ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ
Στην ενεργοποίηση «ρήτρας διαφυγής» προχωρούν οι Βρυξέλλες προκειμένου να μπορέσει η Ευρώπη να αναπτύξει αμυντική βιομηχανία. Ο λογαριασμός από μόνος του «ζαλίζει», 500 δισ., σε ορίζοντα 10ετίας, απότοκο, ωστόσο, της επιθετικής πολιτικής Τραμπ, που -κακά τα ψέματα- «ταρακουνά» την Κομισιόν και υποχρεώνει τη Φον ντερ Λάιεν να επισπεύδει. Προφανώς η στροφή (ή kolotoumba, αν προτιμάτε) της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι συνέπεια των τακτικών που εφαρμόζει η νέα διοίκηση της Ουάσινγκτον.

Τι σημαίνει «ρήτρα διαφυγής»; Χοντρικά, οι στρατιωτικές-αμυντικές δαπάνες να μη συμπεριλαμβάνονται στα αυστηρά όρια του ελεγχόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος. Πρακτικά, θα επιτρέψει στα κράτη-μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις δαπάνες τους, με Ρώμη και Αθήνα να τάσσονται αναφανδόν υπέρ της πρότασης. Σημειωτέον πως στο πλευρό της Αθήνας είναι, εδώ και έναν χρόνο, η Βαρσοβία, υπέρμαχος της πρότασης που είχε υποβάλει η ελληνική πλευρά για αλλαγή των ευρωπαϊκών κανόνων που αφορούν τις αμυντικές δαπάνες. Ελλάδα και Πολωνία έχουν προτείνει -σε πρώτη φάση- την υλοποίηση ευρωπαϊκών αμυντικών έργων, όπως αυτό για την αεράμυνα.
Η πρωτοβουλία Μακρόν (Βαϊμάρη +) τη Δευτέρα, οι ενέργειες για σύνοδο ΥΠΕΞ και οι προτάσεις για χρήση των «παγωμένων» ρωσικών κεφαλαίων, ύψους 300 δισ. δολ., δείχνουν πως οι Ευρωπαίοι έπειτα από 80 χρόνια (Β’ ΠΠ) υπό την πίεση Τραμπ υποχρεώνονται να αναλάβουν τις αμυντικές/στρατιωτικές ευθύνες τους. Πιθανότερο ενδεχόμενο, η σύγκληση συμβουλίου, μετά τις εκλογές της Κυριακής (23/2) στη Γερμανία.
Τι θα σημαίνει για την Ελλάδα η εφαρμογή της ρήτρας; Αρχίζοντας από το βασικό γεγονός πως η χώρα μας δαπανά το 3,2% (του ΑΕΠ) σε στρατιωτικές/αμυντικές δαπάνες, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προδήλως καθώς δεν συνορεύει με το… Λουξεμβούργο ή τη… Δανία, με τον ΥΕΘΑ να δίνει, σε πρόσφατη ομιλία του, τη διάσταση του ζητήματος. «Η Ελλάδα διαθέτει περισσότερα βαρέα άρματα από τη Γερμανία και τη Γαλλία» είχε πει ο Νίκος Δένδιας, ο οποίος έδωσε και μία άλλη διάσταση, θυμίζοντας ότι «η χώρα μας έχει δαπανήσει από τη Μεταπολίτευση έως το 2010 περί τα 254 δισ.», κάτι που επαναδιατύπωσε σε άρθρο του στους «New York Times». Το σημαντικό; Ελάχιστη, σχεδόν μηδενική η προστιθέμενη αξία για την εγχώρια οικονομία/επιχειρηματικότητα.
Η ευκαιρία της ελληνικής βιομηχανίας και της «προβολής σημαίας»
Επιβάλλεται αλλαγή του δόγματος «ψωνίζω από το ράφι» με στροφή 180 μοιρών στην πρακτική της ανάπτυξης, καταρχήν, προγραμμάτων αμυντικής τεχνολογίας που να έχουν προστιθέμενη αξία. Ετσι, οι επενδύσεις στον τομέα της άμυνας δεν θα μπορούν να χαρακτηριστούν «αντιπαραγωγικές» από οικονομική άποψη, αλλά θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της χώρας και την ενίσχυση της απασχόλησης. Οπερ, η εγχώρια βιομηχανία μπορεί να αναπτυχθεί με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την έρευνα και την ανάπτυξη, συνακόλουθα τη δυνατότητα ενίσχυσης νέων τεχνολογιών με παράλληλη βελτίωση των υπαρχουσών. Επί της ουσίας, πρόκειται για προγράμματα ικανών να προσελκύσουν και επενδυτικά κεφάλαια, να δημιουργήσουν θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Προφανώς, θα απαιτηθεί κεντρικός σχεδιασμός, ώστε να αξιοποιηθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία -γιατί όχι… ΣΔΙΤ στρατιωτικού/αμυντικού χαρακτήρα;- ή η σύναψη συμμαχιών/εμβάθυνση υφιστάμενων με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και συνεργασιών με τρίτες χώρες, με τις οποίες υπάρχει ήδη πρόσφορο έδαφος.
Στη λογική «προβολής σημαίας» θα περιοριστώ στην αναφορά μόνο δύο παραδειγμάτων: Σαουδική Αραβία και Ινδία. Γίνομαι σαφής, πρόσφατα (Νοέμβριος 2024) το Ριάντ ζήτησε να επεκταθεί για ακόμα έναν χρόνο (τον τέταρτο) η παρουσία του (ελληνικού) αντιπυραυλικού συστήματος Patriot (για την αντιμετώπιση κυρίως των Χούθι), αίτημα που έκανε δεκτό η Αθήνα την ίδια ημέρα. Δηλαδή, για ακόμα έναν χρόνο (2025) το σύστημα Patriot και οι 120 στρατιωτικοί της (ελληνικής) Πολεμικής Αεροπορίας θα παραμείνουν στη Σαουδική Αραβία. Λίγο ως πολύ γνωστοί οι λόγοι που φέρνουν όλο και πιο κοντά Αθήνα και Δελχί, ειδικότερα οι σχέσεις των δύο πλευρών σε «αμυντικά» ζητήματα φτάνει στο 2012, όταν η Ινδία είχε ενδιαφερθεί για την απόκτηση 250 αντιεροπορικών πυροβόλων και 200.000 φυσιγγιών (πρόγραμμα προϋπολογισμού, τότε, 1,5 δισ.). Το γιατί δεν προχώρησε δεν είναι της παρούσης, πλην όμως καταδεικνύει τα ευρύτατα περιθώρια συνεργασίας, ειδικά μετά την παρόξυνση των σχέσεων Ινδίας – Πακιστάν, τις εξελίξεις στο Μπαλουχιστάν και στοχευμένα, όπως έχουν προτείνει οι Ινδοί, την προμήθεια του BrahMos, φονικότατου αντιπλοϊκού πυραύλου, που θα άλλαζε τα δεδομένα της ναυτικής ισχύος στην ευρύτερη περιοχή Αιγαίου – Κρήτης – Κύπρου.
Επανέρχομαι στη «ρήτρα διαφυγής», δεδομένου ότι για τις περισσότερες οικονομίες χωρών-μελών της Ε.Ε. οι αμυντικές δαπάνες δεν ξεπερνούν καν το 2%, η εφαρμογή της (ρήτρας) θα σήμαινε ότι η ελληνική πλευρά θα μπορούσε αυτό το 3,2% να το αυξήσει στο 4% δίχως να «στενεύεται» από τον δημοσιονομικό κορσέ. Ενα πρώτο βήμα, γιατί η συνέχεια προοιωνίζεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)