Η υποβάθμιση επτά γαλλικών τραπεζών, με τον κίνδυνο δημιουργίας ενός αρνητικού σπιράλ που θα επηρεάσει τις δραστηριότητές τους να είναι πλέον ορατός, ακολούθησε μετά την ανακοίνωση από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s της υποβάθμισης του αξιόχρεου της Γαλλίας, κατά μία βαθμίδα σε Aa3.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με νεότερη αναφορά του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής Πρεσβείας, στο Παρίσι, μία εβδομάδα μετά την υποβάθμιση του αξιόχρεου της γαλλικής οικονομίας (πραγματοποιήθηκε στις 13 του μήνα), «ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε επτά γαλλικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων BNP Paribas, Crédit Agricole S.A., Ένωση Περιφερειακών Τραπεζών του ομίλου της Crédit Agricole, Τράπεζα Πράσινων Επενδύσεων (Banque d’ Investissement de la Banque Verte-CACIB), Ομοσπονδία Ταμείων της Crédit Mutuel και Crédit Mutuel Arkéa».
Τα χειρότερα είναι μπροστά…
Ο οίκος Moody’s εξήγησε ότι η συγκεκριμένη απόφαση αντανακλά την εκτίμησή του ότι τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας θα επιδεινωθούν έτι περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, καθώς η πολιτική αβεβαιότητα είναι πιθανόν να εμποδίσει την ταχεία και ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι αναλυτές του οίκου ανησυχούν ότι είναι αρκετά πιθανό οι μελλοντικές κυβερνήσεις να μην είναι σε θέση να επαναφέρουν σε ορθή πορεία τα δημόσια οικονομικά της χώρας. Όπως επισημαίνεται, αυτό που προβληματίζει τους διεθνείς οίκους δεν είναι τόσο η κατάσταση των ίδιων των τραπεζών όσο η σύνδεσή τους με το γαλλικό κράτος, με τον κίνδυνο μετάδοσης της «μόλυνσης» να είναι αρκετά αυξημένος. Οι γαλλικές τράπεζες κατέχουν μεγάλο αριθμό κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς τους. Ως εκ τούτου, εάν η ποιότητα των γαλλικών ομολόγων υποβαθμιστεί, αυτό θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στο δείκτη φερεγγυότητάς τους ή ακόμα και να τις αναγκάσει να δημιουργήσουν πρόσθετα αποθεματικά.
Επιπρόσθετα, οι γαλλικές τράπεζες στρέφονται πολύ περισσότερο στις διεθνείς αγορές για αναχρηματοδότηση. Παρά το γεγονός ότι έχουν κατά μέσο όρο, υψηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το σύνολο των κεφαλαίων αυτών για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των ιδιωτών και δανείζονται στις διεθνείς αγορές.
Ως εκ τούτου, οι όροι δανεισμού τους εξαρτώνται άρρηκτα από την οικονομική τους αξιολόγηση. Περαιτέρω, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της γαλλικής κυβέρνησης ενδέχεται να επηρεάσει έναν ορισμένο αριθμό συναλλαγών, καθώς οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν κρατικά ομόλογα ως εγγύηση προς τους δανειστές τους. Μία χαμηλότερη αξιολόγηση των κρατικών ομολόγων σημαίνει αυτόματα υψηλότερο κόστος δανεισμού, το οποίο είτε θα μετακυλιστεί στο επιτόκιο δανεισμού, είτε θα μειώσει το περιθώριο κέρδους των τραπεζών. Και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, οι αναλυτές υπογραμμίζουν τον αυξημένο κίνδυνο αρνητικού σπιράλ για τη γαλλική οικονομία.
Ένας ακριβότερος δανεισμός ή ένας περιορισμός στη χορήγηση δανείων θα λειτουργούσε ως τροχοπέδη για τις επενδύσεις, τις προσλήψεις και την ανάπτυξη που είναι sine qua non προϋποθέσεις για την καταπολέμηση της αύξησης του χρέους. Παράλληλα, θα μπορούσε να ενισχύσει έτι περαιτέρω την εικόνα των γαλλικών τραπεζών ως το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Οι διεθνείς κεφαλαιαγορές δεν έχουν αντιδράσει ακόμα στην εν λόγω εξέλιξη. Αντίθετα, την επομένη της υποβάθμισης οι μετοχές της BNP Paribas και της Crédit Agricole S.A. σημείωσαν άνοδο σχεδόν 1% στο χρηματιστήριο. Εντούτοις, η υποβάθμισή τους καταδεικνύει ότι ο πολιτικός κίνδυνος και η αβεβαιότητα που υφίσταται στη Γαλλία θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη δραστηριότητα των εν λόγω τραπεζικών ιδρυμάτων στο μέλλον.