Δηλώσεις Eλλήνων τουριστικών παραγόντων στη Dealnews, ενώ η Γερμανική Ένωση Ταξιδιών προειδοποιεί για «εμπάργκο» των Γερμανών και το Επιμελητήριο Κυκλάδων εκφράζει τις ανησυχίες του
Δε λένε να κοπάσουν οι αντιδράσεις του τουριστικού κλάδου για τις αυξήσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στα τέλη του τουρισμού, στο πλαίσιο της εξειδίκευσης των μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Η τουριστική βιομηχανία στο σύνολο της διαμαρτύρεται για τις νέες αυξήσεις στο «Τέλος Aνθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση» και για την καθιέρωση από την επόμενη σαιζόν τέλους κρουαζιέρας, όπως και για τις υπό συζήτηση στη Βουλή αυξήσεις στο τέλος παρεπιδημούντων.
Ο ελληνικός τουριστικός κλάδος θεωρεί στο σύνολο του υπερβολική την επιβάρυνση που δέχεται το ελληνικό τουριστικό προϊόν και κρούει τον “κώδωνα του κινδύνου” ότι μπορεί να οδηγήσει σε «στροφή» των ξένων τουριστών προς άλλους πιο ανταγωνιστικούς προορισμούς. Οι αντιδράσεις άλλωστε δεν περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό, αφού πριν από λίγες μέρες η Γερμανική Ένωση Ταξιδιών (DRV) σε επιστολή της προς την υπουργό Τουρισμού, κα. Όλγα Κεφαλογιάννη προειδοποίησε για το ενδεχόμενο μείωσης των τουριστικών ροών από τη Γερμανία (χώρα με πάνω από 4 εκατ. αφίξεις ετησίως προς Ελλάδα), μετά την αιφνιδιαστική, όπως τη χαρακτηρίζει, ανακοίνωση νέων φόρων και τελών από την ελληνική κυβέρνηση.
Η DRV επικρίνει το γεγονός ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις ανακοινώθηκαν αιφνιδιαστικά, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, και πως η ελληνική κυβέρνηση ζητά την άμεση εφαρμογή τους, με τον πρόεδρό της, Norbert Fiebig να υπογραμμίζει πως “αυτό σημαίνει ένα τεράστιο πρόσθετο βάρος για τους ταξιδιωτικούς πράκτορες στη Γερμανία, που θα πρέπει να το επωμιστούν για τις υπάρχουσες κρατήσεις”, καθώς δεν μπορούν να τις μετακυλίσουν στους πελάτες. Γι’ αυτό κι απευθύνει έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση να εξαιρεθούν από την αύξηση των τελών οι υπάρχουσες κρατήσεις οργανωμένων ταξιδιών.
«Έρχονται οι ξένοι και λένε ένας-ένας αυτά που λέμε κι εμείς και δε μας ακούνε», ανέφερε σε αποκλειστικές του δηλώσεις στη Dealnews ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων Ελλάδος – FedHatta, Λύσανδρος Τσιλίδης. «Πέρσι αυξήθηκε ο φόρος στο διπλάσιο από πριν, τώρα αυξήθηκε ξανά, πρόκειται για μεγάλο κόστος συνολικά και οι εταιρείες διαμαρτύρονται γιατί αυξάνει το τουριστικό πακέτο», αναφέρει σε σχέση με τις αυξήσεις στο «τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση» (πρώην φόρο διαμονής), έναν φόρο που όταν καθιερώθηκε το 2018 ήταν της τάξης των 0,50-4 ευρώ και τώρα θα κυμαίνεται από 2 ως 15 ευρώ τη μέρα, αναλόγως της ποιότητας του καταλύματος.
Σε σχέση με το νεοκαθιερωθέν τέλος κρουαζιέρας που τους μήνες αιχμής θα φθάνει τα 20 ευρώ ανά επιβάτη σε Μύκονο – Σαντορίνη και τα 5 ευρώ σε άλλα νησιά, ο κ. Τσιλίδης επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα επιπλέον κόστος που επηρεάζει και άλλους κλάδους π.χ. τους βαρκάρηδες της Σαντορίνης. «Είναι αδύνατο να ξέρουν από τουρισμό όσοι τον επέβαλλαν, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι ότι απαιτείται να έχει ενημερωθεί η αγορά έναν χρόνο πριν, να ρωτηθεί αν το αντέχει», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η επιλογή του ελληνικού τουριστικού πακέτου με τόσους φόρους κι εν μέσω μιας διεθνούς πληθωριστικής κρίσης αναφέρει στη Dealnews κι ο πρόεδρος της Γενικής Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων Τουρισμού (ΓΕ.Π.Ο.Ε.Τ.), Άρης Μαρίνης. «Και οι πελάτες μας αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, είναι λόγος αναστολής και δεύτερης σκέψης», δηλώνει, προσθέτωντας «Όλα αυτά τα νούμερα ρεκόρ αφίξεων που ακούμε έχουν έρθει με πολύ δυσκολία και κόπο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αν θέλουμε να τους διώξουμε ας βάλουμε φόρους». Σύμφωνα με τον κ. Μαρίνη, «πρόκειται για υπερβολικά μέτρα που ακριβαίνουν το τουριστικό προϊόν, μην θεωρούμε δεδομένο ότι ο κόσμος θα έρχεται να πληρώνει στη Σαντορίνη επιπλέον 20 ευρώ τη μέρα. Σε απόλυτο νούμερο μπορεί το τέλος κρουαζιέρας να φαίνεται μικρό, αλλά αν το πολλαπλασιάσεις σε μέρες διαμονής και δωμάτια δεν είναι μια μικρή αύξηση».
Πέραν της αναμφισβήτητης επιβάρυνσης του ελληνικού τουριστικού πακέτου, πολλοί ξενοδόχοι κι άλλα στελέχη της τουριστικής βιομηχανίας αναφέρονται σε «τιμωρητικά» μέτρα που χαρακτηρίζονται από εισπρακτική λογική κι έλλειψη ανταποδοτικότητας, σε σχέση με τις κυβερνητικές δηλώσεις ότι οι πόροι θα κατευθυνθούν προς τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού τουρισμού και της ενίσχυσης των υποδομών του, απέναντι σε φαινόμενα υπερτουρισμού. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση μας ο κ. Μαρίνης, που θεωρεί ότι το πρόβλημα στη Σαντορίνη είναι κυρίως ότι δε συντονίζονται τα κρουαζιερόπλοια να μην έρχονται όλα μαζί, δήλωσε: «Δεν θα διαφωνούσαμε με τέτοιους φόρους, αν κατευθύνονταν προς τις υποδομές, αλλά είναι ελάχιστο το ποσό που κατευθύνεται εκεί. Το ιδανικό θα ήταν να υπήρχε μια χρυσή τομή, να μην επιβαρυνόταν τόσο ο κόσμος και να υπήρχε και μια βελτίωση του προϊόντος. Θα πρέπει να γίνουν έργα σε συγκεκριμένους προορισμούς που έχουν μεγάλη ανάγκη για υποδομές λόγω του βάρους που δέχονται. Και θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τον τουρισμό αυτών των μερών επωφελείται όλη η κοινωνία κι όλη η χώρα».
Αναλόγως ο κ Τσιλίδης αναρωτιέται: «Ρωτάω, πριν την κλιματική αλλαγή: Έγινε κάποιο έργο υποδομής στον τουρισμό, τοποθετήθηκαν λεφτά στην προώθηση του ελληνικού τουρισμού, το Υπουργείο τουρισμού έχει χρησιμοποιήσει λεφτά για τις ανάγκες του τομέα; Δεν βλέπουμε τα λεφτά να λειτουργούν ανταποδοτικά, καθώς υπάρχουν σπουδαίες εκθέσεις στο εξωτερικό, όπως το World Travel Market στο Λονδίνο τον Νοέμβριο κι ένα μήνα πριν δεν ξέρουμε ακόμα αν θα συμμετέχει ο ΕΟΤ, απ’ ότι ακούμε για οικονομικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να έχει πάρει από αυτά τα λεφτά ο ΕΟΤ για να καλύψει τέτοιες ανάγκες;»
Επιστολή διαμαρτυρίας και του Επιμελητήριου Κυκλάδων για αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό
Τις ανησυχίες του για τα νέα τέλη, ειδικά προς τους επισκέπτες της Μυκόνου και της Σαντορίνης, εκφράζει και το Επιμελητήριο Κυκλάδων με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την Υπουργό Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη και τον Υπουργό Ναυτιλίας Χρήστο Στυλιανίδη. Σύμφωνα με το Επιμελητήριο, το υψηλό τέλος μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των δύο νησιών, επιφέροντας αρνητικές συνέπειες στις τοπικές επιχειρήσεις, ενώ ζητά μια συνολική στρατηγική ενίσχυσης των υποδομών με τη συμμετοχή όλων των τοπικών φορέων.
«Έχει άραγε εξεταστεί και προσμετρηθεί η πιθανότητα μείωσης του αριθμού των επισκεπτών λόγω της αύξησης του κόστους; Τα νησιά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, και μια μείωση στον αριθμό των τουριστών μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες. Ειδικά για τις μικρότερες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του λιανικού εμπορίου, των υπηρεσιών φιλοξενίας αλλά και της εστίασης, οποιαδήποτε μείωση της τουριστικής κίνησης θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα επιβαρυντική. Ανησυχούμε ιδιαίτερα καθώς η αιφνίδια επιβολή ενός τόσο υψηλού τέλους μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση και δυσαρέσκεια στους επισκέπτες των οποίων οι αρνητικές εντυπώσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εικόνα των νησιών», αναφέρεται στην επιστολή.
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με το Επιμελητήριο «δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι εταιρείες κρουαζιέρας να αποφασίσουν να προχωρήσουν σε ένα τύπου embargo όπως έχει συμβεί και σε άλλους σημαντικούς διεθνείς προορισμούς στο παρελθόν. Ιδιαίτερα σήμερα που οι γεωπολιτικές εξελίξεις (πολεμικές συρράξεις σε Μαύρη Θάλασσα και Μέση Ανατολή) επηρεάζουν άμεσα τις τουριστικές τάσεις, δεν χρειάζεται να υπάρχουν και άλλοι λόγοι ώστε να εξεταστεί η μετατόπιση δραστηριότητας με αναδρομολόγηση κρουαζιερόπλοιων βόρεια και δυτικότερα μας.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο επιβολής τέλους πρέπει να γίνει στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού για την επόμενη ημέρα όλων των νησιών συμπεριλαμβανομένου της Μυκόνου και της Σαντορίνης, όπως έχουμε επανειλημμένα προτείνει. Τα νησιά αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις, κυρίως όσον αφορά την πίεση στις υποδομές τους λόγω του αυξημένου τουριστικού ρεύματος. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε απόφαση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την φέρουσα ικανότητα του κάθε νησιού, την ενίσχυση των υποδομών, την καλύτερη διαχείριση των ροών και τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Τέλος, το Επιμελητήριο δηλώνει τη διαφωνία του με τη λογική του διαμοιρασμού του τέλους πέρα από τους αναφερόμενους δήμους, στα Υπουργεία Ναυτιλίας και Τουρισμού για έργα βελτίωσης των υποδομών, καθώς υποστηρίζει ότι «είναι ζωτικής σημασίας τα έσοδα αυτά να αποδοθούν εξ’ ολοκλήρου στα νησιά και να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των τοπικών υποδομών, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα των προορισμών και βελτιώνοντας εντέλει την εμπειρία των επισκεπτών». Επισημαίνει δε ότι «ενώ είναι αποδεδειγμένη η σημαντική συνεισφορά των Κυκλάδων στο ΑΕΠ, δεν έχουν κατ’ αντιστοιχία υλοποιηθεί οι απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές από το κεντρικό κράτος διαχρονικά. Η οικονομική σταθερότητα των νησιών πρέπει να ενισχυθεί μακροπρόθεσμα με ανάπτυξη υποδομών, όπως σύγχρονα λιμάνια και κέντρα εξυπηρέτησης τουριστών κ.τ.λ., αλλά και επενδύσεις που θα συμβάλουν στη
προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, δημιουργώντας έτσι νέες ευκαιρίες προσελκύοντας ποιοτικό τουρισμό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ενισχύοντας παράλληλα την ιδιαίτερη ταυτότητα των νησιών».
Του Γιώργου Λαμπρόπουλου