Πολλές φορές επισκέπτονται το ιατρείο ασθενείς, οι οποίοι αναφέρουν ότι ενώ πριν από κάποιο χρονικό διάστημα είχαν περάσει μία λοίμωξη του αναπνευστικού και είχαν γίνει καλά, εμφανίστηκε ένας ξηρός ερεθιστικός βήχας χωρίς άλλα ενοχλήματα.
Λαμβάνοντας από τους ασθενείς το παραπάνω ιστορικό, μιλάμε μάλλον για μεταλοιμώδη βήχα, δηλαδή για ένα βήχα επίμονο, ο οποίος συνήθως εμφανίζεται μετά από μία λοίμωξη του αναπνευστικού και διαρκεί 1 – 1 ½ μήνα.
Συχνά αυτός ο βήχας μπορεί να συνοδεύεται από την αίσθηση ότι κάτι «γαργαλάει» το λαιμό, ενώ μπορεί στους παροξυσμούς του, να προκαλεί τάση προς έμετο, δύσπνοια κ.λπ.
Οι ασθενείς πριν επισκεφτούν τον πνευμονολόγο, έχουν συνήθως λάβει κάποια θεραπευτική αγωγή με αντιβιοτικά, αποχρεμπτικά σιρόπια, αντισταμινικά και άλλα φάρμακα χωρίς όμως βελτίωση του βήχα.
Στην περίπτωση του μεταλοιμώδους βήχα υπάρχουν διάφορες μελέτες όσο αφορά τον μηχανισμό γέννεσης του, η οποίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι μετά από μία λοίμωξη του αναπνευστικού, προκαλείται βλάβη στις νευρικές απολήξεις του αναπνευστικού επιθηλίου, με αποτέλεσμα το αναπνευστικό σύστημα να είναι υπερευαίσθητο σε διάφορα ερεθίσματα και να αντιδρά με έντονο βήχα.
Όταν ο πνευμονολόγος από τα στοιχεία του ιστορικού του ασθενούς πιθανολογεί στη διάγνωση του μεταλοιμώδους βήχα, θα πρέπει να διερευνήσει τα πιθανά αίτια που τον προκαλούν, θεωρώντας δεδομένο ότι ο πυροδοτικός μηχανισμός του βήχα ήταν μία λοίμωξη του αναπνευστικού.
Έτσι ξεκινάμε τη διερεύνηση με διάφορες ερωτήσεις προς τον ασθενή σχετικά με τη συμπτωματολογία που συνοδεύει ή συνόδευε το βήχα.
Σημαντικά στοιχεία είναι η ύπαρξη ή όχι πόνου στο λαιμό, ρινικής συμφόρησης ή καταρροής, γδαρσίματος πίσω από το στέρνο ή βραχνάδας, δηλαδή συνοδών συμπτωμάτων του βήχα που είναι σημαντικά γιατί μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με την περιοχή του αναπνευστικού που πάσχει.
Στη συνέχεια ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε μια λεπτομερή κλινική εξέταση, η οποία με τα ευρήματα που θα προκύψουν, θα μας βοηθήσει στην διάγνωση αλλά και θα αποκλείσει άλλες παθολογικές καταστάσεις του αναπνευστικού, οι οποίες απαιτούν και διαφορετικούς θεραπευτικούς χειρισμούς.
Μια πολύ σημαντική εξέταση στα χέρια του πνευμονολόγου, όχι για τη διάγνωση του μεταλοιμώδους βήχα, αλλά κυρίως για τον αποκλεισμό άλλων παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν επίμονο βήχα(όπως το βρογχικό άσθμα και η Χ.Α.Π.), είναι η σπιρομέτρηση. Η σπιρομέτρηση στον μεταλοιμώδη βήχα, που δε συνυπάρχει με αποφρακτικά νοσήματα των πνευμόνων, είναι πάντα φυσιολογική ενώ σε νοσήματα όπως το βρογχικό άσθμα και η Χ.Α.Π. είναι παθολογική.
Μια άλλη εξέταση που μπορεί να αποκλείσει ή να επιβεβαιώσει σοβαρά αίτια βήχα, είναι η ακτινογραφία θώρακος ενώ αν κριθεί αναγκαίο ο πνευμονολόγος μπορεί να ζητήσει και περαιτέρω εξετάσεις όπως οι γενικές εξετάσεις αίματος, η αξονική τομογραφία θώρακος και η Ω.Ρ.Λ. εξέταση του ασθενούς.
Η θεραπεία του μεταλοιμώδους βήχα, έχει σαν σκοπό την ίαση της περιοχής του αναπνευστικού που πάσχει με συνέπεια την υποχώρηση του βήχα.
Έτσι:
– Αν υπάρχει ρινική καταρροή και συμφόρηση, γίνονται πλύσεις με φυσιολογικό ορό και χορηγούνται αποσυμφορητικά φάρμακα.
– Εάν πάσχει ο φάρυγγας χορηγούνται ειδικές παστίλιες και γίνονται γαργάρες με αλατόνερο.
– Αν υπάρχει λαρυγγίτιδα μπορεί να χορηγηθεί και κορτιζόνη από το στόμα για λίγες ημέρες.
– Τέλος εάν ο ιατρός ανακαλύψει ακροαστικά ευρήματα και προκύψουν ευρήματα από τη σπιρομέτρηση συμβατά με αποφρακτικά νοσήματα των πνευμόνων, επιβάλλεται η χορήγηση βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων και η παρακολούθηση από τον Ειδικό Πνευμονολόγο σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Dr. Γεώργιος Ι. Τασόπουλος MD,PhD
Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος