Τον Ιούνιο το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών ήταν στα 2,45 δισ. ευρώ και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών στα 3,19 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα ένα συνολικά θετικό αποτέλεσμα στο εξωτερικό ισοζύγιο (μαζί με τις άλλες ροές) 270 εκατ. ευρώ.
Τα καμπανάκια από θεσμικούς παράγοντες -όπως η Τράπεζα της Ελλάδος- για την ανάγκη να στηριχθεί περισσότερο η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, ούτως ώστε να διασφαλιστεί μία αυξημένη ροή άμεσων ξένων επενδύσεων που θα τονώσει και την αγορά αλλά και την εξαγωγική προσπάθεια της χώρας, έχουν ακουστεί εδώ και πολύ καιρό. Και τούτο καθώς, παρά την πρόοδο που υπάρχει τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τη μνημονιακή περίοδο σε όρους αύξησης επενδύσεων και εξαγωγών, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται καθίζηση, η οποία επιβεβαιώθηκε και από τα στοιχεία που βγήκαν στη δημοσιότητα.
Είναι πλέον φανερό πως στο 6μηνο του 2024 υπάρχει πίεση όχι μόνο στο κομμάτι των άμεσων ξένων επενδύσεων (που δεν μπορούν να προσεγγίσουν ξανά το ιστορικό υψηλό του 2022 των 8 δισ. ευρώ, έστω και με «δεκανίκι» την αγορά ακινήτων και όχι παραγωγικές επενδύσεις ή άλλες εξαγορές), αλλά και στο πεδίο των εξαγωγών, που δέχονται πιέσεις.
Ο άσος στο μανίκι της ελληνικής οικονομίας για το φετινό καλοκαίρι είναι ο τουρισμός, καθώς τα μηνιαία στοιχεία για τον Ιούνιο δείχνουν ότι πρώτη φορά ξεπέρασε σε αξία η τουριστική επίδοση αυτή των εξαγωγών της χώρας (3,11 δισ. ευρώ εισπράξεις τον Ιούνιο, έναντι 3 δισ. ευρώ εσόδων μέσω των εξαγωγών). Και έτσι έκλεισε την «τρύπα» στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Τον Ιούνιο το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών ήταν στα 2,45 δισ. ευρώ και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών στα 3,19 δισ. ευρώ, με ένα συνολικά θετικό αποτέλεσμα στο εξωτερικό ισοζύγιο (μαζί με τις άλλες ροές) 270 εκατ. ευρώ. Η ΤτΕ εξηγεί πως οι καθαρές εισπράξεις από την παροχή ταξιδιωτικών υπηρεσιών υπεραντιστάθμισαν κατά 115,6% το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και συνέβαλαν κατά 89,7% στο σύνολο των καθαρών εισπράξεων από υπηρεσίες.
Ετσι, με δεδομένα τα καλά μηνύματα για το επόμενο δίμηνο στο τουριστικό πεδίο, η «παρτίδα» πρόσκαιρα σώζεται. Γιατί ο τουρισμός δεν αποτελεί λύση για τις εξωτερικές επιδόσεις της χώρας, τουλάχιστον όχι ιδιαίτερα, τους χειμερινούς μήνες. Αυτό, άλλωστε, δείχνουν και οι επιδόσεις συνολικά του 1ου εξαμήνου.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
Το πρώτο εξάμηνο του 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 8,8 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των εξαγωγών και της αύξησης των εισαγωγών. Το έλλειμμα διαμορφώθηκε στα 17,5 δισ. ευρώ φέτος, έναντι 15,4 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, ενώ πιο υψηλό ήταν το 2022, στα 18,8 δισ. ευρώ.
Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν μείωση κατά 4,4%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατέγραψαν αύξηση κατά 4% (7,3% και 4,4% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα). Σε αξία, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία διαμορφώθηκαν φέτος στα 17,6 δισεκατομμύρια ευρώ το πρώτο εξάμηνο, έναντι 18,4 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2023 και 17,55 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022. Οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν στα 31,298 δισ. ευρώ, έναντι 30,14 δισ. ευρώ το 2023 και 30,94 δισ. ευρώ το 2022.
ΑΞΕ – Γιατί μένουν στάσιμοι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας
Τη σημασία των άμεσων ξένων επενδύσεων για να βελτιωθεί η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία σημειώνει η ΤτΕ στην έκθεσή της. Εξηγεί πως στον βαθμό που τα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία σε υλικό και άυλο κεφάλαιο (π.χ. ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσια περιουσία κ.λπ.) αποτελούν ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες και προσφέρουν καλές αποδόσεις, η χρηματοδότηση της οικονομίας από το εξωτερικό θα συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Ωστόσο, οι επενδύσεις… δεν έρχονται. Η ΤτΕ έχει επισημάνει πως η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σημείωσε υποχώρηση το 2023 και στις αρχές του 2024, κυρίως ως προς τις σχετικές τιμές καταναλωτή. Επηρεάστηκε αρνητικά και από την ανατίμηση του ευρώ, ενώ το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι λιγότερο ελκυστικό απ’ όσο στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), κυρίως λόγω των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της λειτουργίας του κράτους και του ψηφιακού μετασχηματισμού, αλλά και λόγω καθυστερήσεων στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.
Συνδέει άρρηκτα με το παραπάνω πλαίσιο το γεγονός πως οι ξένες άμεσες επενδύσεις υποχώρησαν. Συστήνει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Τα στοιχεία δείχνουν πως οι ξένες άμεσες επενδύσεις υποχώρησαν και το 2024, αν και παρέμειναν στα μέσα επίπεδα της περιόδου 2019-2021. Το πρώτο 6μηνο καταγράφηκαν εισροές ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες είναι χαμηλότερες από την περσινή επίδοση των 2,43 δισ. ευρώ και, βεβαίως, πολύ χαμηλότερες από την επίδοση του 2022, όταν το πρώτο εξάμηνο είχαν εισρεύσει 5,12 δισ. ευρώ στη χώρα σε όρους άμεσων ξένων επενδύσεων, οδηγώντας σε ιστορικό ρεκόρ έτους. Το 2023 καταγράφηκαν ροές ύψους 4,6 δισ. ευρώ (2,1% του ΑΕΠ), ενώ το 2022 8 δισ. ευρώ.
Παρά τη μείωσή τους, οι ροές των ξένων άμεσων επενδύσεων παρέμειναν σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τριετίας 2019-2021, λόγω κυρίως της έντονης ενίσχυσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος για ακίνητα στην Ελλάδα, όπως λέει η ΤτΕ.
Εξηγεί πως η μείωση των ροών κεφαλαίων αντανακλά κατά κύριο λόγο το εσωτερικό περιβάλλον της χώρας και δευτερευόντως το εξωτερικό. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεικτικά αναφέρονται η στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι περιορισμένες επενδύσεις σε μετοχές από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων στη χώρα και η διατήρηση πολλών έργων σε φάση διαγωνισμών κατά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Στη δεύτερη περίπτωση καταγράφονται η παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, οι πολεμικές συρράξεις, οι υψηλές τιμές της ενέργειας και τα υψηλά επιτόκια, που φαίνεται να επηρέασαν αρνητικά την πορεία των ροών όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 23/08/2024)