Πολιτικές αναταράξεις έχει προκαλέσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη Γαλλία η κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού για το 2025 στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής. Αρκετοί βουλευτές αντέδρασαν στις προβλέψεις του, με μια ομάδα προσκείμενη στον πρόεδρο Εμ. Μακρόν να προκρίνει την ιδέα της πώλησης ποσοστού 10% των μετοχών που κατέχει το κράτος σε μεγάλες και εμβληματικές για τη χώρα επιχειρήσεις, όπως της Orange, της Renault και της Française des Jeux (FDJ).
Οπως αναφέρεται σε έκθεση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, η πρόσφατη κατάθεση του προϋπολογισμού προκάλεσε τις αποδοκιμασίες της πλειοψηφίας των βουλευτών, ενώ πλήθος εναλλακτικών προτάσεων κατατέθηκε, με κάποιες από αυτές σε θέση να ανατρέπουν βασικές προβλέψεις του κατατεθέντος σχεδίου.
Στο πλαίσιο αυτό, μερίδα βουλευτών του κόμματος του προέδρου Μακρόν πρότεινε ως ενδεδειγμένη λύση την πώληση της κρατικής συμμετοχής σε μεγάλες εταιρίες, αντί της επιβολής πρόσθετης φορολογίας! Συγκεκριμένα, αρκετοί βουλευτές -μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Ζεράλντ Νταρμανέν, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που ανακίνησε το θέμα- πρότειναν το κράτος να πουλήσει το 10% των μετοχών του σε μεγάλες εταιρίες, όπως η Orange, Renault, Française des Jeux (FDJ).
Γιατί έκαναν αυτή την πρόταση, που παραπέμπει στους πρώτους μνημονιακούς καιρούς που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα; Οπως υποστήριξαν, η επιβολή επιπλέον φορολογίας στις επιχειρήσεις, που προβλέπεται στο κατατεθέν σχέδιο νόμου προϋπολογισμού, θα προκαλέσει σοκ και θα αποτελέσει φρένο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αντίθετα, η αποδέσμευση του κράτους από τις εταιρίες αυτές θα αποφέρει σημαντικά οφέλη, αποσοβώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσης της ανάπτυξης.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση διατηρεί επιφυλακτική στάση στο θέμα. Σε αντίθεση με τις προτάσεις πώλησης μετοχών, φαίνεται ότι προτίθεται να συμμετάσχει -μέσω της Bpifrance- στο κεφάλαιο της εταιρίας Opella, θυγατρικής της Sanofi. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την απόφαση είναι να έχει το κράτος δυνατότητα ελέγχου στρατηγικής σημασίας αποφάσεων προς όφελος της εθνικής οικονομίας και καλύτερη ενημέρωση για το μέλλον τόσο της εν λόγω εταιρίας όσο και άλλων μεγάλων, στις οποίες το κράτος είναι μέτοχος.
Σημειώνεται ότι, εκτός από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την Bpifrance, ο Οργανισμός Διαχείρισης Κρατικών Συμμετοχών (Agence des participations de l’ Etat) είναι η τρίτη και κύρια συνιστώσα του κράτους ως μετόχου.
Ο οργανισμός διαχειρίζεται ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει 85 επιχειρήσεις, των οποίων η αξία ανέρχεται στα 179,5 δισ. ευρώ. Η EDF, η εταιρία παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία ανήκει κατά 100% στο γαλλικό κράτος, είναι και η μεγαλύτερη εταιρία στο χαρτοφυλάκιο του γαλλικού δημοσίου. Αλλες μεγάλες εταιρίες είναι η SNCF (Οργανισμός Σιδηροδρόμων Γαλλίας), η RATP (Δίκτυο Μέσων Μεταφοράς περιοχής Παρισίων) και η La Poste (Γαλλικά Ταχυδρομεία). Το γαλλικό δημόσιο παραμένει, επίσης, κορυφαίος επενδυτής στη χρηματιστηριακή αγορά με 10 εισηγμένες συμμετοχές (π.χ., Airbus, Safran, Thales), των οποίων η αξία ανερχόταν τον περασμένο Ιούνιο στα 50 δισ. ευρώ.
Χρηματοδοτικές ανάγκες ύψους 300 δισ. ευρώ
Η Γαλλία θα πρέπει να εκδώσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ το 2025, νέο ρεκόρ έπειτα από έκδοση 285 δισ. ευρώ το 2024 και 270 δισ. ευρώ το 2023.
Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, στα 300 δισ. ευρώ δεν υπολογίζονται οι προεξοφλήσεις χρέους που γίνονται με πρωτοβουλία της Agence France Trésor (AGF), οργανισμού αντίστοιχου με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, προκειμένου να διασφαλιστούν αναχρηματοδοτήσεις του δημόσιου χρέους ή χρέη με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής (ανήλθαν σε 21,4 δισ. ευρώ το 2024). Οι χρηματοδοτικές αυτές ανάγκες, της τάξης των 300 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών προβλέπει για το 2025 μια ελαφρά μείωση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού έντοκων κυρίως γραμματίων, που αποσκοπεί στην κάλυψη απρόβλεπτων χρηματοδοτικών αναγκών. Το σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο έτος προβλέπει μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών στα 306,7 δισ. ευρώ. Οι εν λόγω χρηματοδοτικές ανάγκες είχαν φτάσει το 2024 τα 319,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων λόγω της ολισθηρής πορείας των δημόσιων οικονομικών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη για τα δημόσια έσοδα σε συνάρτηση με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τις προβλεπόμενες δημόσιες δαπάνες.
Με βάση το σχέδιο δημοσιονομικών περικοπών και φορολογικών επιβαρύνσεων, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες που θα καλύψουν οι χρηματοδοτήσεις θα μειωθούν, από 166,6 δισ. ευρώ το 2024, σε 135,6 δισ. ευρώ το 2025. Αυτό αντιστοιχεί σε 5% του ΑΕΠ για το επόμενο έτος, έναντι 6,1% για το τρέχον (ένας λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξημένος κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, στο 114,7%, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, εάν υπάρξει 1,1% ρυθμός ανάπτυξης το επόμενο έτος).
Το γεγονός ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες δεν μειώνονται αντίστοιχα με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων χρεών, που θα φτάσει τα 174,8 δισ. ευρώ το 2025, έναντι 155,1 δισ. ευρώ το 2024.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 1/11/2024)