Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη πολιτική επάνοδο στην ιστορία της Αμερικής, ο Ντόναλντ Τραμπ, με τη συντριπτική νίκη του στις προεδρικές εκλογές, είναι ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά την επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία και -όπως όλα δείχνουν- στη Βουλή των Αντιπροσώπων, θα έχει την πλειοψηφία και στο Κογκρέσο, με αποτέλεσμα να μπορεί άνετα να εφαρμόσει την πολιτική του. Με δεδομένο το μεγάλο ενδιαφέρον για την εξωτερική πολιτική της δεύτερης θητείας Τραμπ, ας δούμε, βάζοντας στην άκρη κραυγές και κενές ουσίας απόψεις και αναλύσεις συστημικών μέσων ενημέρωσης και αναλυτών, που ακόμη προσπαθούν να συνέλθουν από την παραζάλη που τους προκάλεσε το αποτέλεσμα, ποιο είναι το γενικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στην εξωτερική πολιτική Τραμπ 2.0.
Η εξωτερική πολιτική της δεύτερης θητείας του Τραμπ, «πρώτα η Αμερική», σημαίνει έναν σταθερό κόσμο.
Η επερχόμενη νέα κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ καλείται να πλοηγήσει το πλοίο της Αμερικής, εν μέσω της τεράστιας ζημιάς που έχει προκαλέσει στα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας της Αμερικής και της Δύσης ευρύτερα η ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν – Χάρις.
Οι γνωστοί πλέον σε όλους επικριτές του προέδρου Τραμπ, αναλύοντας και σχολιάζοντας το τι μπορεί να σημαίνει μια «πρώτα η Αμερική» εξωτερική πολιτική, λένε ότι θα βασίζεται στην προοπτική ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία υποχρέωση να επιδιώξουν κάτι μεγαλύτερο από το δικό τους συμφέρον, στενά ερμηνευόμενο, και ότι αυτό θα αποτελέσει μια επική απόκλιση από τα τελευταία 80 χρόνια αμερικανικής στρατηγικής.
Κινδυνολογούν, ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι μια εξωτερική πολιτική «πρώτα η Αμερική» θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την Ουκρανία και άλλα κράτη ευάλωτα στην αυταρχική επιθετικότητα. Οτι, δηλαδή, θα διεύρυνε την αναταραχή που για πολύ καιρό η ηγεμονία των ΗΠΑ έχει περιορίσει.
Αντίθετα, η πραγματικότητα του τι συνέβη κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της πρώτης θητείας του προέδρου Τραμπ, σε σύγκριση με την ανάφλεξη που έχει προκαλέσει τα τέσσερα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση Μπάιντεν, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.
Για παράδειγμα, η Κίνα βρίσκεται σε μια πορεία επικίνδυνης κλιμάκωσης της έντασης γύρω από την Ταϊβάν, που η κυβέρνηση Μπάιντεν επέτρεψε. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη ζημιά στην αποτρεπτική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρόκειται για κάτι εξόχως ανησυχητικό, και δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αμερική στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να μαίνεται και η κυβέρνηση Μπάιντεν εφαρμόζει μια πολιτική κλιμάκωσης, που μπορεί να οδηγήσει από έναν συμβατικό πόλεμο σε έναν μεγάλο πόλεμο θεάτρου, που διατρέχει τον μεγάλο κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης, από συμβατικό σε περιορισμένο πυρηνικό πόλεμο ή πυρηνικό πόλεμο, παρασύροντας την Αμερική και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ στη σύγκρουση.
Στη Μέση Ανατολή η εξωτερική πολιτική κατευνασμού του Ιράν από την κυβέρνηση Μπάιντεν οδήγησε στην τρομοκρατική – δολοφονική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και στη συνέχεια τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ εναντίον του Ισραήλ, με την υποστήριξη του καθεστώτος των μουλάδων της Τεχεράνης.
Ο κόσμος είναι σαφώς χειρότερος σήμερα από ό,τι ήταν το 2020, που αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ. Οι αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι τόσο κολοσσιαίες, ώστε ο σχετικά σταθερός κόσμος της διακυβέρνησης Τραμπ να έχει αντικατασταθεί από πολιτικές αντίθετες προς τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας της Αμερικής και της Δύσης.
Η παράδοση της κυβέρνησης από τον Μπάιντεν στον Τραμπ συνεπάγεται άμεσες σκληρές επιλογές για την κυβέρνηση Τραμπ. Η κατάσταση στην Ταϊβάν μπορεί να εξελιχθεί αρνητικά ανά πάσα στιγμή. Η νέα κυβέρνηση Τραμπ έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει μια πολιτική πίεσης έναντι του Πεκίνου και της ηγεσίας του που θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση της έντασης.
Στο μέτωπο της Ουκρανίας, η τραγική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν θα απαιτήσει όλες τις διαπραγματευτικές ικανότητες του προέδρου Τραμπ για να τερματίσει τον πόλεμο με όρους που είναι ρεαλιστικοί, δεδομένων των επιτυχιών της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης.
Μια άλλη εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση που καλείται να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση Τραμπ είναι η ανασύνταξη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Σε αυτό το κρίσιμο θέμα απαιτείται πολλή δουλειά και πρέπει να γίνουν πολλά. Οι συμβατικές και πυρηνικές δυνάμεις της Αμερικής πρέπει να ενισχυθούν, το επίπεδο των πολεμικών αεροσκαφών της Αμερικής να αποκατασταθεί, η αμυντική βιομηχανική βάση να ανοικοδομηθεί και οι σύμμαχοι της Αμερικής να πειστούν άλλη μια φορά για την αξιοπιστία των δεσμεύσεων της Ουάσινγκτον, αναλαμβάνοντας και αυτοί μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών στο πλαίσιο συνολικής ασφάλειας της Δύσης.
Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ, ανεξάρτητα από τις αβάσιμες κατηγορίες για απομονωτισμό, θα πρέπει να πλοηγήσει το πλοίο και να αποκαταστήσει τη ζημιά που έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν στις συμμαχίες της Αμερικής και στα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας σε κρίσιμα σημεία του πλανήτη.
Τα χαμένα χρόνια της κυβέρνησης Μπάιντεν καθιστούν δύσκολη την επίλυση των προβλημάτων και θα πρέπει να υπάρξει αντιμετώπισή τους με «το καλημέρα» της ανάληψης καθηκόντων από την κυβέρνηση Τραμπ. Ενα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο στο νέο πολύπλοκο γεωπολιτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί.
*Είναι διεθνολόγος, με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, γεωπολιτική και διεθνή οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσινγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως δημοσιογράφος υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στον Λευκό Οίκο, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το αμερικανικό Πεντάγωνο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 8/11/2024)