Με την προσοχή στο αποτέλεσμα των προεδρικών στις ΗΠΑ, κυρίως όσων ακολουθήσουν, η προσοχή των επενδυτών όπου γης, συνακόλουθα και όσων ενεργούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Κοινός τόπος πως οι εξελίξεις στις ΗΠΑ θα διαμορφώσουν τη στάση των επενδυτών από τα ευρωπαϊκά, τα ασιατικά θα επηρεάσουν -καταρχήν βραχυπρόθεσμα- τη συμπεριφορά των traders σε όλες τις αγορές (μετοχές, συνάλλαγμα, χρέος/ομόλογα, χρυσό κ.λπ.). Αυτό εξηγεί και τη διακριτή επιφυλακτικότητα με την οποία ενεργούν αυτό το διάστημα οι επενδυτές σε Φρανκφούρτη, Παρίσι, Λονδίνο κ.α., με την πλειονότητά τους να προεξοφλεί πως, ανεξάρτητα του ποιος/α θα είναι ο επόμενος κάτοικος του Λευκού Οίκου, η κεντρική διοίκηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει πολιτικές λ.χ. Inflation Reduction Act, δηλαδή σε μεγαλύτερο/μικρότερο βαθμό περιοριστικής λογικής έναντι των ανταγωνιστικών οικονομιών. Είτε με τη μορφή του IRA, είτε με άλλη, οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν προστατευτικά για τα προϊόντα των αμερικανικών εταιριών, το δολάριο θα παραμείνει -ως μοναδικό αποθεματικό νόμισμα διεθνώς- ένα από τα κύρια «εργαλεία» άσκησης πολιτικής, το χρέος με συνεχείς εκδόσεις ομολόγων θα συνεχίσει να διαχέεται στην παγκόσμια οικονομία, τα διάφορα μέτωπα με Κίνα, Ρωσία, Ιράν σίγουρα δεν θα «κλείσουν» σε εύθετο χρόνο.
Του Μιχαήλ Γελαντάλι
Απαραίτητη η λίγο μακροσκελής εισαγωγή, καθώς οι εξελίξεις στις ευρωπαϊκές αγορές εξαρτώνται από το αποτέλεσμα της 5ης Νοεμβρίου και όσων ακολουθήσουν αναπόφευκτα για τη μικρή ελληνική. Με την ΕΚΤ να έχει προχωρήσει (17/10) στην τρίτη μείωση επιτοκίων για το 2024 -δεύτερη σερί για πρώτη φορά μετά τα τέλη 2011-, στο 3,25% (από 4% αρχή 2024), και την Κριστίν Λαγκάρντ να δείχνει πως συνειδητοποιεί τον ενδεχόμενο κίνδυνο ύφεσης και να προχωρά σε ρηξικέλευθη κίνηση, έχουν μεγάλη σημασία τι θα κάνει η Fed και τι περιθώρια θα έχει η Φρανκφούρτη να προχωρήσει και σε τέταρτη μείωση τον Δεκέμβριο.
Παραθέτω συγκριτικές ημερομηνίες συνεδριάσεων Fed – ECB μέχρι το τέλος του έτους: με τη FOMC να συνεδριάζει στις 6-7 Νοεμβρίου (την επομένη των εκλογών) και στις 17-18 Δεκεμβρίου και το Governing Council στις 12 Δεκεμβρίου (στις 13 και 28 Νοεμβρίου non monetary policy meeting).
Εύλογο το ερώτημα για την πολιτική που θα ακολουθήσει η Fed, με τις εκτιμήσεις των ειδικών να διίστανται, ενδεικτική η προσέγγιση του Μοχάμεντ Ελ-Εριάν (Bloomberg) πως η ΕΚΤ θα μειώσει περισσότερο τα επιτόκιά της σε σχέση με τη Fed. Ο πρώην CEO της PIMCO σημείωνε πως, παρά την εξαιρετικά πιο αδύναμη οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη, οι αγορές στοιχηματίζουν ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια κατά περίπου 140 μονάδες βάσης εως τον Σεπτέμβριο του 2025, σχεδόν όσο και η κεντρική τράπεζα στις ΗΠΑ.
Η εκτίμηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την απόκλιση των ρυθμών ανάπτυξης στις δύο περιοχές. Η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε με 3% το περασμένο τρίμηνο, έναντι ανάπτυξης 0,2% στην ευρωζώνη. Πρακτικά, θα μπορούσε η ΕΚΤ στη συνεδρίαση στις 12/12 να προχωρήσει σε ακόμα μία μείωση των 25 μ.β. (δηλαδή στο 3% από 4% αρχή 2024), στέλνοντας το μήνυμα ότι θα συνεχίσει επιθετικά και κατά το (τουλάχιστον) πρώτο 3μηνο του 2025, προκειμένου να ανακτηθεί μέρος από τη μεγάλη απώλεια ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Παράλληλα, μένει να φανεί εάν η Κριστίν Λαγκάρντ θα επιμείνει στη γρήγορη μείωση της κυκλοφορίας χρήματος (καταρχήν μέσω μη επαναγοράς ομολόγων από το πρόγραμμα ΡΕΡΡ/έκτακτο την περίοδο της πανδημίας), αλλά και κατά πόσον στην Κομισιόν θα επιμείνουν στην πίεση των ανεφάρμοστων κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Συνεπώς είναι πολλές οι παράμετροι που θα διαμορφώσουν κλίμα στα επενδυτικά μέτωπα, χωρίς να αναφερόμαστε στα ανοιχτά γεωπολιτικά (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) ή ακόμα και στον ενδεχόμενο κίνδυνο εμφάνισης «μαύρων κύκνων». Τι σημαίνει αυτό; Καταρχήν διατήρηση της μεταβλητότητας, ρίσκου στις διεθνείς αγορές, αλλά με το μέχρι τώρα θετικό αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει όσους υποστηρίζουν ότι οι επενδυτές έχουν εξοικειωθεί στις επάλληλες κρίσεις, έχουν προσαρμόσει τις τακτικές τους ανάλογα.
Το μέχρι τελευταία συν 22,95% για τον S&P500 ή το συν 16,90% για τον DAX και το 8,43% για τον FTSE100 ενισχύουν την εν λόγω προσέγγιση. Για τα ελληνικά assets, η μέχρι τώρα πορεία (για το 2024) αποτιμάται ως ικανοποιητική. Το χρέος της χώρας παρέμεινε υπό άμεση παρακολούθηση, διαχείριση, ο ΟΔΔΗΧ είναι απόλυτος κυρίαρχος και τα κόστη για τα κρατικά ομόλογα παραπέμπουν σε «τιμολόγησή» τους χαμηλότερη/φθηνότερη των αντίστοιχων ιταλικών, γαλλικών (και σύντομα των ισπανικών). Για το Χ.Α. το συν 11,63% (για τον Γενικό Δείκτη) είναι ένα ικανοποιητικό (μέτριο) ποσοστό, ευκαιρίες έχουν υπάρξει για τους επενδυτές αρκετές, έσοδα μερισμάτων μεγαλύτερα των 4 δισ. ευρώ (για πρώτη φορά από το 2008), άντληση κεφαλαίων πάνω από 8 δισ. (στη 2ετία 2023-2024), με 4,1 δισ. από placements, περί το 1 δισ. από νέες εισαγωγής, άλλα 1,6 δισ. από ΑΜΚ και σχεδόν 1 δισ μέσω ομολόγων. Η δε κερδοφορία των εισηγμένων στο Χ.Α. διαμορφώθηκε (πρώτο 6μηνο) στα 6 δισ. (και 3,21 δισ. δίχως τις τράπεζες) Οσον αφορά το συνολικό ενεργητικό και τα ίδια κεφάλαια καταγράφηκαν στο υψηλότερο επίπεδο 18ετίας. Προφανώς, θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, να αποκτηθεί ζωτικό μέγεθος για το Χ.Α. -δεν νοείται να αποτιμώνται οι εισηγμένες στα 100 δισ.-, να «εμβαθύνει» ουσιαστικά, να εκπληρωθούν κριτήρια/προϋποθέσεις για να έχει προοπτική ένταξης στην κατηγορία των αναπτυγμένων. Συζήτηση για το τελευταίο έχει ανοίξει τις τελευταίες εβδομάδες, με τις εκατέρωθεν πλευρές (οφέλη/κινδύνους από την ένταξη ή μη) να έχουν τα επιχειρήματά τους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)