Στη Φρανκφούρτη δεν είναι σε θέση σε τόσο κρίσιμες συνθήκες να σχεδιάσουν την αναγκαία για την ευρωπαϊκή οικονομία νομισματική πολιτική ούτε μέχρι τον Σεπτέμβριο. Οπότε, σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ…
Του Μιχαήλ Γελαντάλι
Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ αλλάζουν την ατζέντα και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, τα μέλη της οποίας συνεδρίασαν στις 30 και 31 Ιουλίου. Αίφνης, οι αναλυτές «ανακαλύπτουν» τώρα το ενδεχόμενο η Fed να προχωρήσει σε δύο μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2024 – μάλιστα, ορισμένοι εξ αυτών έναν μήνα νωρίτερα αναφέρονταν ακόμα και σε αύξηση, «δείχνοντας» τη συνεδρίαση του Νοεμβρίου. Στις 6 και 7 η FOMC, αμέσως μετά τις προεδρικές της 5ης Νοεμβρίου, ή ακόμη και τον Σεπτέμβριο, στις 17-18 του μηνός. Είναι δυνατόν να πέφτουν τόσο έξω έγκριτοι οικονομολόγοι – αναλυτές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Τι έχει αλλάξει;
Αλλά ας επιχειρήσουμε να δούμε λίγο ευρύτερα τη μεγάλη εικόνα, που συμπεριλαμβάνει τα καθ’ ημάς, δηλαδή την ΕΚΤ και την κατάσταση στην ευρωπαϊκή οικονομία/επιχειρηματικότητα. Η συνεδρίαση της ΕΚΤ πραγματοποιήθηκε πριν από την απόσυρση Μπάιντεν, η ρητορική της επικεφαλής ήταν βασισμένη σε άλλες υποθέσεις εργασίας/εναλλακτικές, που πρακτικά σημαίνει ότι και η Λαγκάρντ πρέπει να αναθεωρήσει την τακτική της.
Πρόσφατα, το Bloomberg δημοσιοποίησε πληροφορίες που φέρουν την ΕΚΤ να αναβάλλει τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων για την -αρνητική- κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σε ένα μεγάλο μέρος των μοχλευμένων δανείων του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Τι αποκάλυψε το έγκριτο μέσο; Τα αποτελέσματα έρευνας που αναδεικνύει πως οι τράπεζες έχουν ένα ανησυχητικά μεγάλο κομμάτι του χαρτοφυλακίου δανείων τους που κινείται ή είναι ήδη σε «κιτρινοκόκκινη» κατάσταση. Πρόκειται για την κατηγορία μοχλευμένων δανείων που καταλήγουν στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και ανοίγματα (NPEs).
H πληροφορία του Bloomberg δεν διαψεύσθηκε, ούτε επιβεβαιώθηκε, από την ΕΚΤ, αλλά υπήρξαν διευκρινίσεις πως οι τράπεζες αντέδρασαν στην επικείμενη δημοσίευση, υποστηρίζοντας ότι η έρευνα έχει γίνει με όρους που δεν συνάδουν με το αντικείμενό της. Αυτά στη Φρανκφούρτη, καθώς στις Βρυξέλλες κύριο μέλημα των αρμοδίων ήταν πώς θα επανεκλεγεί η Λεπέν (sic), ενισχύοντας τις αιτιάσεις νουνεχών οικονομολόγων πως στην Κομισιόν ή δεν γνωρίζουν τι έρχεται ή δεν θέλουν να δουν…
ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Ομως, το πρόβλημα είναι ότι οι απότομες ανατροπές στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ από το παρατεταμένο μηδενικό ή και αρνητικό ονομαστικό (επιτοκιακό) κόστος του χρήματος, στην απότομη αύξησή του και την παραμονή του μέχρι σήμερα εκεί, σε συνθήκες στις οποίες συρρικνώνεται δραστικά η διαθέσιμη ρευστότητα μέσω της απόσυρσης των προγραμμάτων APP, PEPP και TLTROs, έχουν μειώσει δραστικά -σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό- την ικανότητα της οικονομικής δραστηριότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών να ανταποκρίνονται στη δανειακή στήριξη που είχαν την περίοδο της πανδημίας και πριν από αυτή.
Η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μ.β. πέραν του ότι είχε ήδη προεξοφληθεί, δεν άλλαξε στο παραμικρό την κατάσταση. Και είναι αμφίβολο αν άλλες δύο ισόποσες (δηλαδή αθροιστικά 50 μ.β.) θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, από τη στιγμή που ο δανεισμός που είχε γίνει με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια χρειάζεται σήμερα πάνω από 4 επιτοκιακές μονάδες για να αναχρηματοδοτηθεί στην αγορά χρήματος.
Η σιωπηρή αναβολή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων δεν λύνει, βέβαια, το πρόβλημα των τραπεζών. Απλώς αναβάλλει την ανάδειξή του, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνει διαχειρίσιμη, παρά μόνο με την εκτόνωση της έντασης στην πηγή της, ήτοι στη διαθεσιμότητα και στο κόστος της ρευστότητας στο σύστημα.
Το πρόβλημα για την ΕΚΤ θα μπορούσε να λάβει εκρηκτική διάσταση σε περίπτωση που εκλεγεί ο Τραμπ. Το γιατί δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση: ένα «φθηνότερο» δολάριο μοιάζει δύσκολο να επιτευχθεί μόνο με αμερικάνικη δράση, καθώς όλα τα υπόλοιπα μέτρα που ετοιμάζει ο Τραμπ οδηγούν, όπως εξηγούν οι αναλυτές του Bloomberg, σε ισχυρότερο και όχι φθηνότερο δολάριο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, φθηνότερο δολάριο σημαίνει ακριβότερο ευρώ σε σχέση με το σήμερα. Και εδώ… κολλάει το «όλα είναι ανοιχτά» για τον Σεπτέμβριο, που είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ. Πρακτικά, στη Φρανκφούρτη δεν είναι σε θέση σε τόσο κρίσιμες συνθήκες να σχεδιάσουν την αναγκαία για την ευρωπαϊκή οικονομία νομισματική πολιτική ούτε μέχρι τον Σεπτέμβριο. Οπότε, σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ και στο ενδεχόμενο -πλέον- οι της Fed να αλλάξουν ρότα κατά 180°.
ΤΑ ΨΗΦΙΑΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
…και η περίπτωση CrowdStrike
Μία λανθασμένη ενημέρωση λογισμικού από την CrowdStrike ήταν αρκετή για να προκληθεί το μέτριας έκτασης blackout, παραλύοντας διεθνείς μεταφορές και συστήματα επικοινωνίας. Το πρόβλημα έμεινε στα «πρωτοσέλιδα» για λιγότερο από 24ώρες, καθώς επισκιάστηκε από την ανακοίνωση της απόσυρσης Μπάιντεν, πλην όμως το ερώτημα είχε τεθεί μόλις μία ημέρα πριν από τους Bofinger και Nagel. Συνεργάτης της ΕΚΤ για τα ψηφιακά νομίσματα ο πρώτος, επικεφαλής της Bundesbank ο δεύτερος, αμφότεροι εξέταζαν τις δυνατότητες και τους κίνδυνους εισαγωγής του «ψηφιακού ευρώ» στο χρηματοπιστωτικό/νομισματικό σύστημα.
Τι ανέδειξε ο επικεφαλής της Bundesbank (και επικρατέστερος να διαδεχθεί τη Λαγκάρντ σε περίπτωση που η Γαλλίδα «υποχρεωθεί» να αναλάβει ρόλο αλά Ντράγκι στο Παρίσι…); Το πόσο σημαντικές είναι η προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας και η ευρωπαϊκή κυριαρχία. Και εξήγησε ότι αυτό αφορά ειδικά «την ειδική προστασία των πολιτών στις ψηφιακές πληρωμές που θα παρέχει το ψηφιακό ευρώ και τις πολύ υψηλές απαιτήσεις προστασίας δεδομένων…».
Η ουσία που τίθεται από τον Γερμανό; Ποιες θα μπορούσε να είναι οι συνέπειες από ένα μέτριας έντασης blackout στο νομισματικό/χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνδυαστικά με τη… θηριώδη ανάπτυξη Α.Ι. εφαρμογών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ