Η αϋπνία δεν αποτελεί για πολύ κόσμο πάθηση. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως είναι κάτι φυσιολογικό, την αποδίδουν σε εγγενή χαρακτηριστικά, στον τρόπο ζωής, στα ωράρια εργασίας και σε διάφορα άλλα αίτια, χωρίς όμως να σκέφτονται ότι η αϋπνία αποτελεί πάθηση και χρήζει ενίοτε ιατρικής βοήθειας.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια που οι ρυθμοί της ζωής έχουν αλλάξει, οι άνθρωποι εργάζονται περισσότερο, ζουν με αυξημένο άγχος και κοιμούνται όλο και λιγότερο.
Η δρ. Αναστασία Μοσχοβάκη, ιατρός παθολόγος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, γι’ αυτό το θέμα εξηγεί ότι «η αϋπνία είναι πάθηση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη επαρκούς ύπνου. Εκδηλώνεται με δυσκολία στο να κοιμηθεί ο ασθενής, με συχνά νυχτερινά ξυπνήματα, με πολύ πρωινό ξύπνημα, ενώ συχνά εμφανίζει φαινόμενα ποιοτικώς ανεπαρκούς ύπνου παρότι μπορεί να κοιμηθεί για πολλές ώρες».
Έτσι συμπληρώνει η κ. Μοσχοβάκη ο ασθενής εμφανίζει κατά τη διάρκεια της ημέρας υπνηλία ή κόπωση. Μάλιστα τονίζει ότι όταν η αϋπνία συνοδεύεται και από άλλα συμπτώματα, όπως αύξηση των καρδιακών παλμών, πονοκέφαλο κλπ, ή όταν δεν είναι παροδική κατάσταση σε ένα οργανισμό, η ιατρική αξιολόγηση είναι απαραίτητη.
Η κ. Μοσχοβάκη δηλώνει πως τα νευροβιολογικά συστήματα που ρυθμίζουν την ομαλή λειτουργία του κύκλου ύπνου και την καλή ποιότητα του ύπνου, είναι σύνθετα και εξαιρετικά ευαίσθητα σε μία ποικιλία από παράγοντες, όπως ορμόνες, φάρμακα, άγχος και οργανικές διαταραχές. «Η αϋπνία μπορεί λοιπόν να πυροδοτείται από μία περιστασιακή απορρύθμιση των συστημάτων αυτών για παράδειγμα στρες, ή από μία πιο μόνιμη απορρύθμιση, όπως από χρόνιο οργανικό νόσημα που δεν έχει εντοπιστεί ή δεν θεραπεύεται σωστά», λέει και προσθέτει ότι «το άγχος αποτελεί μία από τις αιτίες της αϋπνίας, αλλά συντελεί και στην επιδείνωση της αϋπνίας που προκαλείται από οποιοδήποτε αίτιο. Η ίδια η αϋπνία προκαλεί επίμονο στρες, με συνέπεια την πυροδότηση φαύλου κύκλου και καταθλιπτικών συμπτωμάτων».
Αναλύοντας τα οργανικά αίτια της αϋπνίας, επισημαίνει πως οργανικά νοσήματα που προκαλούν επίμονες αϋπνίες είναι τα εγκεφαλικά και τα καρδιακά νοσήματα, οι πεπτικές διαταραχές, οι αναπνευστικές νόσοι, οι ορμονικές διαταραχές και τα νεφρικά και ηπατικά νοσήματα. «Η εμμηνόπαυση αρκετές φορές προκαλεί επίσης ορμονικές διαταραχές που με την σειρά τους ευθύνονται για τις διαταραχές ύπνου, στις γυναίκες», τονίζει η κ. Μοσχοβάκη, ενώ λέει ότι η αναστροφή των βιολογικών ρυθμών, όπως εργασία κατά την νύχτα, αλλά και η υπερβολική λήψη καφέ και αλκοόλ είναι συνήθεις παράγοντες που προκαλούν αϋπνία.
Τονίζει δε πως όλα τα είδη αϋπνίας μπορεί να επιδεινωθούν ή να διαιωνιστούν από συμπεριφορές που δεν βοηθούν στον καλό και συνεχή ύπνο ή από το περιβάλλον του υπνοδωματίου που μπορεί να μην βοηθάει στον ύπνο. «Ο θόρυβος, το φως, τα μεγάλα γεύματα, η επίπονη σωματική και πνευματική δραστηριότητα πριν τον ύπνο, τα βαριά γεύματα, ο καφές, η κατάχρηση αλκοόλ είναι παράγοντες που πρέπει να αποφεύγονται πριν τον ύπνο», λέει η γιατρός και προσθέτει ότι «ο ασθενής πρέπει να διατηρεί σταθερές ώρες που πηγαίνει για ύπνο και που ξυπνάει καθημερινά ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, να εντάξει στην καθημερινότητά του τεχνικές χαλάρωσης, να αποφεύγει το στρες και όταν η αϋπνία είναι επίμονη, θα πρέπει να απευθύνεται στο γιατρό για εξεταστούν τα ακριβή αίτια που την προκαλούν, προκειμένου να καταπολεμηθεί».