Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ενδέχεται να επιστρέψει στον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) νωρίτερα από το αναμενόμενο, ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2025. Αυτή η εξέλιξη ενισχύει τις προσδοκίες για ταχύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και πιθανές μειώσεις των επιτοκίων.
Σε συνέντευξή του στους Financial Times, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός μειώνεται με ταχύτερο ρυθμό από τις αρχικές προβλέψεις. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Ο διοικητής της ΤτΕ χαρακτήρισε τα τρέχοντα επιτόκια ως «εξαιρετικά περιοριστικά» και σημείωσε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να τα επανεξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθωρισμού και τις προοπτικές της οικονομίας.
«Ακόμη και αν έχουμε μία μείωση κατά 25 μονάδες βάσης τώρα και άλλη μία τον Δεκέμβριο, θα επιστρέψουμε μόλις στο 3% – θα εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε εξαιρετικά περιοριστικό έδαφος», δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας στους Financial Times, προσθέτοντας ότι είναι πιθανό να υπάρξει περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής το 2025.
Ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι «[οι οικονομικοί] δείκτες εμπιστοσύνης βρίσκονται ακριβώς μεταξύ ζωής και θανάτου» και ότι «ο πληθωρισμός μειώνεται ταχύτερα σε σύγκριση με τις προβλέψεις μας [της ΕΚΤ] του Σεπτεμβρίου», προσθέτοντας: «Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ίσως φτάσουμε στο 2% το πρώτο τρίμηνο του 2025».
Τον Σεπτέμβριο, ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης υποχώρησε στο 1,8% – για πρώτη φορά από το 2021 κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ.
Ωστόσο, οι τιμές καταναλωτή αναμένεται να αυξηθούν ταχύτερα τους τελευταίους μήνες του έτους λόγω των στατιστικών επιδράσεων της βάσης, όπως η σταδιακή εξάλειψη των χαμηλότερων τιμών ενέργειας από τις ετήσιες συγκρίσεις.
Η ΕΚΤ στοχεύει σε επιτόκιο 2% «μεσοπρόθεσμα», με την ισχυρή αύξηση των μισθών και τον υψηλό πληθωρισμό των υπηρεσιών να εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία.
Η ΕΚΤ ξεκίνησε χαλάρωση της περιοριστικής νομισματικής της πολιτικής τον Ιούνιο και μείωσε εκ νέου τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο. Σε περίπτωση που μειώσει τα επιτόκια από το 3,5% τον Οκτώβριο, θα σηματοδοτήσει την απομάκρυνση από την πορεία μείωσης των επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της μονάδας σε κάθε δεύτερη συνεδρίαση.
Ο επικεφαλής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, πρώην ακαδημαϊκός οικονομολόγος, ο οποίος είναι ένα από τα μακροβιότερα μέλη του 26μελούς διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, υποστήριξε ότι η μεσοπρόθεσμη τάση του πληθωρισμού υποδηλώνει ότι υπάρχει περιθώριο για μείωση με ταχύτερο ρυθμό.
«Εάν ο πληθωρισμός συνεχίζει την καθοδική πορεία προς τον στόχο του 2%, γιατί να μην μειώνουμε σε κάθε συνεδρίαση;», είπε.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ άφησε να εννοηθεί την περασμένη εβδομάδα ότι μια μείωση τον Οκτώβριο έχει γίνει πιο πιθανή, λέγοντας στους ευρωβουλευτές στις Βρυξέλλες ότι οι φορείς καθορισμού των επιτοκίων θα λάβουν υπόψη τους μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες μειώσεις του πληθωρισμού.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές τιμολογούν τώρα δύο ακόμη μειώσεις επιτοκίων φέτος και προβλέπουν ότι τα επιτόκια θα πέσουν περίπου στο 1,7% το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους. Οι περισσότερες εκτιμήσεις τοποθετούν το «ουδέτερο» επιτόκιο που ούτε τονώνει ούτε επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα γύρω στο 2%.
«Όλοι κοιτάμε τα ίδια δεδομένα και αυτά δείχνουν ότι οδεύουμε προς την επίτευξη του στόχου του 2% [για τον πληθωρισμό] στα μέσα του 2025, αν όχι νωρίτερα», είπε.
«Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να υποβαθμίσουμε πολύ την οικονομία και κινδυνεύουμε να υποσκάψουμε τον στόχο για τον πληθωρισμό», είπε, προσθέτοντας ότι αυτό θα σήμαινε επιστροφή στο “παλιό πρόβλημα” του πολύ μικρού πληθωρισμού. «Κανείς δεν το θέλει αυτό».
Ενώ η ΕΚΤ μπορεί να χρειαστεί να εντείνει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της, ο Στουρνάρας δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα δεν είναι ήδη πίσω από την καμπύλη.
«Πρέπει να δράσουμε σταδιακά», είπε, προσθέτοντας ότι τα οικονομικά είναι μια “κοινωνική επιστήμη” και όχι “κβαντομηχανική” και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις αντιμετωπίζοντας τεράστια αβεβαιότητα. «Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί αύριο».