Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Με τις κρίσεις για την ελληνική οικονομία να είναι απανωτές σε βάθος δεκαπενταετίας, να αντέξει στις πιέσεις μια επιχείρηση οποιουδήποτε μεγέθους, να καταφέρει να μην καταρρεύσει και να αναπτυχθεί μάλιστα με αρκετά υψηλούς ρυθμούς, προφανώς και δεν αποτελεί τον κανόνα.
Ο απαιτητικός κλάδος της βιομηχανίας μέτρησε, δυστυχώς, πολλά λουκέτα στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς ακόμα και φέτος συνέβη κάτι τέτοιο σε κάποιους ομίλους. Ευτυχώς, υπήρξε ένα είδος «αντίβαρου»: αυτοί που δεν λύγισαν. Αυτοί που βρήκαν λύσεις και διεξόδους, αύξησαν έσοδα και κερδοφορίες, διατήρησαν τις θέσεις εργασίας τους, έδωσαν δουλειά σε κόσμο, στήριξαν την αγορά, και πώς όλα αυτά; Πόνταραν στην εξωστρέφειά τους, αλλά και σε μια «επιθετική» ίσως επενδυτική στρατηγική, όταν άλλοι απέφευγαν το ρίσκο, πρόσεξαν τα κόστη και τους δανεισμούς τους και εκ του αποτελέσματος μπορούν να νιώθουν δικαιωμένοι.
Πρώτα η μακρά οικονομική ύφεση, από το 2009 και έπειτα, μετά η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός και το κύμα ακρίβειας συνέθεσαν ένα δεκαπενταετές «εκρηκτικό μείγμα». Αλλοι έμειναν όρθιοι, άλλοι όχι.
Δέκα τέτοια ενδεικτικά (μα όχι τα μόνα) παραδείγματα ελληνικών βιομηχανιών οι οποίες μετέτρεψαν τις κρίσεις σε ευκαιρία εντοπίζει η «DEALnews» από διάφορους κλάδους. Κλασικές περιπτώσεις, εισηγμένων ή μη, που δεν προέρχονται από την πολύ βαριά βιομηχανία (π.χ., τσιμέντο, μέταλλα, καπνός), ενώ στην άτυπη «λίστα» δεν συμπεριλαμβάνονται τηλεπικοινωνιακοί και τεχνολογικοί όμιλοι, ενεργειακοί, φαρμακοβιομηχανίες ναυτιλιακές, τράπεζες, εταιρείες συμμετοχών, κατασκευών, ακινήτων, τυχερών παιγνίων ή μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων.
Σε ορισμένες από αυτές τις βιομηχανίες ηγούνται οικογένειες που συνεχίζουν μια παράδοση δεκαετιών και βέβαια η ολοκλήρωση της χρήσης του 2024 θα στείλει κατά τα φαινόμενα τον πήχη τους ακόμα ψηλότερα…
Το επίθετο «Σαράντης» το συναντά κανείς σε δύο τουλάχιστον επιτυχημένες εγχώριες βιομηχανίες, με υπερδιπλασιασμό πωλήσεων στο διάστημα αναφοράς μέσα σε 13 έτη και για τους δύο:
Η Γρ. Σαράντης ΑΒΕΕ, μητρική του Ομίλου Σαράντη (Κυριάκος και Γρηγόρης Σαράντης), με έδρα την Αθήνα, από το 1964 κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο των καταναλωτικών προϊόντων, διευρύνει διαρκώς τη γεωγραφική παρουσία της, μέσω θυγατρικών σε 12 χώρες και εξαγωγών σε 50, και ενδυναμώνει το portfolio της με πάνω από 100 ισχυρά brands (καλλυντικά, προϊόντα προσωπικής φροντίδας, υγείας, οικιακής χρήσης, επαγγελματικά προϊόντα). Διαθέτει τέσσερις παραγωγικές μονάδες, ισχυρό δίκτυο διανομής 110.000 σημείων και απασχολεί περισσότερους από 2.300 εργαζομένους. Στα «πέτρινα χρόνια» της μεγάλης κρίσης αναδείχθηκε ως ένας από τους «πρωταθλητές» των εξαγορών (σημάτων ή εταιριών, σε Ελλάδα και εξωτερικό), με διψήφιο αριθμό deals, εκτινάσσοντας τον κύκλο εργασιών της από 202,01 εκατ. ευρώ το 2010 σε 482,2 εκατ. ευρώ το 2023, με ιδιαίτερα αυξημένη κερδοφορία.
Η θεσσαλική γαλακτοβιομηχανία Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Ολυμπος, Τυράς, Ροδόπη), μια οικογενειακή επιχείρηση 3ης γενιάς (Μιχάλης και Δημήτρης Σαράντης και διάδοχοι), στηρίχθηκε σε μια παρόμοια φιλοσοφία, με ένα σερί εξαγορών και με την επέκτασή της σε υφιστάμενες (ΑΓΝΟ) και νέες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα αναψυκτικά (Κλιάφα), το ανθρακούχο νερό (Δουμπιά), το εργοστάσιο χαλουμιού στην Κύπρο κ.ά., με δραστηριότητες σε 47 χώρες και 800 εργαζομένους. Leader από πλευράς ελληνικών ομίλων του κλάδου, «έγραψε» έσοδα 598,5 εκατ. ευρώ το 2023, από 275 εκατ. ευρώ το 2010.
Ενα από τα σημαντικότερα turn around stories της σύγχρονης ελληνικής επιχειρηματικής ιστορίας θεωρείται αυτό της μεγαλύτερης εγχώριας σαπωνοποιίας, της Παπουτσάνης, με πορεία από το 1870. Υπό τη διοίκηση του Χάρη Δαυίδ βρέθηκε στα πρόθυρα της πτώχευσης, ωστόσο μετά την αλλαγή ηγεσίας το 2010, με «τιμονιέρηδες» στο «Καραβάκι» της (το παραδοσιακό brand σαπουνιού), το δίδυμο των μετόχων Γεώργιος Γκάτζαρος και Mενέλαος Tασσόπουλος, ο τζίρος των μόλις 12,9 εκατ. ευρώ υπερπενταπλασιάστηκε στα 70,8 εκατ. ευρώ το 2022 (μειώθηκε σε 62,3 εκατ. ευρώ το 2023), με αιχμή τα επώνυμα προϊόντα της, τα ξενοδοχειακά, τα προϊόντα τρίτων και τις βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.
Για τις βιομηχανίες πλαστικών οι προκλήσεις ήταν πιο πολλές, διότι ενδιάμεσα άρχισε και η προσπάθεια για τη μείωση της χρήσης πλαστικού, με στροφή σε χάρτινα και ανακυκλώσιμα προϊόντα, που για κάποιους σήμαινε μετασχηματισμό της παραγωγής τους με επιπλέον επενδύσεις.
Δύο εκπρόσωποι του κλάδου από την ελληνική περιφέρεια έκαναν τη διαφορά: Τα Πλαστικά Θράκης και τα Πλαστικά Κρήτης, των Κωνσταντίνου Χαλιορή και της οικογένειας Λεμπιδάκη.
Η μεν πρώτη, με δραστηριότητες σε τεχνικά υφάσματα, λύσεις συσκευασίας, αλλά και υδροπονικά θερμοκήπια γεωθερμίας, είδε τα ενοποιημένα έσοδά της να ανεβαίνουν από 234,5 εκατ. ευρώ το 2010 σε 345,4 εκατ. ευρώ το 2023 (από 394,4 εκατ. ευρώ το 2022, απόρροια και των ιστορικά υψηλών τιμών πρώτων υλών τους πρώτους μήνες αυτού του έτους).
Η δε δεύτερη, με εργοστάσια σε έξι χώρες και εξαγωγές σε 90, αύξησε τον κύκλο εργασιών της από 170,64 εκατ. ευρώ το 2010 σε 371,7 εκατ. ευρώ το 2023 (και 416,3 εκατ. ευρώ 2022).
Ποιες εταιρίες τροφίμων επεκτάθηκαν και πού
Οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων διαγράφουν τη δική τους επιτυχημένη πορεία στην επιχειρηματική ζωή του τόπου.
Η κορυφαία βιομηχανία κρέατος «Νιτσιάκος» (Μαριλένα Νιτσιάκου) επεκτάθηκε σε άλλες κατηγορίες προϊόντων, πλην των πτηνοτροφικών, τα προηγούμενα χρόνια και ξεπερνά το «φράγμα» των 500 εκατ. ευρώ σε ετήσιες πωλήσεις, όταν το 2010 κετέγραψε 118,81 εκατ. ευρώ.
Η πιο ιστορική μπισκοτοποιία της χώρας, με διαδρομή άνω του ενός αιώνα, η «Παπαδοπούλου» (Ιωάννα Παπαδοπούλου), εκτίναξε τον τζίρο της στα 233,78 εκατ. ευρώ το 2023, από 117 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2009. Από το 2013 εισήλθε στην αγορά του συσκευασμένου ψωμιού και νωρίτερα στις φρυγανιές, ενώ έχει τέσσερα εργοστάσια, 1.500 εργαζομένους και εξάγει σε 70 χώρες.
Την 7η γενιά μυλωνάδων της οικογένειάς του από το μακρινό 1782 εκπροσωπεί στην ηγεσία της Loulis Food Ingredients (πρώην Μύλοι Λούλη) ο Νίκος Λούλης, ο οποίος παρέλαβε τη σκυτάλη της νο1 αλευροβιομηχανίας της χώρας από τον πατέρα του Κωνσταντίνο το 2010, με έσοδα 77,6 εκατ. ευρώ και το 2023 την είδε να φτάνει στα 202,75 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος διατηρεί τέσσερις σύγχρονες μονάδες παραγωγής και τροφοδοτεί την αγορά σε Ελλάδα και εξωτερικό με 420 τύπους επαγγελματικών άλευρων και 880 τελικά μείγματα προϊόντων.
Η μεγαλύτερη παραγωγός ζυμαρικών στην Ελλάδα Μέλισσα-Κίκιζας (Αλέξανδρος Κίκιζας), με ιστορία 77 χρόνων, με την τρίτη γενιά στην ηγεσία της, επεκτάθηκε σε άλλες προϊοντικές κατηγορίες (ελαιόλαδο, αντιπροσώπευση Heinz και Del Monde), ενώ αύξησε τις πωλήσεις εντός και εκτός συνόρων σε 136,5 εκατ. ευρώ το 2023, από 70,04 εκατ. ευρώ το 2010.
Η εισηγμένη Flexopack (οικογένεια Γκινοσάτη), leader σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατασκευή εύκαμπτων υλικών συσκευασίας, εκτίναξε τα έσοδά της από 45,1 εκατ. ευρώ το 2010 σε 153,1 εκατ. ευρώ το 2023, τρεις και φορές πάνω.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 1/11/2024)