Νέα έρευνα που έγινε από Καναδούς και Αμερικανούς έδειξε ότι όσο νωρίτερα, μετά την ανάρρωσή τους, συλλέγεται το πλάσμα από τους δότες, τόσο το καλύτερο, επειδή τα αντισώματα αρχίζουν να εξαφανίζονται τρεις μόλις μήνες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων των ασθενών.
Η μικρή μελέτη, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ρενέ Μπαζέν του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Κεμπέκ, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Blood της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας, παρακολούθησε 15 αναρρώσαντες δότες πλάσματος. Οι δωρεές πλάσματος -τέσσερις έως εννέα φορές από κάθε δότη- είχαν γίνει 33 έως 114 μέρες μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων.
Όπως είπε η Μπαζέν, η έρευνα είναι μια από τις πρώτες που δείχνουν ότι οι οροθετικοί (όσοι παράγουν αντισώματα κατά του κορονοϊού SARS-CoV-2) σταδιακά μετατρέπονται σε οροαρνητικούς (δεν έχουν πια ανιχνεύσιμα αντισώματα στο σώμα τους). Η σταδιακή μείωση των αντισωμάτων δεν φαίνεται να σχετίζεται με τον μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό δωρεών πλάσματος από το ίδιο άτομο.
Όμως όλοι οι δότες εμφάνισαν μείωση αντισωμάτων σχεδόν ταυτόχρονα, περίπου 88 μέρες (σχεδόν τρεις μήνες) μετά τα πρώτα συμπτώματα COVID-19. Μέσα στις επόμενες 21 μέρες, είχαν εξαφανιστεί περίπου τα μισά από τα αρχικά αντισώματά τους.
«Τα αντισώματα εξαφανίζονται γρήγορα, συνεπώς όσοι αναρρώνουν από COVID-19 και θέλουν να δωρίσουν πλάσμα αίματος, δεν πρέπει να περιμένουν πολύ», ανέφερε η δρ Μπαζέν. «Με βάση τα ευρήματά μας, ιδανικά οι γιατροί θα έπρεπε να χρησιμοποιούν πλάσμα, το οποίο έχει συλλεχθεί νωρίς μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Επίσης θα πρέπει προηγουμένως να ελέγχουν για την παρουσία των αντισωμάτων, προτού χορηγήσουν το πλάσμα σε ένα ασθενή», πρόσθεσε.
Μια εξέταση 282 δωρητών πλάσματος έδειξε ότι σχεδόν το 7% δεν είχαν ανιχνεύσιμα αντισώματα ήδη από την πρώτη δωρεά, ποσοστό που ήταν διπλάσιο για τους αναρρώσαντες που έκαναν την πρώτη δωρεά πλάσματος μετά από 11-12 εβδομάδες.
Όταν κάποιος μολύνεται με ένα ιό, το αίμα του δημιουργεί αντισώματα για να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη. Μετά την ανάρρωση, τα αντισώματα μπορεί να παραμείνουν στο πλάσμα του αίματος για μήνες ή ακόμη και για χρόνια. Η μετάγγιση αυτών των αντισωμάτων σε νέους ασθενείς μπορεί να βοηθήσει το αμυντικό σύστημα τους να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό. Πολλές κλινικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη σε διάφορες χώρες (και στην Ελλάδα) για να αξιολογήσουν τη χρησιμότητα της θεραπείας σε ασθενείς με COVID-19.