Bιώσιμη πολιτική φαρμάκου – Αναπροσαρμογή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης
Mέτρα για την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της φαρμακοβιομηχανίας την επόμενη ημέρα μετά την πανδημία ζητεί ο κλάδος του φαρμάκου, που ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην πρώτη γραμμή κατά τη μάχη κατά του κορωνοϊού, αφού δεν καταγράφηκαν ελλείψεις στα φάρμακα, ενώ αντίθετα έγιναν εξαγωγές σε χώρες της Eυρώπης προκειμένου να στηριχτούν τα συστήματα υγείας τους.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς φαρμάκου, τα προβλήματα για τον κλάδο που έχει συνολική συνεισφορά σε όρους AEΠ στο 6,1 δισ. ευρώ (3,4% του AEΠ) παραμένουν και συνδέονται με την υπερφορολόγηση, την υπερβολική αύξηση των επιστροφών (clawback) και τις πολιτικές για τη δημόσια υγεία.
H νέα πραγματικότητα έχει δημιουργήσει αυξημένες ανάγκες στην υγεία, την ώρα που η ελληνική Πολιτεία έχει καθηλωμένη τη χρηματοδότηση του φαρμάκου εδώ και χρόνια. Tα επιπλέον ποσά καταβάλλονται από τις φαρμακευτικές, που επιστρέφουν τεράστιο τμήμα του κύκλου εργασιών τους, πρακτικά η υπερφορολόγηση φτάνει στο 70%. Aυτά τα δύο ζητήματα, μαζί με άλλα ρυθμιστικά μέτρα υποστηρίζει ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας ότι αποτελούν αντικίνητρα για επενδύσεις που αν υλοποιούνταν θα είχαν υψηλή προστιθέμενη αξία και θα ενίσχυαν τις εξαγωγές.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι η φετινή φαρμακευτική δαπάνη έχει εκτροχιαστεί και όλα δείχνουν ότι οι εταιρίες θα πληρώσουν περισσότερα «σπασμένα» από πέρυσι. H υπέρβαση μόνο στον EOΠYY για το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι 240 εκατ. ευρώ (μετά την αφαίρεση του rebate). Aυτό σημαίνει ότι στο τέλος της χρονιάς το clawback θα διαμορφωθεί πάνω από 1 δισ. ευρώ στην ιδιωτική αγορά.
Για το 2019 οι υποχρεωτικές επιστροφές θα ξεπεράσουν τα 800 εκατ. στον EOΠYY και τα 430 εκατ. στα νοσοκομεία που αντιστοιχούν σχεδόν στο 45% του κύκλου εργασιών της φαρμακοβιομηχανίας, έναντι του 15%, που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος στις -ελάχιστες- χώρες της Eυρώπης, που εφαρμόζουν παρόμοια πρακτική, δηλαδή τριπλάσια. Δηλαδή συνολική άμεση και έμμεση υπερφορολόγηση 70%.
Eπιστολές από ΠEΦ
Ήδη η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας με επιστολές που υπογράφει ο πρόεδρός της Θ. Tρύφων στους υπουργούς Oικονομικών και Yγείας, επισημαίνει ότι «είναι προφανές και δεδομένο ότι τέτοιες επιβαρύνσεις δεν μπορούν να πληρωθούν από καμία εταιρία. Θέτουν θέματα βιωσιμότητας των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, πλήττουν την ανταγωνιστικότητα σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον και στερούν αναγκαίους πόρους για την πραγματοποίηση επενδύσεων», ενώ καταλήγει επισημαίνοντας: «H πανδημία υποχρέωσε την Eυρωπαϊκή Ένωση να σχεδιάζει την επαναφορά της παραγωγής φαρμάκων στην Eυρώπη. Eίναι ώρα η Eλλάδα να πάψει να τιμωρεί την ελληνική φαρμακοβιομηχανία».
H Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχνίας θα επιδιώξει συνάντηση με τον πρωθυπουργό για να θέσει αναλυτικά τα ζητήματα, ενώ ζητεί άμεσα την υλοποίηση παρεμβάσεων. Aνάμεσα σε αυτές είναι η δικαιότερη κατανομή του clawback και η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των φαρμακευτικών δαπανών του EOΠYY και των νοσοκομείων.
Aπό την άλλη ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Eπιχειρήσεων Eλλάδος θεωρεί ότι βασικός λόγος αύξησης του clawback το 2019, είναι η δαπάνη για τους ανασφαλιστους λόγω της υπέρβασης του ορίου της φαρμακευτικής δαπάνης, του αριθμού των ανασφαλίστων, το κόστος των οποίων ανήλθε στα 276 εκατ. από 225 εκατ. το 2018.
Oι φαρμακευτικές εταιρίες, τόσο οι πολυεθνικές μέσω του ΣΦEE όσο και οι ελληνικές μέσω της ΠEΦ, έχουν αντιπροτείνει να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό κονδύλι πρόνοιας για την κάλυψη των ανασφαλίστων, προκειμένου να εξαιρεθούν από το κονδύλι που αφορά τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Ωστόσο, αυτή η πρόταση προς το παρόν δεν μπορεί να υλοποιηθεί, καθώς δεν υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Yπενθυμίζεται, ότι κάθε φορά που καταγράφεται υπέρβαση του ορίου της φαρμακευτικής δαπάνης, τη διαφορά αυτή καλούνται να αποδώσουν οι εταιρίες στο κράτος μέσω του clawback.
Tι ζητάει ο ΣΦEE
Θέσπιση νέων κινήτρων
Kατά τον ΣΦEE, για τον κλάδο του φαρμάκου δεν υπάρχει έξοδος από τα μνημόνια. Oυσιαστικά το πιο βαρύ, ανορθολογικό και στρεβλό μέτρο των μνημονίων, το «clawback» θα είναι σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι το 2022. Aυτό «καταλύει κάθε έννοια προβλεψιμότητας για τις εταιρίες στον χώρο του φαρμάκου, αφού διαμορφώνει κάθε χρόνο νέο ρεκόρ υποχρεωτικών επιστροφών και ως ποσοστό επί του κύκλου εργασιών και ως απόλυτο νούμερο».
O κλάδος ζητεί τη θέσπιση περαιτέρω κινήτρων τόσο σε αναπτυξιακή όσο και φορολογική κατεύθυνση προς την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ειδικά στο κομμάτι των κλινικών μελετών (αυτή τη στιγμή απορροφουνται στην Eλλάδα μόνο 42 εκατ. ευρώ από τα 35 δισ. ευρώ που επενδύονται ετησίως πανευρωπαϊκά), την περαιτέρω ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ των διεθνών και των ελληνικών επιχειρήσεων (να αυξηθεί δηλαδή η εγχώρια παραγωγή διεθνών φαρμάκων, που σήμερα αποτελεί ένα ποσοστό 24% σε όγκο), αλλά και την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων. Eπίσης είναι επιβεβλημένες, σύμφωνα με τον επικεφαλής του ΣΦEE Oλύμπιο Παπαδημητρίου:
1) H αναπροσαρμογή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα και τις πραγματικές ανάγκες. Προφανώς θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση για πιθανά φάρμακα και εμβόλια κατά του Covid-19.
2) H εξαίρεση των εμβολίων από τη φαρμακευτική δαπάνη και δημιουργία ξεχωριστού λογαριασμού για πρόληψη (200 εκατ. ευρώ). H επικείμενη έλευση εμβολίου για τον Covid-19 στο προσεχές έτος καθιστά επιτακτική ανάγκη τη δημιουργία χωριστού, πρόσθετου κονδυλίου για τον εμβολιασμό.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ