Του Αντώνη Κοντολέων*
Πράγματι ο δείκτης της μεταποίησης φθάνει σήμερα στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ στη χώρα μας την κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η μέση τιμή της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ στην Ευρώπη των 27 είναι 14,9% ως προς 9,1% στη χώρα μας, γεγονός που δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους.
Προφανώς το υψηλό κόστος ενέργειας δεν αποτελεί τη μόνη αιτία, παρά το γεγονός ότι οι τιμές του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας από την αρχή του έτους είναι έως και 30%-50% υψηλότερες των τιμών των βασικών ευρωπαϊκών αγορών.
Υπάρχει, όμως, μια σαφής διαφοροποίηση όταν αναφερόμαστε στις εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας, όπως ενδεικτικά παραγωγή πρωτόχυτου αλουμινίου, χαλυβουργίες, χαρτοβιομηχανίες, μεταποίηση αλουμινίου και χαλκού, τσιμέντα και κλωστοϋφαντουργίες, για τις οποίες η διεθνής ανταγωνιστικότητά τους εξαρτάται κύρια από το κόστος ενέργειας.
Γι’ αυτές, λοιπόν, είναι σημαντικό όχι μόνο να έχουν ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, αλλά και να μην περικόπτονται οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη χώρα μας και εφαρμόζονται χωρίς περικοπές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αντιστάθμιση κόστους CO₂ και από το να εκκαθαρίζονται χωρίς καθυστέρηση όπως για όσους δικαιούνται μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ.
Πόσο μάλλον όταν οι περικοπές γίνονται για να διατεθούν τα εν λόγω ποσά για διάφορες πράσινες δράσεις.
Αλλως οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας δεν θα μπορέσουν να αντέξουν στην καταιγίδα που έρχεται λόγω των φιλόδοξων στόχων που τίθενται για την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας και των μέτρων των οποίων η εφαρμογή αρχίζει ήδη από το 2026.
Συγκεκριμένα αναφέρουμε τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων που δίδονται σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα, για να αντισταθμίσουν το κόστος λόγω του περιβαλλοντικού φόρου που τους επιβλήθηκε από δεκαετία, όταν ακόμη και σήμερα στις τρίτες χώρες δεν υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση στις αντίστοιχες βιομηχανίες.
Στο ίδιο πλαίσιο σχεδιάζεται από το 2026 να αρχίσει η εφαρμογή ενός μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM, Carbon Border Adjustment Mechanism), ο οποίος θα επιβάλει πρόσθετη χρέωση στα αντίστοιχα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στη θεωρία, βέβαια, όλα είναι εύκολα. Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί λόγω των ανωτέρω ρυθμίσεων για το σύνολο της παραγωγής της, καθώς στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες δεν θα της επιστρέφεται το κόστος άνθρακα που επωμίστηκε, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη και τούτο εφόσον δεν καταστρατηγηθεί ο νέος μηχανισμός.
Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας δεν ζητούν, λοιπόν, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο παρά την προσπάθεια ορισμένων κύκλων να δείξουν ότι η βιομηχανία διαμαρτύρεται αδικαιολόγητα, ζητώντας παράλογες ενισχύσεις, που όμως εφαρμόζονται χωρίς περικοπές στην υπόλοιπη Ευρώπη, ξεχνώντας επιδεικτικά να αναφερθούν στα υπερκέρδη του μεγάλου παίκτη.
Είναι, επίσης, γεγονός ότι οι εγχώριες βιομηχανίες έντασης ενέργειας καλούνται να δραστηριοποιηθούν σε μια αγορά η οποία παρουσιάζει δομικά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, καθώς συμμετέχουν μόνο τέσσερις καθετοποιημένοι παίκτες, με αποτέλεσμα την παντελή έλλειψη συνθηκών ανάπτυξης έστω στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Μία βασική στρέβλωση της ελληνικής αγοράς αποτελεί το γεγονός ότι η τελική τιμή στα οικιακά τιμολόγια (κύρια τα πράσινα, τα κίτρινα αλλά και τα πορτοκαλί) διαμορφώνεται από τη μέση μηνιαία τιμή του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
Τιμολόγια που ήρθαν να αντικαταστήσουν τη γνωστή σε όλους μας ρήτρα αναπροσαρμογής, με πιο πολύπλοκες φόρμουλες, τα οποία όμως έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Το παζλ συμπληρώθηκε με την αυτόματη ένταξη όλων των καταναλωτών στα πράσινα τιμολόγια και την εισαγωγή των σταθερών μπλε τιμολογίων με πολύ υψηλές τιμές, ώστε να μη συμφέρει στους καταναλωτές να τα επιλέξουν.
Σαν ΕΒΙΚΕΝ έχουμε από το 2021 έγκαιρα επισημάνει ότι από τη στιγμή που τα οικιακά τιμολόγια συνδέθηκαν με τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά δημιουργήθηκαν συνθήκες ενδεχόμενης χειραγώγησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά.
Και τούτο διότι οι καθετοποιημένοι παίκτες ως παραγωγοί διαμορφώνουν τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά σε όποια επίπεδα τιμών επιθυμούν, αφού ως προμηθευτές δεν είναι εκτεθειμένοι στο ρίσκο των υψηλών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς, καθώς αυτές μεταφέρονται αυτόματα στα τιμολόγια των καταναλωτών της ΧΤ.
Τον Ιούλιο, τον Αύγουστο αλλά και στις αρχές του Σεπτεμβρίου οι τιμές στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά αλλά και στις γειτονικές αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας με τη δύση του ηλίου στις ώρες αιχμής, 19.00-22.00, εκτοξεύτηκαν στα ύψη, πλησιάζοντας ακόμα και τα 1.000 €/Μwh, χωρίς να υπάρχει έλλειμμα ενέργειας, ενώ οι μέγιστες τιμές τους προηγούμενους μήνες, αλλά και σήμερα, σπάνια ξεπερνούσαν τις ίδιες ώρες τα 200 €/Mwh.
Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός εάν η δυναμικότητα στη διασύνδεση με τη Βουλγαρία έχει κορεστεί ή όχι, κάτι που σημαίνει ότι η υψηλή τιμή διαμορφώθηκε στην Ελλάδα. Η δε ιταλική αγορά για όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα παρέμεινε μόνιμα αποσυνδεδεμένη από την ελληνική, διατηρώντας τιμές στο επίπεδο των 100-200 €/MWh.
Η αφορμή ήταν η ασυνήθιστα αυξημένη ζήτηση μετά τη δύση του ηλίου για 3-4 ώρες, που σταματούν να παράγουν τα φωτοβολταϊκά. Το κίνητρο ήταν η απόκτηση απαράδεκτα υψηλών κερδών. Την ίδια στιγμή η Βουλγαρία πέρασε νόμο για την επιδότηση όλων των επιχειρήσεων για τιμές αγοράς υψηλότερες των 90 €/Mwh.
Λαμβάνοντας υπόψη το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας και σε ποιο βαθμό θα συμβαδίζει η ανάπτυξη των ΑΠΕ και της αποθήκευσης με τη ζήτηση τα επόμενα έτη καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας η σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων με ΑΠΕ και ειδικότερα με φωτοβολταϊκά δεν τις προστατεύουν αποτελεσματικά στις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά στις ώρες αιχμής μετά τη δύση του ηλίου.
*Πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ (Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 22/11/2024)