Η ελληνική ναυτιλία, αν και κατέχει σημαντική θέση στην παγκόσμια αγορά, αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων που επηρεάζουν την εξέλιξή της, σύμφωνα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Σε ομιλία του με τίτλο «Η ελληνική οικονομία και η ελληνική ναυτιλία: Εξελίξεις και προοπτικές» στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν οι μεταφορές και η ναυτιλία στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στην ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτές οι προκλήσεις περιλαμβάνουν γεωπολιτικές εντάσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, που επηρεάζουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, προκαλώντας αβεβαιότητα στις θαλάσσιες οδούς και εμπορικό κατακερματισμό.
Ταυτόχρονα, οι απαιτήσεις για περιβαλλοντική βιωσιμότητα και η ανάγκη για πράσινη τεχνολογία αυξάνονται, δημιουργώντας προϋποθέσεις για καινοτομία.
Επιπλέον, η ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, επηρεάζει τη διαχείριση του ναυτιλιακού στόλου και εγείρει ζητήματα ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων.
Τέλος, η εκπαίδευση και επανακατάρτιση του προσωπικού είναι απαραίτητες για την προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες και κανονισμούς.
Αναλυτικότερα, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέφερε:
Η σημασία της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία
Η ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία και οι συνδεδεμένες με αυτή δραστηριότητες – όπως εκείνες των ναυπηγείων και του ναυτιλιακού εξοπλισμού – παραδοσιακά αποτελούν κατ’ εξοχήν εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει τη σημασία της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας για την ελληνική οικονομία και αποδίδει συνεπώς ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή αξιόπιστων στοιχείων στον τομέα της ναυτιλίας. Ενδεικτική είναι η ανάπτυξη υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας.
Οι ναυτιλιακές εισπράξεις, μαζί με εκείνες από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ήταν και είναι απαραίτητες για την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους του ελλείματος του ισοζυγίου αγαθών και κατ’ επέκταση των εξωτερικών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών την περίοδο 2019-2023 ξεπέρασαν – κατά μέσο όρο – τα 16,5 δισεκ. ευρώ ετησίως (δηλ. περίπου 8,7% του ΑΕΠ), αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 40% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών. Την ίδια περίοδο οι καθαρές εισπράξεις (εισπράξεις µείον πληρωµές) ήταν – κατά μέσο όρο – περί τα 6,6 δισεκ. ευρώ ετησίως και κάλυψαν περίπου το 1/4 του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών.
Ειδικότερα, το 2022 ήταν έτος ρεκόρ για τις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές, αφού ανήλθαν σε 21 δισεκ. ευρώ. Αν και το 2023 καταγράφηκε μείωση, παρέμειναν στο υψηλό επίπεδο των 18 δισεκ. ευρώ. Ήδη, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, καταγράφεται αύξηση των εισπράξεων από θαλάσσιες μεταφορές άνω του 4%, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UNCTAD), ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει πάνω από το 17% του παγκόσμιου στόλου (σε όρους χωρητικότητας – dwt) γεγονός που τον κατατάσσει στην πρώτη θέση της παγκόσμιας ναυτιλίας. Ωστόσο, μόνο το 13% του ελληνόκτητου στόλου είναι νηολογημένο υπό ελληνική σημαία, αν και η διαχείριση σημαντικού μέρους αυτού πραγματοποιείται από την Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία του υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας που έχει αναπτύξει η Τράπεζα της Ελλάδος, το 2023 πραγματοποιήθηκε από τη χώρα η εμπορική διαχείριση σχεδόν 3.000 πλοίων συνολικής χωρητικότητας 188 εκατ. τόνων (dwt) με μέση σταθμισμένη ηλικία 12 έτη.
Η ελληνόκτητη ναυτιλία και ο ευρύτερος ναυτιλιακός χώρος (maritime cluster) μπορούν να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (2023), η συνολική επίδραση της ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ εκτιμήθηκε σε 7,9% (μέσος όρος περιόδου 2018-2021). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην κάλυψη του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας δύναται να έχουν οι φορείς των ναυτιλιακών επιχειρήσεων μέσω των επενδύσεών τους στην ελληνική οικονομία σε κλάδους σχετικούς με τη ναυτιλία (όπως για παράδειγμα τα ναυπηγεία) ή και εκτός αυτής (όπως για παράδειγμα τις τουριστικές επενδύσεις).
Παρά τη σημαντική συνεισφορά της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας, μεγάλο μέρος των εισροών της προέρχεται από το εξωτερικό. Η περαιτέρω ανάπτυξη των συνδεόμενων με τη ναυτιλία δραστηριοτήτων στη χώρα μπορεί να έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός να αυξήσει τη συμμετοχή των εγχωρίως παραγόμενων εισροών στο τελικό προϊόν της ναυτιλίας και αφετέρου να ενισχύσει τις εξαγωγές αυτών των εισροών προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε περαιτέρω το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία και θα περιόριζε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Εν κατακλείδι, απαιτούνται μέτρα πολιτικής για την προσέλκυση περισσοτέρων πλοίων στην ελληνική σημαία καθώς και στην εμπορική τους διαχείριση από την Ελλάδα. Επιπροσθέτως, η επέκταση και διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών της ναυτιλιακής συστάδας (maritime cluster), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ναυπηγείων και των νέων τεχνολογιών, θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συμβολή της ναυτιλίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και να ενισχύσουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Προκλήσεις για τη ναυτιλία
Η πρόσφατη μελέτη Draghi για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας αναδεικνύει τον ρόλο των μεταφορών και της ναυτιλίας, σκιαγραφώντας τη συμβολή τους στην ανάπτυξη άλλων κλάδων της οικονομίας καθώς και στην ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ. Για μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδας αποτελεί μοναδικό επίτευγμα να είναι παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της ναυτιλίας.
Η ελληνική ναυτιλία έχει μάθει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις όποιες προκλήσεις έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. Σήμερα, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά νέων προκλήσεων:
Πρώτον, γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικός κατακερματισμός και προστατευτισμός: Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πιο πρόσφατες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, με τις συνακόλουθες επιθέσεις εναντίον εμπορικών πλοίων, έχει επηρεάσει αφενός την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και αφετέρου τις θαλάσσιες οδούς. Ο αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων δεν περιορίζεται μόνο στη ναυτιλία, αλλά διαχέεται στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς επηρεάζονται αρνητικά οι αλυσίδες προσφοράς και οι τιμές, που αντιμετωπίζουν στη συνέχεια τόσο οι παραγωγοί όσο και οι καταναλωτές. Επιπροσθέτως, ο εμπορικός κατακερματισμός και η τυχόν επέκταση πρακτικών εμπορικού προστατευτισμού δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη ζήτηση υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών.
Δεύτερον, τα θέματα του περιβάλλοντος και της πράσινης τεχνολογίας κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στην ατζέντα της παγκόσμιας ναυτιλίας. Αποτελούν μια πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως η πρόκληση της πράσινης τεχνολογίας για τη ναυτιλία μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, και μέσω αυτών η ΕΕ να αποκτήσει ανταγωνιστικό τεχνολογικό πλεονέκτημα παγκοσμίως. Και σε αυτή την προσπάθεια η ελληνική ναυτιλιακή συστάδα μπορεί να συμβάλει σημαντικά.
Τρίτον, τεχνολογικές προκλήσεις και ασφάλεια: Ο εξοπλισμός των πλοίων και τα εργαλεία για τη διαχείριση του στόλου ενσωματώνουν ολοένα και πιο καινοτόμες τεχνολογίες. Η χρήση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων και η αξιοποίησή τους για το σχεδιασμό μελλοντικών κινήσεων αποτελεί πραγματικότητα για πολλές ναυτιλιακές επιχειρήσεις της χώρας. Ωστόσο, ανησυχίες υπάρχουν για την ασφάλεια αυτών των συστημάτων και την πιθανότητα να γίνουν στόχοι κυβερνοεπιθέσεων. Είναι συνεπώς σημαντική η διαμόρφωση ενός διεθνούς θεσμικού πλαισίου για τον περιορισμό των κινδύνων στα συστήματα τόσο των πλοίων όσο και των λιμένων.
Τέταρτον, εκπαίδευση και επανακατάρτιση των εργαζομένων: Οι τεχνολογικές προκλήσεις και οι περιβαλλοντικές εξελίξεις στο χώρο της ναυτιλίας απαιτούν την εκπαίδευση και την επανακατάρτιση των εργαζομένων τόσο των πλοίων όσο και των φορέων της ναυτιλίας. Η παρουσία καταρτισμένου προσωπικού, ικανού να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας τεχνολογίας και ειδικευμένου στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις, μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.