Οι καλλιέργειες που έχουν τροποποιηθεί γενετικά ώστε να παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στα έντομα αύξησαν τις σοδειές και ταυτόχρονα περιόρισαν τη χρήση εντομοκτόνων τα τελευταία 20 χρόνια, καταλήγει έκθεση του αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας.
Αντίθετα, τα «μεταλλαγμένα» με ανθεκτικότητα στα ζιζανιοκτόνα δεν αυξάνουν πάντα την απόδοση και επιπλέον έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση ανθεκτικών ζιζανίων.
Η έκθεση
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, γενετικά τροποποιημένη σόγια, αραβόσιτος και βαμβάκι εξαπλώνονται όλο και περισσότερο στα αμερικανικά χωράφια, όπου σήμερα καταλαμβάνουν έκταση 684 εκατομμυρίων στρεμμάτων, περίπου το μισό του συνόλου των καλλιεργημένων εκτάσεων.
«Δεν χαρακτηρίζουμε τις γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες κακές ή καλές. Απλά προσφέρουμε πληροφορίες» διευκρίνισε στο Reuters ο Μάικλ Λίβινγκστον, μέλος της συντακτικής ομάδας στην Υπηρεσία Οικονομικής Έρευνας του Υπουργείου Γεωργίας.
Η έκθεση των 54 σελίδων εξέτασε θέματα που αφορούν τους γεωργούς και το περιβάλλον, όχι όμως και τους ανεκδοτολογικούς ισχυρισμούς για επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, οι οποίοι εξάλλου ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν με αξιόπιστες μελέτες. Η έρευνα του υπουργείου δίνει αρκετά διαφορετική εικόνα για τις δύο κυριότερες ομάδες γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών.
Οι ομάδες
Η πρώτη είναι οι ποικιλίες Bt, οι οποίες παράγουν ένα εντομοκτόνο βακτηριακής προέλευσης, ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι ποικιλίες HT, οι οποίες αντέχουν σε συγκεκριμένα ζιζανιοκτόνα και επιτρέπουν στους αγρότες να απαλλάσσονται από τα ζιζάνια χωρίς να βλάπτουν τις καλλιέργειές τους. Οι περισσότερες τέτοιες ποικιλίες είναι ανθεκτικές στο ζιζανιοκτόνο γλυφοσάτη, γνωστό με την εμπορική ονομασία Roundup της Monsanto.
Οι ποικιλίες Bt αύξησαν τη σοδειά και τα κέρδη για τους καλλιεργητές, γράφουν οι ερευνητές. Ταυτόχρονα, περιόρισαν τη χρήση εντομοκτόνων στις καλλιέργειες αραβόσιτου από τα 23,5 γραμμάρια ανά στρέμμα το 1995 στα 2,24 γραμμάρια ανά στρέμμα το 2010.
Υπάρχουν όμως ενδείξεις για εμφάνιση εντόμων ανθεκτικών στο Bt σε κάποιες περιοχές, επισημαίνουν οι συντάκτες. Για τις ποικιλίες HT, αντίθετα, τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο σαφή. Οι ποικιλίες αυτές επέτρεψαν στους αγρότες να χρησιμοποιούν γλυφοσάτη, ένα ζιζανιοκτόνο που διασπάται εύκολα στο περιβάλλον, στη θέση πιο τοξικών ζιζανιοκτόνων με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Τα ζιζάνια
Ενώ όμως η χρήση εντομοκτόνων μειώνεται, η χρήση γλυφοσάτης ανεβαίνει: από τα 168 γραμμάρια ανά στρέμμα το 2001 σε πάνω από 224 γραμμάρια ανά στρέμμα το 2011. Και η εκτεταμένη χρήση γλυφοσάτης έχει ήδη οδηγήσει στην εμφάνιση τουλάχιστον 14 ειδών ανθεκτικών ζιζανίων, πρόβλημα που καθιστά απαραίτητη την υιοθέτηση καλύτερων γεωργικών πρακτικών (αμειψισπορά, εναλλάξ χρήση διαφορετικών ζιζανιοκτόνων κ.ά). Σε διαφορετική περίπτωση, η γλυφοσάτη θα καταστεί κάποια στιγμή άχρηστη και θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέα ζιζανιοκτόνα.
Επιπλέον, παρά τα 15 χρόνια καλλιέργειας των ποικιλιών HT, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για αύξηση της σοδειάς. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση του εισοδήματος των αγροτών, τουλάχιστον στην περίπτωση της σόγιας ΗT, πιθανώς επειδή η χρήση γλυφοσάτης είναι εύκολη και αφήνει ελεύθερο περισσότερο χρόνο για ενασχόληση με άλλες δραστηριότητες.
Η έκθεση, τέλος, αναφέρεται στις χιλιάδες αιτήσεις που υποβάλλονται στο υπουργείο για δοκιμές νέων γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2012 είχαν δοθεί 7.800 άδειες για δοκιμές «μεταλλαγμένου» καλαμποκιού, πάνω από 2.200 για σόγια, πάνω από 1.100 για βαμβάκι και περίπου 900 για πατάτες.
Οι περισσότερες άδειες (6.782) παραχωρήθηκαν στον κολοσσό της βιομηχανίας Μonsanto. Ακολουθούν η DuPont Pioneer (1.405), η Syngenta (565) και το αμερικανικό υπουργείο γεωργίας (370).