Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν τρεις ομάδες γενετικών μεταλλάξεων, που προκαλούν οξεία μυελογενή λευχαιμία (έναν τύπο καρκίνου του αίματος), μια εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε νέες θεραπείες της νόσου.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger, με επικεφαλής τον αιματολόγο και ερευνητή του καρκίνου Γιώργο Βασιλείου, σε συνεργασία με επιστήμονες του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, που παρουσίασαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό γενετικής “Nature Genetics”, σύμφωνα με το BBC, ανακάλυψαν με ποιο τρόπο η συνηθέστερη μετάλλαξη, που λαμβάνει χώρα στο γονίδιο Npm 1, αρχίζει τη διαδικασία τής ανάπτυξης του καρκίνου και πώς συνεργάζεται με άλλες μεταλλάξεις για να προκαλέσει κανονική λευχαιμία.
Κάνοντας πειράματα σε ποντίκια, οι επιστήμονες ανακάλυψαν με ποια διαδικασία αυτές οι μεταλλάξεις, μέσα από μια διαδοχή διακριτών σταδίων, μετατρέπουν το φυσιολογικό αίμα σε λευχαιμικό.
Στην οξεία μυελογενή λευχαιμία, ο μυελός των οστών, που παράγει τα αιμοκύτταρα, αρχίζει να παράγει ανεπαρκώς ανεπτυγμένα λευκοκύτταρα, τα οποία αλλάζουν την ισορροπία στη σύνθεση του αίματος. Τα κύτταρα αυτά, λόγω της ανωριμότητάς τους, δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τις μολύνσεις, ενώ αναλογικά υπάρχουν πολύ λίγα ερυθρά αιμοσφαίρια για να μεταφέρουν οξυγόνο μέσω του αίματος σε όλο το σώμα. Αν δεν υπάρξει θεραπεία, η νόσος μπορεί να γίνει θανατηφόρα ακόμα και μέσα σε λίγες εβδομάδες. Περίπου τρεις στους δέκα ενήλικες ασθενείς κατά μέσο όρο επιβιώνουν για μια πενταετία.
Μέχρι στιγμής έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Ο Γ. Βασιλείου δήλωσε ότι, χάρη στη νέα έρευνα, εντοπίστηκαν κρίσιμα βιολογικά στάδια που λαμβάνουν χώρα κατά την ανάπτυξη της λευχαιμίας, πράγμα που μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, μελλοντικά, αν και -όπως είπε- η όλη διαδικασία μπορεί να πάρει δεκαετίες. Σε πιο σύντομο χρόνο, όμως, πρόσθεσε, ίσως καταστεί εφικτό να χρησιμοποιηθούν υπάρχοντα φάρμακα με πιο στοχευμένο τρόπο.
Ο Γ. Βασιλείου σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και απέκτησε το διδακτορικό του από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Από το 2006 εργάζεται ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Wellcome Trust Sanger, όπου από το 2010 είναι επικεφαλής δικής του ερευνητικής ομάδας, ενώ παράλληλα είναι σύμβουλος-αιματολόγος στο νοσοκομείο Addenbrooke’s του Κέμπριτζ, ασχολούμενος με την θεραπεία των καρκίνων του αίματος. Είναι εταίρος του Βασιλικού Κολλεγίου Παθολόγων και μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Ιατρών.