μείωση των κρατικών δαπανών για να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ έως το 2027 – δίχως αύξηση των φόρων.
Αν και η έλλειψη πλειοψηφίας μετά τις βουλευτικές εκλογές και η επακόλουθη παραίτηση της κυβέρνησης περιορίζουν τον υπουργό Οικονομικών στη διαχείριση τρεχουσών υποθέσεων, μπορεί να προταθεί στον επόμενο Γάλλο πρωθυπουργό ανώτατα όρια δαπανών ανά υπουργείο, που θα επιτρέψουν τη συνέχιση της μείωσης των κρατικών δαπανών το 2025.
Πέρα από τη μείωση των δαπανών, μία άλλη επιλογή θα ήταν να μειωθούν οι δαπάνες, αλλά όχι σε τόσο μεγάλη κλίμακα, ή να αυξηθούν τα έσοδα. Εντούτοις, οι δύο τελευταίες επιλογές δεν φαίνονται να είναι οι καλύτερες. Αλλωστε, η τροχιά που περιγράφεται στο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης (PSTAB) απαιτεί ήδη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι νέοι ευρωπαϊκοί κανόνες τους οποίους η Γαλλία συμφώνησε με τους εταίρους της προϋποθέτουν μείωση του γαλλικού διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 1,2 μονάδες του ΑΕΠ ετησίως έως το 2027. Οσο για την εναλλακτική πρόταση που υπερασπίζεται η αριστερά συμμαχία, δηλαδή αύξηση των δαπανών και των φόρων, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών έχει δηλώσει ήδη ότι είναι «αυτοκτονική» και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Γαλλίας, αφού αναμένεται να επιβαρύνει τους εργαζομένους, τα μεσαία στρώματα και τους μικροσυνταξιούχους.
Στο ναδίρ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη – στα ύψη τα spreads
Η επανεκλογή την προηγούμενη εβδομάδα της Yaël Braun-Pivet, που προέρχεται από το κόμμα του Γάλλου προέδρου Εmmanuel Macron, ως προέδρου της Εθνοσυνέλευσης, αποτέλεσε ένδειξη σχετικής σταθερότητας και καθησύχασε τις αγορές αναφορικά με την ισορροπία δυνάμεων στη γαλλική Βουλή. Ετσι, η Γαλλία προέβη με επιτυχία στο πρώτο -μετά τις βουλευτικές εκλογές- πραγματικό τεστ έκδοσης κρατικών ομολόγων, ύψους 11,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι προσφορές υπερκάλυψαν το υπό έκδοση ομολογιακό δάνειο κατά 2,5 φορές, όπως δηλαδή περίπου και στις προηγούμενες εκδόσεις.
Ωστόσο, η αγορά φαίνεται να θορυβήθηκε ιδιαίτερα από το μανιφέστο της συμμαχίας του Νέου Λαϊκού Μετώπου, το οποίο υποσχέθηκε τεράστιες αυξήσεις στη φορολογία και στις δημόσιες δαπάνες, σε συνδυασμό με πάγωμα των τιμών και απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού της χώρας.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Insee (Institut national de la statistique et des études économiques), το επιχειρηματικό κλίμα τον Ιούλιο 2024 υποχώρησε κατά 5 μονάδες, αγγίζοντας στη σχετική κλίμακα το 94, δηλαδή το χαμηλότερο σχετικό επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021, όταν η κρίση του Covid-19 βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ειδικότερα, στη βιομηχανία ο δείκτης INSEE κατέρρευσε κατά 5 μονάδες. Πλέον βρίσκεται στους 95, όπως και στις υπηρεσίες, στις οποίες χάνει 4 βαθμούς. Και στους δύο ανωτέρω τομείς οι ηγέτες των επιχειρήσεων βλέπουν τις επιχειρηματικές τους προοπτικές να αυξάνονται. Το λιανικό εμπόριο δεν απέφυγε, επίσης, τη μείωση (-4 μονάδες) και μόνο ο τομέας των κατασκευών ανθίσταται, με πτώση μόλις 1 πόντο.
Οι ανησυχίες αυτές οδήγησαν και σε νέο «ράλι ανόδου» των spreads των γαλλικών ομολόγων, που έφτασαν τις 71 μονάδες βάσης την προηγούμενη εβδομάδα, το μεγαλύτερο από τις αρχές Ιουλίου, ύστερα από μια περίοδο σταθεροποίησης, στις 63 μονάδες βάσης, που είχε ακολουθήσει την κορυφή των 86 μονάδων βάσης που είχε επιτευχθεί μετά την απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την πολιτική αστάθεια του τελευταίου διμήνου, η γαλλική οικονομία φαινόταν να βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Στην οικονομική έκθεσή του INSEE που δημοσιεύθηκε στις 9 Ιουλίου αναμενόταν αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1%, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες να εκτιμάτο ότι θα εξασφάλιζαν μια σταθερή ανάκαμψη της ανάπτυξης το τρίτο τρίμηνο (+0,5%), ενώ θα δημιουργούνταν 55.000 νέες θέσεις εργασίας το δεύτερο εξάμηνο του έτους και ο πληθωρισμός θα μειωνόταν δραστικά.
Ο πρόεδρος του γαλλικού ΣΕΒ (Medef) Πάτρικ Μάρτιν παραμένει αισιόδοξος ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έχουν «θετικό» αντίκτυπο στην οικονομία της Γαλλίας, δηλώνοντας πεπεισμένος ότι «η αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,3-0,4% που θα έπρεπε να δημιουργηθεί από το τρίτο τρίμηνο θα επαληθευτεί». Δεν έκρυψε, ωστόσο, ότι η οικονομική ώθηση που αναμένεται από τους Αγώνες προς το παρόν «δεν είναι εμφανής στα νούμερα». «Τα σχόλια που έχουμε από τους ξενοδόχους του Ile-de-France (…) δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που ελπίζαμε» παραδέχτηκε ο πρόεδρος της Medef, προτού σημειώσει επίσης πτώση της δραστηριότητας, σε σύγκριση με το 2023, σε «καφετιέρες και εστιατόρια».
41% μείωση του δανεισμού των γαλλικών νοικοκυριών
Το ανήσυχο οικονομικό κλίμα αποτυπώνεται και στο επίπεδο δανεισμού των γαλλικών νοικοκυριών, που μειώθηκε πρώτη φορά έπειτα από 25 χρόνια. Συγκεκριμένα, το 2023 τα στεγαστικά δάνεια υποχώρησαν κατά 41%, φθάνοντας τα 152 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μέσο δάνειο για τα γαλλικά νοικοκυριά το 2023 ανήλθε σε περίπου 196.800 ευρώ (-6,3 σε σχέση με το περασμένο έτος), έχει διάρκεια 22,3 έτη, ενώ μόνο το ποσοστό χρηματοδότησης ανέρχεται σε 30,8%.
Αν και ο δανεισμός των Γάλλων διατηρείται σε ένα υψηλό επίπεδο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η μείωση του μέσου ύψους των στεγαστικών δανείων σε συνδυασμό με τη σταθερότητα της μέσης διάρκειας συνεπάγεται μία αρκετά σημαντική μείωση του ύψους του δανεισμού των γαλλικών νοικοκυριών, παρότι ο εν λόγω δείκτης δεν περιλαμβάνει τη δαπάνη αποπληρωμής των τόκων του δανείου.
«Ζόρικη» η βιομηχανική μετάβαση στην καθαρή ενέργεια
Την ίδια στιγμή, προβληματισμός γεννάται για τον τρόπο επίτευξης του στόχου της μείωση των εκπομπών κατά 45% μέχρι το 2030, στον ορίζοντα της επίτευξης της ανθρακικής ουδετερότητας ως το 2050, τη στιγμή που η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το περίπου 1/5 (17,5%) των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη Γαλλία, δηλαδή τον τρίτο κατά σειρά τομέα μετά τις μεταφορές και τη γεωργία.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις 50 πιο ρυπογόνες βιομηχανικές ζώνες, εκτός διυλιστηρίων, που αφορούν ιδίως χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία και χημικές βιομηχανίες, αυτές αντιπροσωπεύουν το 7,3% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η χώρα είναι σε θετική τροχιά, εφόσον καταγράφεται ήδη μία μεγάλη μείωση 7,8% των εκπομπών βιομηχανικής προέλευσης ανάμεσα στο 2022 και το 2023.
Ωστόσο, σύμφωνα με άλλους αναλυτές, η μείωση αυτή είναι απατηλή, καθώς βασίζεται κατά το ήμισυ στη μείωση της παραγωγής βιομηχανίας τσιμεντοβιομηχανίας και της χαλυβουργίας, τομείς που υπέστησαν μεγάλο κόστος από την ενεργειακή κρίση, την επιβράδυνση που παρατηρήθηκε στον κατασκευαστικό τομέα και τον ανταγωνισμό από Κίνα και Ινδία.
Η κυρίαρχη τάση των Αρχών και πολλών βιομηχανικών φορέων είναι η στόχευση στις τεχνολογικές λεγόμενες λύσεις, όπως η προσφυγή στη βιομάζα ή στο υδρογόνο, ενώ, αντίθετα, σύμφωνα με την ένωση Δίκτυο Κλιματικής Δράσης (Réseau Action Climat-RAC), απαραίτητες για την απεξάρτηση από τον άνθρακα είναι η κυκλική οικονομία και η εγκράτεια στην κατανάλωση ενεργειακών πόρων.
Ο εξορθολογισμός της κατανάλωσης και η μείωση ορισμένων γραμμών παραγωγής παραμένουν, ωστόσο, αδιανόητες επιλογές για επιχειρήσεις που αναζητούν νέες αγορές και αύξηση της παραγωγικότητας. Η βιομηχανία προκρίνει κατά κανόνα τη δέσμευση και την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα (CCS) και, στην ίδια κατεύθυνση, το υπουργείο Βιομηχανίας δημοσίευσε μία εκδήλωση ενδιαφέροντος στις 4 Ιουλίου για την παρούσα κατάσταση και τις προοπτικές ανάπτυξης εγκαταστάσεων και εξοπλισμού τεχνολογίας CCS στη Γαλλία.
Σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς επικριτές αυτής της πολιτικής, η δέσμευση του διοξειδίου είναι μία αυταπάτη αμφίβολης αποτελεσματικότητας και το πραγματικό κόστος της απεξάρτησης της γαλλικής οικονομίας από τον άνθρακα αποτιμάται σε 48 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2050, ήτοι 27 δισεκατομμύρια περισσότερα από τις προβλεπόμενες επενδύσεις. Επίσης, υποστηρίζουν ότι 20 εκατομμύρια εξ αυτών θα πρέπει να χορηγηθούν υπό μορφή κρατικών επιχορηγήσεων με «πράσινα» κριτήρια, που θα πρέπει να συνοδεύονται από αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους και κυρώσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ