Του ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ
Ενεργειακό κόστος, υψηλά επιτόκια, κρίση στις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης και (γεω)πολιτική ρευστότητα διαμορφώνουν πιεστικό περιβάλλον για την εγχώρια βιομηχανία. Οι φθινοπωρινές προβλέψεις του Ινστιτούτου του Κιέλου για τη γερμανική οικονομία, όσα αναφέρονται στην έκθεση Ντράγκι, συνδυαστικά με τη φειδωλή πολιτική της ΕΚΤ για επιτόκια-ποσοτική σύσφιξη και με ανοιχτό το ενδεχόμενο το Βερολίνο να επιμείνει στην άτεγκτη τήρηση αυστηρότερων δημοσιονομικών κανόνων -από αρχές 2025- συν η αβεβαιότητα που κυριαρχεί για την «επόμενη» των εκλογών στις ΗΠΑ (σ.σ.: 5 Νοεμβρίου) έχουν σημάνει συναγερμό στις τάξεις της εγχώριας επιχειρηματικότητας.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου, το ΑΕΠ της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης εκτιμάται πως θα μειωθεί 0,1% το 2024, έναντι προηγούμενης για ανάπτυξη 0,2%, ενώ για το 2025 η πρόβλεψη αναπροσαρμόζεται προς το χειρότερο στο 0,5%, από 1,1%. Επιπρόσθετα, το πολιτικό κλίμα στη Γερμανία είναι εκρηκτικό, ενδεικτικά σε μόλις δύο εβδομάδες η Volkswagen προειδοποίησε για ενδεχόμενο κίνδυνο αναστολής λειτουργίας μονάδων της στη Γερμανία, ο Ολαφ Σολτς προχώρησε σε μονομερή ακύρωση της συνθήκης Σένγκεν, ενώ και η Deutsche Bank απείλησε να μπλοκάρει την είσοδο της UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Commerzbank. Γνώστες της γερμανικής αγοράς θυμίζουν πως οι ομοσπονδιακές εκλογές είναι προγραμματισμένες για τις 28 Σεπτεμβρίου 2025, με τον πολιτικό χρόνο τεράστιο μέχρι τότε. Γιατί η Γερμανία; Μα ακριβώς επειδή αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας, με μερίδιο εξαγωγών στο 6,7% και 8,7% για το συνολικό εμπόριο. Το 2023 οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία αυξήθηκαν 5,3% (3,2 δισ. ευρώ), με ανοδική τάση και το πρώτο 6μηνο 2024 με 9,6%, αλλά τον Ιούλιο καταγράφεται καμπή. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Αρχή (Statistisches Bundesamt) καταγράφηκε μείωση εισαγωγών και σωρευτικά 5,1% στο 7μηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου. Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων Αλκιβιάδης Καλαμπόκης είναι σαφής όταν προειδοποιεί πως οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη στη γερμανική οικονομία θα πυροδοτήσει πρόσθετα προβλήματα στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ανάλογη είναι η προσέγγιση του ΙΝΣΕΤΕ, δεδομένης της καθοριστικής συνδρομής της Γερμανίας στον τουριστικό κλάδο (πρωτιά το 2023 σε αριθμό επισκεπτών και εισπράξεων/εσόδων στα 3,7 δισ.).
Ενδεικτική της σοβαρότητας της κατάστασης η κοινή έκκληση-προειδοποίηση του ΣΕΒ και 11 συνδέσμων-ενώσεων πως οι επιχειρήσεις, και ειδικά η βιομηχανία, στην Ελλάδα βρίσκονται αντιμέτωπες με κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που απειλεί την ίδια τους την ύπαρξη, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν με πολύ υψηλότερο κόστος από τους ανταγωνιστές τους. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι καίριας σημασίας για την ανταγωνιστικότητα, τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και των επιχειρήσεων, ενώ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του πληθωρισμού. Η ανάγκη θωράκισης των επιχειρήσεων, και ειδικά της βιομηχανίας, είναι επιτακτική, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Γι’ αυτό και είναι επείγουσα ανάγκη η Ευρώπη να αντιδράσει, προκειμένου να διορθώσει δομικές αδυναμίες, αλλά και η Ελλάδα να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα, όπως κάνουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιστολή Μητσοτάκη για επείγουσα δράση της Ε.Ε.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός με επιστολή του σε Κομισιόν – Φον ντερ Λάιεν ζητεί επείγουσα δράση από την Ε.Ε. για τις ακραίες στρεβλώσεις στην ενέργεια. Το εάν θα εισακουστεί και κατά πόσον οι Βρυξέλλες θα προχωρήσουν στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων και πότε είναι ένα άλλο ζήτημα, μετά μάλιστα την περαιτέρω επιβάρυνση του κλίματος με αφορμή την παραίτηση του Τιερί Μπρετόν. Επιχειρηματίες ενεργοβόρων βιομηχανιών θεωρούν πως υπό την πίεση και όσων αναφέρονται στην έκθεση Ντράγκι ενδεχομένως να ενεργοποιούνταν κάποιες διαδικασίες για συνολική διαχείριση του προβλήματος, συνακόλουθα υπό προϋποθέσεις για την εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος για την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι μεγάλο, καθώς πληρώνει 158% περισσότερο για ηλεκτρική ενέργεια απ’ ό,τι στις ΗΠΑ και 345% για το φυσικό αέριο. Το κατά πόσον θα δώσουν προσοχή στα alert Ντράγκι θα φανεί, καθώς είναι θέμα επιβίωσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, και όχι απλά ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Η άμεση αποδοχή της έκθεσης τόσο από τον πρόεδρο της Eurometaux, Ευάγγελο Μυτιληναίο, όσο και από τον ΣΕΒ καταδεικνύει πως η ελληνική πλευρά έχει πλήρη συναίσθηση του προβλήματος. Από την πλευρά του, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών υποδέχτηκε θερμά την έκθεση, τονίζοντας «την άμεση ανάγκη μεγάλης επενδυτικής κινητοποίησης, προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η πτωτική πορεία. Η δημοσίευση της έκθεσης, που όλοι στην Ευρώπη περιμέναμε εδώ και καιρό, ελπίζουμε να αποτελέσει τη βάση για μια βιομηχανική στρατηγική, με όραμα και θαρραλέες πολιτικές, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να παραμείνει ανταγωνιστική απέναντι στους μεγάλους και διαρκώς εξελισσόμενους παγκόσμιους ανταγωνιστές της».
Προφανώς τόσο ο ΣΕΒ όσο και άλλοι σύνδεσμοι θα αναλάβουν κι άλλες πρωτοβουλίες, μπας και… Ωστόσο, τα προβλήματα δεν περιορίζονται σε «ενεργειακό» και «εξαγωγές», καθώς πιεστικά επενεργούν οι πρακτικές Inflation Reduction Act, κατ’ ουσίαν περιοριστική πολιτική/αντί-ανταγωνιστική για την οικονομία/επιχειρήσεις των ΗΠΑ, που θα συνεχιστεί και από τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου. Επίσης, η επιφυλακτική πολιτική της ΕΚΤ για «επιτόκια»-«ποσοτική σύσφιξη», με ενδεικτική την κριτική της Ρώμης στην τελευταία μείωση επιτοκίων κατά 25 μ.β. Για ατολμία κατηγορούν την ΕΚΤ ο υπουργός Εξωτρεικών της Ιταλίας Αντόνιο Ταγιάνι και ο υπουργός Βιομηχανίας Αντόλφο Ούρσο, ζητώντας επιθετικότερη μείωση του κόστους χρήματος (κατά 50 μ.β., αντί για 25 μ.β.), μάλιστα, προχωρώντας παραπέρα, εγείροντας ζήτημα μεταρρύθμισης της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΚΤ. Προφανές πως σε ένα τέτοιο εκρηκτικό περιβάλλον ευρωπαϊκά και πιεστικό εσωτερικά, φορείς, λ.χ. ο ΣΕΒ, αλλά και άλλοι με «ειδικό βάρος» θα πρέπει να αναλάβουν ενεργότερες πρωτοβουλίες, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα, για να μπορέσει η ελληνική επιχειρηματικότητα να διατηρήσει το όποιο συγκριτικό πλεονέκτημα έχει έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, βοηθούμενη και από χρηματοδοτήσεις, λ.χ., του Ταμείου Ανάπτυξης, της ΕΤΕπ. κ.ά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 20/09/2024)