Μια αισιόδοξη οπτική για την τρέχουσα επιδημία καταθέτουν Έλληνες επιστήμονες που μελέτησαν της εξάπλωση του κορωνοϊού σε σχέση με την θερμοκρασία.
Έως τώρα τα δεδομένα, σε διεθνές επιστημονικό επίπεδο σχετικά με την επίπτωση της θερμοκρασίας στην εξάπλωση του κορωνοϊού φαίνεται να είναι αντικρουόμενα, Η ελληνική μελέτη έρχεται ωστόσο να υποστηρίξει ότι η διασπορά του κορωνοϊού σε χώρες με υψηλές θερμοκρασίες, είναι μικρότερη.
Τη μελέτη διεξάγει η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με συντονιστή τον καθηγητή Πνευμονολογίας Κωνσταντίνο Γουργουλιάνη και κύρια ερευνήτρια την δρ. Ουρανία Κώτσιου, σε συνεργασία με το Μετσόβιο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών.
«Εντοπίσαμε μια σαφή επίδραση της θερμοκρασίας στο ρυθμό εξάπλωσης της νόσου, καθώς οι χώρες με χαμηλότερες θερμοκρασίες και ιδιαίτερα με μέσες τιμές 0-18 βαθμών Κελσίου εμφανίζουν ταχύτερα μεγαλύτερο αριθμό νέων κρουσμάτων COVID-19 ανά ημέρα, και μεγαλύτερο συνολικό αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, σε σύγκριση με τις χώρες με υψηλότερη μέση θερμοκρασία», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Πνευμονολογίας.
«Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας η επίδραση της θερμοκρασίας φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από το χρόνο εκδήλωσης του πρώτου κρούσματος και της πυκνότητας του πληθυσμού. Φυσικά στον τελικό αριθμό των κρουσμάτων πρωτεύοντα ρόλο παίζει η λήψη μέτρων πρόληψης της διάδοσης του ιού και τα συστήματα καταγραφής κρουσμάτων της κάθε χώρας, τα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν».
Σύμφωνα με τον κ. Γουργουλιάνη, από ετών γίνεται μία επιστημονική συζήτηση για το εάν οι χαμηλότερες θερμοκρασίες συσχετίζονται με μεγαλύτερη μολυσματικότητα και εξάπλωση των κορωνοϊών. Εκτός από την υψηλή γενετική ομοιότητα που ανιχνεύθηκε μεταξύ του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, και του κορωνοϊού που προκάλεσε το σύνδρομο SARS το 2002 στην Κίνα, παρατηρήθηκε πως αμφότερες οι επιδημίες ξέσπασαν κατά τη χειμερινή περίοδο, καθώς ο νέος κορωνοϊός ιός εντοπίστηκε στη Wuhan τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ εκείνος που προκάλεσε το σύνδρομο SARS είχε ανιχνευθεί στην πόλη Foshan της Κίνας, το Νοέμβριο του 2002.
Αξίζει να σημειώσουμε, επισημαίνει ο καθηγητής, ότι στην Κίνα οι χειμερινοί μήνες Νοέμβριος ως Ιανουάριος είναι οι πιο ψυχροί μήνες του έτους, με μια μέση θερμοκρασία χαμηλότερη από 0 βαθμούς Κελσίου λόγω της επίδρασης των χειμερινών μουσώνων. Επιπλέον, χαρακτηριστικά οι δύο χώρες κατά τις περιόδους έναρξης των επιδημιών είχαν υποστεί τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 40 ετών.
Πολλές μελέτες, λέει ο καθηγητής, υποστηρίζουν ότι το κρύο ευνοεί την επιβίωση και εξάπλωση των κορωνοϊών, ερμηνεύοντας την εποχικότητα στην εκδήλωση των ιικών επιδημιών. «Κύριοι παράγοντες που ενισχύουν τη θεωρία της εποχικότητας στην εξάπλωση των ιικών επιδημιών είναι η αύξηση: α) του συγχρωτισμού που ενισχύει τη μετάδοση, β) της ευαλωτότητας του ανθρώπινου οργανισμού, και γ) της σταθερότητας των ιϊκών σωματιδίων στο περιβάλλον κατά τους χειμερινούς μήνες. Προηγούμενες έρευνες παρατήρησαν ταχεία πτώση της επιβίωσης των κορωνοϊών που προκάλεσαν τις επιδημίες MERS και SARS-CoV σε υψηλότερες θερμοκρασίες».
«Παρατηρούμε», αναφέρει, τέλος, ο κ. Γουργουλιάνης, «ότι ανεξάρτητα από την περίοδο έναρξης του πρώτου κρούσματος (Ιανουάριο, Φεβρουάριο ή Μάρτιο) οι χώρες που είχαν μέση θερμοκρασία υψηλότερη από 18 βαθμούς Κελσίoυ εμφανίζουν μικρότερο αριθμό συνολικών κρουσμάτων- συνιστώντας το cluster με τη μικρότερη διασπορά νόσου».