Την έντονη αντίδραση του ξενοδοχειακού κλάδου έχουν προκαλέσει οι αυξήσεις στα τουριστικά τέλη που εξήγγειλε η κυβέρνηση στα πλαίσια της εξειδίκευσης των «μέτρων στήριξης» της ΔΕΘ. Τα «πυρά» των ξενοδόχων στρέφονται τόσο εναντίον της αύξησης στο «Τέλος Ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή», που ανακοινώθηκε τη Δευτέρα, όσο και για το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο που προβλέπει δυνητική αύξηση του «τέλους παρεπιδημούντων». Οι ξενοδόχοι καταγγέλλουν ότι πρόκειται για μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα, που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από έλλειψη ανταποδοτικότητας και διαφάνειας ως προς τη βελτίωση των τουριστικών υποδομών και τη βιωσιμότητα των προορισμών.
«Οι ‘εισφορές’ αυτές, οι οποίες ζητούνται κάθε τόσο από έναν αφικνούμενο επισκέπτη, δεν αφορούν σε έργα και υποδομές που υλοποιούνται στην χώρα προέλευσης του, αλλά στην δική μας, επομένως απαιτείται λογική εξήγηση στα ζητούμενα απ’ αυτόν. Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος επισκέπτης, τον οποίο κατά τα άλλα προσπαθούμε να προσελκύσουμε για να παρατείνει τις ημέρες διαμονής του στην Αθήνα, εάν πρόκειται να διαμείνει λ.χ. πέντε ημέρες σε τετράστερο ξενοδοχείο των Αθηνών, καλείται να πληρώσει τουλάχιστον 50 ευρώ επιπλέον, περί ‘κλιματικής αλλαγής’- αορίστως», αναφέρει στην ανακοίνωση της η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ), που αναρωτιέται: «Ποιο είναι το πραγματικό μέγεθος των επενδύσεων που δρομολογούνται -και στις δύο περιπτώσεις τελών- από την συντεταγμένη Πολιτεία, δηλαδή από τα κρατικά και δημοτικά ταμεία σε επίπεδο λ.χ. Αθήνας και Αττικής; Ποιο μερίδιο εσόδων από τέλη του είδους στον Τουρισμό ‘επιστρέφει’ στους τουριστικούς προορισμούς για τα αναγκαία έργα και βελτιώσεις υποδομών, έστω ‘λόγω κλιματικής αλλαγής’;».
Σύμφωνα με την ΕΞΑΑΑ θα την έβρισκαν σύμφωνη φορολογικά μέτρα που έχουν στόχο την «ευθεία ‘ανταποδοτικότητα’ προς τους ίδιους τους τουριστικούς προορισμούς και τη καλύτερη ‘θωράκισή’ τους απέναντι σε φυσικές καταστροφές και ακραία καιρικά φαινόμενα, με ορατή βελτίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος», όμως και στις δυο περιπτώσεις τελών βλέπει απλά έναν «τρόπο αύξησης των δημοσίων εσόδων από τον Τουρισμό -και κατά κανόνα από τα ξενοδοχεία». Γι’ αυτό ζητά από την κυβέρνηση να επανεξετάσει το ζήτημα «με γνώμονα την αειφορία, την βιωσιμότητα και την ποιότητα κυρίως – και όχι μόνο την ποσότητα και τους αριθμούς».
Ενστάσεις για την ορθολογική χρήση του τέλους παρεπιδημούντων που καταβάλλουν τα ξενοδοχεία στην τοπική αυτοδιοίκηση εκφράζει και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων (ΠΟΞ), σε επιστολή του πρόεδρου της, Γιάννη Χατζή προς τον υπουργό Εσωτερικών, Θεόδωρο Λιβάνιο, στην οποία τονίζεται, μεταξύ άλλων, πως έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι απουσιάζει ο οποιοσδήποτε ορθολογικός σχεδιασμός και «όσο δεν συνεχίζουμε να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο, θα εξακολουθούμε να βλέπουμε τα χρήματά μας να πετιούνται σε ένα βαρέλι δίχως πάτο». Την αντίδραση της ΠΟΞ έχει προκαλέσει η προωθούμενη ενέργεια του ΥΠΕΣ να δίδεται «δυνατότητα ευελιξίας στην Αυτοδιοίκηση ώστε τα δημοτικά συμβούλια να ορίζουν από 0,5% έως 2% το τέλος ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, οικισμό ή την κατηγορία δραστηριότητας (π.χ. 2% στη διαμονή και 0,5% στην εστίαση)». Η ΠΟΞ θεωρεί ότι από την ανάγνωση της προωθούμενης διάταξης προκύπτει πως το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων καμία σχέση δεν έχει με το τέλος που αρχικά νομοθετήθηκε, καθώς πλέον αυτό θα μπορεί να διατίθεται για την πληρωμή οποιασδήποτε δαπάνης των ΟΤΑ.
Σύμφωνα με τους ξενοδόχους, αν το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων πρόκειται να αξιοποιηθεί και αυτό για τη βελτίωση των υποδομών και της εικόνας των προορισμών, δεν χρειάζεται καμία αύξηση, αφού το ζητούμενο ποσό θα υπερκαλυφθεί από την εφαρμογή του τέλους και στη βραχυχρόνια μίσθωση. «Αν, ωστόσο, όπως προκύπτει από το κείμενο της διάταξης, τα έσοδα από το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων προορίζονται για τη κάλυψη των πάσης φύσεως εξόδων των δήμων, κατά την άποψή μας αυτό θα πρέπει να καταργηθεί, μιας και δεν αφορά μόνο τον κλάδο τον τουριστικών καταλυμάτων και επομένως δεν θα πρέπει να επιβαρύνει μόνο αυτόν και να αντικατασταθεί από ένα άλλο τέλος, το οποίο θα αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο κάθε δήμο», επισημαίνεται.
Την ανησυχία της για τα φορολογικά μέτρα εκφράζει και η η Ένωση Ξενοδόχων Σαντορίνης, επισημαίνοντας ότι είναι μέτρα, που όχι μόνο δε συμβάλλουν στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και της τουριστικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και που εάν δεν τροποποιηθούν άμεσα, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μία από τις χειρότερες τουριστικές περιόδους των τελευταίων ετών. Οι ξενοδόχοι της Σαντορίνης που επιβαρύνονται τόσο από το «Τέλος Ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή», όσο και έμμεσα από το τέλος στην κρουαζιέρα (20 ευρώ ανά επιβάτη), υποστηρίζουν ότι το νησί τους κινδυνεύει να βρεθεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους παγκόσμιους τουριστικούς προορισμούς, όπως αντίστοιχους στην Ισπανία, Τουρκία και Ιταλία, οι οποίοι ενισχύουν διαρκώς τις τουριστικές τους υποδομές προσφέροντας ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η Ένωση Ξενοδόχων Σαντορίνης καλεί την κυβέρνηση να αφουγκραστεί τις ανάγκες των τοπικών επιχειρήσεων και να προχωρήσει στις απαραίτητες τροποποιήσεις που θα επιτρέψουν στη Σαντορίνη να παραμείνει ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως, διασφαλίζοντας την οικονομική βιωσιμότητα του νησιού και την επιβίωση των επαγγελματιών του κλάδου.
Από διαφορετική κατεύθυνση, ο κ. Περικλής Αντωνίου, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Λέσβου και πρώην μέλος του ΞΕΕ και άλλων φορέων, βλέπει πίσω από την αύξηση του «Τέλους Ανθεκτικότητας» να αδικείται η Μικρή Ξενοδοχεία. Όπως επισημαίνει σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, τα «ρεκόρ αφίξεων» κι ο υπερτουρισμός «δεν ‘αφορά’ το σύνολο των Περιφερειών της χώρας μας, τουλάχιστον των οχτώ, στις οποίες καταλήγει μόλις το 9% των συνολικών ετήσιων εισπράξεων της». Συνεπώς πρόκειται για μια αύξηση της φορολόγησης που είναι οριζόντια και καθόλου αναλογική για τους μη αναπτυγμένους ή και «μειονεκτικούς» τουριστικά προορισμούς, με τη Μικρή Ξενοδοχεία να αδικείται κατάφωρα από την εισπρακτική λογική του μέτρου.
«Κίνδυνος να φύγουν οι εταιρείες κρουαζιέρας»
Όπως είναι προφανές, το επιβαλλόμενο τέλος στην κρουαζιέρα συγκεντρώνει και πυρά και των ελληνικών και διεθνών εταιρειών κρουαζιέρας, που επισημαίνουν ότι πρόκειται για ένα μέτρο που ανακοινώθηκε χωρίς να προηγηθεί καμία διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς του κλάδου, αλλά και τις δημοτικές αρχές. Οι εταιρείες κρουαζιέρας διαμαρτύρονται επίσης για το γεγονός ότι η νέα φορολογία θα εφαρμοστεί άμεσα από την επόμενη σαιζόν, ενώ πολλοί επιβάτες κρουαζιέρας έχουν κλείσει ήδη τα ταξιδιωτικά πακέτα, για τα οποία θα καλεστούν να πληρώσουν έξτρα επιβαρύνσεις.
Η Διεθνής Ένωση Εταιρειών Κρουαζιέρας (CLIA) σε ανακοίνωση της, αναφέρει ότι κατανοεί «την επιθυμία της Ελληνικής Κυβέρνησης να διασφαλίσει έναν ισορροπημένο και βιώσιμο τουρισμό στην Ελλάδα», όπως και «να αυξήσει το homeporting, δεδομένης της σημαντικής συνεισφοράς που έχει στην ελληνική οικονομία», ταυτόχρονα όμως της ζητά να εφαρμόσει το νέο τέλος κρουαζιέρας στα νησιά από το 2026 και έπειτα, αναλογιζόμενη τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο του νέου τέλους ανά επιβάτη, αλλά και υπολογίζοντας τον αντίκτυπο που θα έχουν από το 2025 τα νέα συστήματα διαχείρισης θέσεων ελλιμενισμού που θα τεθούν σε εφαρμογή στη Σαντορίνη και τη Μύκονο.
Από την πλευρά της Ένωσης Εφοπλιστών Κρουαζιεροπλοίων και Φορέων Ναυτιλίας (ΕΕΚΦΝ), επισημαίνεται ότι «οι ανακοινώσεις του υπουργείου Τουρισμού για την εφαρμογή του τέλους κρουαζιέρας σε Μύκονο και Σαντορίνη, αλλά και σε άλλα νησιά θα αυξήσει περαιτέρω το κόστος για τους επιβάτες που αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν κρουαζιέρα στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Γιώργο Κουμπενά, το νέο τέλος πρέπει να συνυπολογιστεί μαζί με τα νέα επιβαλλόμενα από την ΕΕ περιβαλλοντικά τέλη, που «θα αυξήσουν το κόστος στις κρουαζιέρες με απρόβλεπτες συνέπειες για τον κλάδο», και δεν αποκλείεται να οδηγήσουν πολλές εταιρείες σε αλλαγές προορισμών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Αναμένουμε την εξειδίκευση των μέτρων σχετικά με τους προορισμούς στους οποίους θα ισχύουν, αλλά και τον τρόπο που θα εφαρμοστούν, ελπίζοντας ότι σημαντικό μέρος των εσόδων θα επενδυθεί σε υποδομές σχετικές με την κρουαζιέρα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα διεθνώς, με χαρακτηριστικότερο εκείνο της Αλάσκας, για το πώς τέτοιου είδους μέτρα χωρίς προηγούμενη διαβούλευση μπορούν να στρέψουν τις εταιρείες κρουαζιέρας σε άλλες περιοχές», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΕΚΦΝ.
ΣΕΤΕ: «Μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα»
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες έχουν προκαλέσει και την αντίδραση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) που βλέπει «μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, καθώς πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος». Ο ΣΕΤΕ επισημαίνει στην ανακοίνωση του, ότι ενώ θα αξιολογούσε θετικά μέτρα που «είναι συμμετρικά, στοχευμένα και συνοδεύονται από ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αναβάθμιση υποδομών, τη διαχείριση προορισμών, καθώς και τη βελτίωση διαδικασιών διαφάνειας και ελέγχου», στην περίπτωση της επικείμενης αύξησης στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή («που για κάποια καταλύματα μπορεί να σημάνει επιβαρύνσεις +400%») εκφράζει τις σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητά του μέτρου, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει προηγηθεί απολογισμός για τη χρήση αυτών των πόρων.
Ο ΣΕΤΕ σημειώνει ότι αν και η ένταξη του Μαρτίου στην περίοδο μειωμένων επιβαρύνσεων είναι στη σωστή κατεύθυνση δεν αρκεί για να εξυπηρετείται μια ρεαλιστική στρατηγική επιμήκυνσης της σαιζόν, ενώ θεωρεί άδικο μόνο ο τουρισμός να καλύπτει τις δημοσιονομικές ανάγκες της κλιματικής κρίσης. Υπενθυμίζει, τέλος ότι ενώ δέχονται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, οι τουριστικές επιχειρήσεις ακόμα αναμένουν να υπολογιστούν σε πόρους του Αναπτυξιακού Νόμου 4887/2022 και στα νέα προγράμματα του ΕΣΠΑ για το τρέχον έτος.