Ο συνδυασμός δύο συνθετικών αντισωμάτων της αμερικανικής φαρμακευτικής εταιρείας Eli Lilly μείωσε κατά 70% τις νοσηλείες και τους θανάτους μεταξύ ασθενών υψηλού κινδύνου που είχαν βρεθεί θετικοί στην Covid-19, ανακοίνωσε σήμερα η εταιρεία.
“Η μπαμλανιβιμάμπη (bamlanivimab) και η ετεσεβιμάμπη (etesevimab), μαζί, μπορούν να είναι δυνητικά μια σημαντική θεραπεία καθώς μειώνουν σημαντικά τις νοσηλείες και τους θανάτους σε ασθενείς υψηλού κινδύνου με Covid” ανέφερε ο επιστημονικός υπεύθυνος του ομίλου, Ντάνιελ Σκοβρόσνκι.
Τα αποτελέσματα σημαίνουν ότι η δοκιμή τρίτης φάσης, στην οποία συμμετείχαν 1.035 άνθρωποι, πέτυχε τον πρωταρχικό στόχο της. Η μελέτη ήταν επίσης επιτυχής όσον αφορά τους δευτερεύοντες στόχους, της μείωσης του ιικού φορτίου στους ασθενείς και της μείωσης του χρόνου ανάρρωσης.
Οι ασθενείς λάμβαναν είτε ψευδοφάμακο είτε έναν συνδυασμό των δύο μονοκλωνικών αντισωμάτων, από 2,8 γραμμάρια το καθένα. Καταγράφηκαν έντεκα νοσηλείες μεταξύ των ασθενών που έλαβαν τη θεραπεία. Μεταξύ των ασθενών που έλαβαν το ψευδοφάρμακο καταγράφηκαν 36 θάνατοι ή εισαγωγές σε νοσοκομεία (ποσοστό 7%).
Η θεραπεία αυτή μειώνει κατά συνέπεια τον κίνδυνο κατά 70%. Το συμπέρασμα είναι σημαντικό από στατιστικής άποψης, κάτι που σημαίνει ότι είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για τυχαίο αποτέλεσμα.
Συνολικά, πέθαναν 10 ασθενείς και όλοι τους μετείχαν στην ομάδα που έλαβε το ψευδοφάρμακο. Δεν υπήρξαν θάνατοι μεταξύ εκείνων που έλαβαν τη θεραπεία.
Η εταιρεία ανέφερε ότι θα συνεχίσει να μελετά τη θεραπεία στο πλαίσιο μιας άλλης δοκιμής για να διαπιστώσει αν θα επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα και με μικρότερες δόσεις των δύο φαρμάκων.
Τα αντισώματα αυτά κατασκευάζονται στο εργαστήριο και είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να εμποδίζουν την προσκόλληση του ιού και την είσοδό του στα ανθρώπινα κύτταρα. Η Eli Lilly και η εταιρεία βιοτεχνολογίας Regeneron έχουν λάβει κατεπείγουσα άδεια για τη χρήση τους σε τέτοιες θεραπείες. Ωστόσο, οι θεραπείες αυτές εφαρμόζονται μόνο στις ΗΠΑ, λόγω διαφόρων παραγόντων, όπως είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των ασθενών αλλά και η έλλειψη του κατάλληλου προσωπικού και δυνατοτήτων στα νοσοκομεία για τη χορήγησή τους. Στην ανακοίνωσή της η Lilly παραδέχεται αυτές τις δυσκολίες. Γιατροί και νοσηλευτές εξέφρασαν αμφιβολίες “όσον αφορά την περιπλοκότητα και τον χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία και τη χορήγηση” της θεραπείας, ανέφερε, προσθέτοντας ότι συνεργάζεται με τις αμερικανικές υγειονομικές αρχές με στόχο να μειωθεί ο χρόνος ενδοφλέβιας χορήγησης των φαρμάκων από τα 60 στα 16 λεπτά.