Με ασφυκτικές τις πιέσεις από τον επιχειρηματικό κόσμο -που ζητεί οικονομικές αλλά και θεσμικές διευκολύνσεις στη δραστηριότητά του, καθώς καλείται να επωμιστεί την ακρίβεια με διπλό τρόπο, συμπιέζοντας τις ανατιμήσεις που επωμίζεται στις πρώτες ύλες και τις υπηρεσίες, αλλά και αυξάνοντας τους μισθούς- ολοκληρώνεται το Σάββατο με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού από το βήμα της ΔΕΘ ένα πολυήμερο και απαιτητικό… σουντόκου σε σχέση με το «πώς» θα διανεμηθεί το (πεπερασμένο) πλέον περιθώριο που υπάρχει για νέες παρεμβάσεις στήριξης. Το πλέον βέβαιο είναι ότι τα περισσότερα από τα κεντρικά αιτήματα του κόσμου των επιχειρήσεων δεν θα υιοθετηθούν από την κυβέρνηση, δεδομένου του υφιστάμενου οικονομικού μοντέλου.
Το αφήγημα της κυβέρνησης δομείται με 1η προτεραιότητα τον πολίτη, υπό το βάρος των δημοσκοπήσεων, με έμφαση στη βελτίωση της καθημερινότητας, στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, στην ενίσχυση του εισοδήματος των πλέον ευάλωτων και στο πακέτο για τη στέγαση. Η κυβερνητική «γραμμή» χαράσσεται και με βάση την παραδοχή πως τα περιθώρια είναι στενά λόγω των νέων δημοσιονομικών κανόνων, με βάση τους οποίους η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει όριο αύξησης των δαπανών ετησίως κατά 3 δισ. ευρώ. Πρόκειται, όπως μεταφέρεται, για ένα ποσό το οποίο εν πολλοίς ήδη έχει καλυφθεί από τις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν για αύξηση των αμυντικών δαπανών, των συντάξεων αλλά και για τα μέτρα στήριξης που ήδη έχουν αναγγελθεί και δρομολογηθεί και για τις ανάγκες που προκύπτουν από τις φυσικές καταστροφές, την ενεργειακή κρίση και άλλα «βαρίδια».
Η κυβέρνηση, επίσης, μεταφέρει ότι είναι σε διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες για επιπλέον 500 εκατομμύρια ευρώ, περίπου, περιθώριο ανόδου αυτών των δαπανών (δηλαδή αύξηση από τα 3 δισ. στα 3,5 δισ. ευρώ στο εν λόγω πλαφόν) αλλά και για επιπλέον 1 δισ. ευρώ δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα τροφοδοτήσει το πρόγραμμα «Σπίτι μου» Νο 2. Επιπλέον ποσό διαπραγματεύεται με τις Βρυξέλλες, μέσα από στοιχεία που δείχνουν την καλύτερη εισπραξιμότητα φόρων, και στο πεδίο του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων, αλλά και στη φορολογία εισοδήματος. Αγνωστος «Χ» παραμένει επίσης το αν -και σε τι εύρος- θα υπάρξουν νέες κινήσεις έκτακτης φορολόγησης υπερκερδών στον κλάδο ενέργειας που θα τροφοδοτήσουν ανάλογα μέτρα.
Τα μέτρα
Η επιχείρηση «γείωσης» των προσδοκιών για τη στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου καθιστά ξεκάθαρο… τι δεν θα ακουστεί από το βήμα της ΔΕΘ. Μία μείωση του ΦΠΑ, ένα κεντρικό αίτημα σχεδόν όλων των εργοδοτικών φορέων, γίνεται σαφές πως δεν την αντέχει η «τσέπη» του Προϋπολογισμού και αντίκειται στις εντολές των Βρυξελλών, που απαιτούν στοχευμένη και χρονικά προσδιορισμένη στήριξη. Αρα, εκτιμάται ότι είναι σχεδόν ουτοπική η ελπίδα πως από τα χείλη του πρωθυπουργού οι επιχειρηματίες θα ακούσουν περί μείωσης οποιουδήποτε έμμεσου φόρου.
Στο τραπέζι, εναλλακτικά, τίθεται εκ μέρους του επιχειρηματικού κόσμου μια μείωση της φορολογίας εισοδήματος αλλά και μία αποκλιμάκωση των ασφαλιστικών εισφορών, με το βασικό σενάριο να είναι η εμπροσθοβαρής μείωσή τους κατά 1% από το 2025 (αντί για σταδιακή περικοπή τους κατά 0,5% το 2025 και κατά 0,5% το 2027, που ήταν η προεκλογική δέσμευση). Δεν αποκλείονται, βεβαίως, και ευρύτερες εκπλήξεις μεγαλύτερης μείωσης των εισφορών (έστω και σε βάθος χρόνου), που θα δώσουν μία ανάσα (έστω και μικρή) στον επιχειρηματικό κλάδο, ο οποίος επωμίζεται -από φέτος, σχεδόν πλήρως- το βάρος της πραγματικής σύγκρισης.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προβάλλεται ως αντίβαρο για τις αυξήσεις μισθών που έχουν ήδη γίνει αλλά και γι αυτές που δρομολογούνται με νέα άνοδο του κατώτατου το 2025 αλλά με κεντρικό στόχο της κυβέρνησης για μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ έως το τέλος της τετραετίας. Το κόστος για την επιπλέον άνοδο κατά 0,5% υπολογίζεται σε 215 εκατομμύρια ευρώ και αυτό σημαίνει, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ότι υπάρχουν κι άλλα επιπλέον χρήματα για μέτρα, με τα σενάρια να δίνουν και να παίρνουν.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες
Περιορισμένου εύρους «μερεμέτια» θα ανακοινωθούν και για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως έχει αναγγελθεί πολλές φορές μετά τα τεράστια βάρη που αποδεδειγμένα έφερε ο νέος τρόπος φορολόγησής τους. Το αίτημά τους για αλλαγή του τρόπου φορολόγησής τους δεν θα υιοθετηθεί από την κυβέρνηση. Οι αλλαγές που θα εξαγγείλει ο κ. Μητσοτάκης θα είναι λελογισμένες και δεν θα υπάρχει πιθανότητα αλλαγής πολιτικής πλεύσης. Οι αλλαγές «μερεμέτια» θα εξετάζονται στο κριτήριο του τζίρου αλλά και του κόστους μισθοδοσίας (σε κάποιες περιπτώσεις προσαυξάνει σημαντικά το τεκμαρτό εισόδημα).
Στο τραπέζι είναι και η πρόταση για συνυπολογισμό του οικογενειακού εισοδήματος, για βελτιώσεις στη διαδικασία αμφισβήτησης αλλά και για μείωση της επιβάρυνσης που συνδέεται με την άνοδο του κατώτατου μισθού (αποτελεί τη βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος). Συνδυάζονται ως αντίβαρο με την εμπροσθοβαρή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, αλλά πάλι δεν καλύπτουν το αίτημα των επιχειρηματικών φορέων για ανατροπή του υφιστάμενου μοντέλου.
Εξετάζεται και η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των επαγγελματιών, με πρόταση να αποσυνδεθούν από τον πληθωρισμό και να συνδεθούν με έναν δείκτη ανόδου μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Ηδη, από τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη έχει αναγγελθεί η μείωση των τεκμηρίων (κατά 30% από το 2025, που μένει να φανεί αν θα γίνει πιο ταχεία).
Τα αιτήματα των εργοδοτικών φορέων
Η αναθεώρηση του νέου τρόπου υπολογισμού των τεκμηρίων είναι στο επίκεντρο το αιτημάτων του επιχειρηματικού κόσμου στα υπομνήματα που έστειλαν στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη εν όψει της 88ης Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.
Ζητούν, επίσης, περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με περιορισμό των ασφαλιστικών εισφορών, ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση αλλά και ενεργοποίηση νέας ρύθμισης οφειλών 120 δόσεων για ασφαλιστικές οφειλές μέχρι 31/12/2023, λόγω της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης.
Στα αιτήματα είναι και ο εξορθολογισμός – μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%. Αλλά και στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων (από το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έως τα τέλη υπέρ τρίτων). Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, μέτρα για τον περιορισμό της επιβάρυνσης από το διαρκώς αυξανόμενο ενεργειακό κόστος δεν φαίνονται στον ορίζοντα της ΔΕΘ.
Προτείνονται από τους εργοδοτικούς φορείς, επίσης, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μείωση προκαταβολής φόρου νομικών προσώπων στο 50% και προγραμματισμός για σταδιακή κατάργηση εντός 4ετίας, σταδιακή μείωση του ΕΦΚ και του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, σε συνάρτηση με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, εφαρμογή της πρόβλεψης για απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ των επιχειρήσεων με ακαθάριστα έσοδα ως 25.000 αλλά και εξορθολογισμός του ΕΝΦΙΑ σε ακίνητα ιδιοκτησίες μεταποιητικών επιχειρήσεων. Ομως, κάθε κουβέντα, ειδικά, περί μείωσης των έμμεσων φορών, μοιάζει απαγορευμένη στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Οι ευκαιρίες, οι τριγμοί, οι προκλήσεις και τα εγχώρια μέτωπα
Σε μια Ευρώπης η οποία παλεύει με την ύφεση, η σχετικά καλύτερη πορεία της ελληνικής οικονομίας μεταφέρει προς τα «έξω» μια εικόνα ανθεκτικότητας, τουλάχιστον στους αριθμούς που περιγράφουν την πορεία του ΑΕΠ και των δημοσιονομικών μεγεθών. Την εικόνα αυτής της προόδου σε σχέση με το 2029, που δείχνει την επαναφορά προς τα προ κρίσεων επίπεδα, αλλά μακριά από τον μέσο όρο της Ε.Ε., χρησιμοποιεί η κυβέρνηση στην επικοινωνιακή πολιτική της.
Ωστόσο, τα καμπανάκια υπάρχουν όχι μόνο μέσα από τις δημοσκοπήσεις, αλλά και από στοιχεία που δείχνουν πως οι πιέσεις – με επίκεντρο την ακρίβεια σε όλη την οικονομική αλυσίδα από την παραγωγή έως τον καταναλωτή- είναι υπαρκτές, το ίδιο και οι κίνδυνοι. Ειδικά με δεδομένο την ανάγκη για σφικτή δημοσιονομική πολιτική (λόγω του υψηλού χρέους), που οδηγεί σε αδυναμία χρηματοδότησης έστω και επενδυτικών έργων χωρίς το κοινοτικό χρήμα.
Τα θετικά στοιχεία είναι τα σημάδια ανθεκτικότητας και η καλή «εικόνα» της οικονομίας προς τα έξω. Η πρόκληση είναι πως η κρατική μηχανή -πραγματικά αφουγκραζόμενη την κατάσταση, τα αιτήματα και τις ανάγκες των επιχειρήσεων αλλά και των πολιτών- μπορεί να διασφαλίσει πως θα οδηγηθεί η οικονομία σε μία βιώσιμη τροχιά, θωρακισμένη από τις προκλήσεις που υπάρχουν ή που κυοφορούνται.
Το πεδίο του τουρισμού είναι μία ένδειξη της κατάστασης, με την άνοδο του 2024 να είναι «διαφορετική» από άποψης τζίρου αλλά και προοπτικών. Δείχνοντας πως μετά την επαναφορά από την πανδημία οι τουρίστες -και λόγω της διεθνούς κρίσης- θα επιλέγουν πολύ πιο προσεκτικά τις κινήσεις τους, και τούτο, όπως λένε πηγές της αγοράς, θα φανεί πολύ πιο έντονα από το 2025 και έπειτα, με ό,τι αυτό σημαίνει όχι μόνο για τον κλάδο και τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, αλλά συνολικά για την οικονομία.
Ευρύτερα, το οικονομικό κλίμα τον Αύγουστο δέχθηκε πιέσεις για 2ο συνεχή μήνα, με επίκεντρο τους καταναλωτές. Ουσιαστικά καθρεφτίζει την πίεση που δέχεται η αγορά, παρά την κορύφωση της σεζόν, και υπό το βάρος των νέων εκκαθαριστικών, που για μεγάλο μερίδιο από τους 750.000 ελεύθερους επαγγελματίες είναι ιδιαίτερα «τσουχτερά».
Ενα νέο μέτωπο για τον επιχειρηματικό κόσμο είναι αυτό των τιμολογίων ρεύματος, στην περίπτωση των οποίων δεν υπάρχει επιδότηση, αφού κάτι τέτοιο απαιτεί την έγκριση των Βρυξελλών (σχετικές συζητήσεις, πάντως, υπάρχουν). Μέτωπο είναι και οι συνεχείς ανατιμήσεις των πρώτων υλών και των υπηρεσιών, αλλά και το ακριβό κόστος δανεισμού και η πρόσβαση σε αυτόν για τις πιο μικρές μονάδες.
Μαζί με το τέρας της γραφειοκρατίας, που παραμένει κραταιό, οι παραπάνω πτυχές διαμορφώνουν ένα τοπίο που δυσκολεύει την επιχειρηματικότητα όχι μόνο εγχωρίως (όπως φαίνεται από την πορεία των εξαγωγών), αλλά και διεθνώς (όπως δείχνει η χαμηλή ροή άμεσων ξένων επενδύσεων σε σχέση με τα ιστορικά ρεκόρ προηγούμενων ετών, παρά την κτήση της επενδυτικής βαθμίδας).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 6/09/2024)