Ποιοι παράγουν λιγότερα αντισώματα
«Φρένο» στην παραγωγή αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό για τον κοροναϊό με mRNA εμβόλιο φαίνεται ότι βάζουν κάποια φάρμακα με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανοσία του οργανισμού.
Σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως το ένα τέταρτο των ανθρώπων που παίρνουν φάρμακα με τη δραστική ουσία μεθοτρεξάτη για διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος –από τη ρευματοειδή αρθρίτιδα μέχρι την πολλαπλή σκλήρυνση- παρουσιάζουν ασθενέστερη ανοσοαπόκριση στο εμβόλιο για τον κοροναϊό, δείχνει νέα μελέτη.
Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο Annals of the Rheumatic Diseases, η μελέτη αντιμετώπισε διαταραχές που προκύπτουν όταν το ανοσοποιητικό σύστημα, ο ρόλος του οποίου κανονικά είναι να καταπολεμά ασθένειες και να καθοδηγεί την επούλωση, πυροδοτείται με ανορθόδοξο τρόπο. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί φλεγμονή, δηλαδή πόνο και οίδημα που εμφανίζεται όταν τα ανοσοκύτταρα εισέρχονται σε κατεστραμμένο ή μολυσμένο ιστό, αλλά συχνά σε λάθος ποσότητα ή πλαίσιο. Τα λεγόμενα αυτοάνοσα νοσήματα –ή αυτοάνοσες φλεγμονώδεις διαταραχές- συνήθως αντιμετωπίζονται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα που μειώνουν τη φλεγμονή, μεταξύ των οποίων και η μεθοτρεξάτη.
Υπό την καθοδήγηση ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Grossman της Νέα Υόρκης, η νέα μελέτη εξέτασε συγκεκριμένα τις αποκρίσεις των ασθενών στο εμβόλιο mRNA των Pfizer/BioNTech, εξετάζοντας τα αντισώματα που παρήχθησαν σε κάθε ασθενή από το εμβόλιο.
Η χαμηλότερη απόκριση αντισωμάτων που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που λαμβάνουν μεθοτρεξάτη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι ασθενείς αυτοί δεν προστατεύονται από την COVID-19, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί
«Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι ασθενείς δεν θα πρέπει να ανησυχούν από τα ευρήματα της μελέτης μας, καθώς η πλειοψηφία εκείνων με διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος ανταποκρίνονται καλά στα εμβόλια mRNA. Είναι, επίσης, πιθανό η μεθοτρεξάτη να καθυστερεί και όχι να αποτρέπει μια επαρκή ανοσολογική απόκριση κατά της COVID-19», εξηγεί η μία εκ των συγγραφέων της μελέτης, Δρ. Rebecca Haberman.
Οι ερευνητές γνωρίζουν ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα που λαμβάνουν μεθοτρεξάτη έχουν μειωμένη απόκριση στα εμβόλια της εποχικής γρίπης. Επειδή, λοιπόν, τα εμβόλια mRNA χρησιμοποιούν ένα νέο μηχανισμό δράσης που οι εν λόγω ασθενείς δεν έχουν δει ποτέ, οι ερευνητές θέλησαν να προσδιορίσουν το πόσο καλά προστατεύονται.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στα Πανεπιστήμια Langone και Friedrich-Alexander της Νυρεμβέργης και περιέλαβε υγιείς ανθρώπους και ασθενείς με κοινές διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και η ψωρίαση. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη έλαβαν δύο δόσεις εμβολίου Pfizer/BioNTech και οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος για να προσδιορίσουν την ποσότητα των αντισωμάτων που παρήγαγαν οι ασθενείς μετά τον εμβολιασμό τους και να μετρήσουν την ενεργοποίηση σημαντικών ανοσοκυττάρων, όπως των CD8 Τ κυττάρων-δολοφόνων, τα οποία παράγονται ως τμήμα της ανοσοαπόκρισης του σώματος.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι πάνω από το 90% των υγιών συμμετεχόντων και των ασθενών που λάμβαναν φάρμακα εκτός της μεθοτρεξάτης για τον έλεγχο της φλεγμονής τόσο στην αμερικανική όσο και στη γερμανική ομάδα συμμετεχόντων εμφάνισαν ισχυρότερες αποκρίσεις αντισωμάτων. Οι ασθενείς με αυτοάνοσες φλεγμονώδεις διαταραχές που λάμβαναν μεθοτρεξάτη πέτυχαν επαρκή απόκριση σε μόλις 62% των περιστατικών. Παρομοίως, ενώ οι υγιείς συμμετέχοντες και εκείνοι με τις κοινές ανοσολογικές διαταραχές που λάμβαναν αντιφλεγμονώδη φάρμακα αλλά όχι μεθοτρεξάτη παρήγαγαν CD8 Τ κύτταρα, οι ασθενείς που λάμβαναν μεθοτρεξάτη δεν παρουσίασαν αύξηση στην ενεργοποίηση των CD8 Τ κυττάρων μετά τον εμβολιασμό.
«Χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να καταλάβουμε γιατί τέτοια σημαντική αναλογία ανθρώπων με κοινές διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος που λαμβάνουν μεθοτρεξάτη παρουσιάζουν ανεπάρκειες στην παραγωγή αντισωμάτων και την κυτταρική απόκριση. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το εμβόλιο δεν είναι αποτελεσματικό, αλλά ότι πρέπει να διερευνηθούν εναλλακτικές στρατηγικές εμβολίων», καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής και συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Jose U. Scher.