Ένα στα τέσσερα παιδιά κι ένας στους τέσσερις ενήλικες είναι υπέρβαροι, ενώ τα ποσοστά του σακχαρώδη διαβήτη τύπου δύο, τον μέχρι πρότινος χαρακτηριζόμενο ως διαβήτη των ενηλίκων, φτάνουν το 33% με 45% των νεοδιαγνωσθέντων περιστατικών στους εφήβους.
Τα παραπάνω τόνισε η κλινική διαιτολόγος – διατροφολόγος Αμαλία Γιωτοπούλου κατά τη διάρκεια της επιστημονικής εκδήλωσης με θέμα «Μεσογειακή διατροφή: Από τη θεωρία στην πράξη», που έγινε σήμερα στην Αθήνα από τα Κέντρα Μεσογειακής Δίαιτας – Διατροφής Mediterranean Diet.
Σύμφωνα με την κ. Γιωτοπούλου η παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία συμβάλει σ’ ένα εύρος άμεσων, αλλά και μακροχρόνιων προβλημάτων, όπως σακχαρώδης διαβήτης, υπερλιπιδαιμίες, υπέρταση, άπνοια ύπνου, μυοσκελετικά, γαστρεντερικά και ψυχολογικά προβλήματα.
Υπέρβαρα παιδιά, ειδικά άνω των 7 χρόνων, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για παχυσαρκία και καρδιαγγειακά νοσήματα κατά την ενήλικη ζωή. Η συχνότητα εμφάνισής τους στα παιδιά σ’ όλο τον κόσμο ενδέχεται να αυξηθεί έως και 50% στα επόμενα 15 χρόνια.
Από έρευνα που διεξήγαγε το Κέντρο Μεσογειακής Δίαιτας – Διατροφής, για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών σχολικής ηλικίας (2.500 παιδιά) προέκυψε ότι:
Τρία στα δέκα παιδιά δεν τρώνε πρωινό, πέντε στα δέκα δεν παίρνουν σνακ από το σπίτι για το σχολείο, μόνο ένα στα δέκα παίρνει όλα τα γεύματα με την οικογένεια του και πέντε στα δέκα παιδιά τρώνε πάνω από δύο φορές την εβδομάδα κόκκινο κρέας.
Επιπλέον προέκυψε ότι: Έξι στα δέκα παιδιά θεωρούν ότι τρέφονται σωστά, έξι στα δέκα γνωρίζουν τον όρο μεσογειακή διατροφή και τον συνδέουν με το ελαιόλαδο, επτά στα δέκα παιδιά διαβάζουν τη λήξη στις ετικέτες των τροφίμων και οκτώ στα δέκα παιδιά τρώνε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα φαγητό απ’ έξω.
Όπως ανέφερε η κ. Γιωτοπούλου, από το σύνολο των 1.200 παιδιών υπέρβαρων – παχύσαρκων, ηλικίας 8 με 12 χρόνων, εκ των οποίων το 60% ήταν κορίτσια και το 40% αγόρια, τα 174 (ποσοστό 14,5%) είχαν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ορού και τα 114 (ποσοστό 9,5%) είχαν αυξημένα επίπεδα σακχάρου.
Ύστερα από παρέμβαση για διάστημα ενός έτους στο σύνολο του δείγματος οι τιμές των βιοχημικών δεικτών μειώθηκαν από 10 έως 30%.
Στην ηλικία των 16-17 χρόνων, οι 100 από τους 110 έφηβους, ποσοστό 90,9%, που επανεξετάστηκαν είχαν διατηρήσει σε φυσιολογικά επίπεδα τους βιοχημικούς δείκτες καθώς και το σωματικό τους βάρος.
Τέλος η κ. Γιωτοπούλου επισήμανε ότι εκτός από την διατροφική διαπαιδαγώγηση των παιδιών κρίνεται απαραίτητη και η εκπαίδευση.