Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία αυξάνουν τον κίνδυνο να αναπτυχθούν περισσότερες από δέκα μορφές καρκίνου, μεταξύ των οποίων αυτοί της μήτρας, της χοληδόχου κύστεως, του νεφρού, του ήπατος ή του παχέος εντέρου.
Τα παραπάνω υποστηρίζει μελέτη που δημοσιεύεται σήμερα από τη βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet. Η έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, έγινε σε περισσότερους από 5 εκατ. Βρετανούς ηλικίας από 16 ετών, των οποίων ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ήταν γνωστός. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν συνολικά επί επτάμισι χρόνια.
Ο ΔΜΣ είναι η σχέση ανάμεσα στο ύψος και το βάρος. Ένας δείκτης πάνω από το 30 θεωρείται ένδειξη παχυσαρκίας στους ενηλίκους. Όταν ο δείκτης κυμαίνεται ανάμεσα στο 25 και το 30, μιλάμε για υπερβολικό βάρος.
Μελετώντας τα 167.000 κρούσματα καρκίνου που παρατηρήθηκαν σ’ αυτό τον πληθυσμό, οι ερευνητές διαπίστωσαν μια σχέση ανάμεσα στο ΔΜΣ και 17 από τους 22 καρκίνους που παρατηρούνται συχνότερα στη Βρετανία.
Κάθε αύξηση του ΔΜΣ κατά πέντε μονάδες κατέστη δυνατό να συνδεθεί με έναν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων τύπων καρκίνου, με πρώτο με διαφορά αυτόν της μήτρας (με κίνδυνο αυξημένο κατά 62%), ενώ ακολουθούν οι καρκίνοι της χοληδόχου κύστεως (31%), του ήπατος (25%), του τραχήλου της μήτρας (10%), του θυρεοειδούς (9%), καθώς και της λευχαιμίας (9%).
Οι υπερβολικά υψηλοί ΔΜΣ αυξάνουν επίσης το συνολικό κίνδυνο του καρκίνου του ήπατος (19%), του παχέος εντέρου (10%) και των ωοθηκών (9%).
Βασιζόμενοι στα αποτελέσματα αυτά, οι ερευνητές εκτιμούν πως, στη Βρετανία, 12.000 κρούσματα συνηθισμένων καρκίνων που εμφανίζονται κάθε χρόνο μπορεί να συνδέονται με την παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος.
Επίσης, αν η επιδημία της παχυσαρκίας συνεχισθεί με το σημερινό ρυθμό, με μια αύξηση του ΔΜΣ κατά μια μονάδα κάθε 12 χρόνια, μπορεί να υπάρξουν κάθε χρόνο στη χώρα 3.800 επιπλέον κρούσματα καρκίνου.