Μια ελληνική μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο και έδειξε ότι ο κορονοϊός ενεργοποιεί κάποιους επικίνδυνους ρετροϊούς που βρίσκονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού προγράμματος, το οποίο με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αναλύσει σε βάθος πενταετίας, ουσίες στο ανθρώπινο σώμα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρόγνωση, τη θεραπεία αλλά και την παρακολούθηση των ασθενών με Covid-19. Ένας από τους βασικούς στόχους των επιστημόνων που συμμετέχουν σε αυτό το πρόγραμμα είναι να δουν πώς επηρεάζεται η καρδιά και ο εγκέφαλος από τη νόσο σε βάθος χρόνου και πώς μπορούν να αναστρέψουν αυτές τις συνέπειες.
Η αρχική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “ΜΙCROBIOLOGY SPECTRUM” έγινε στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής από την Ομάδα Εφηρμοσμένης Εξελικτικής Ιολογίας, της οποίας προΐσταται ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Γκίκας Μαγιορκίνης. Όπως αναφέρει ο ίδιος (που είναι και ο επιβλέπων ερευνητής της νέας μελέτης) στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου “104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ” “πρόκειται για τη συνέχεια της μελέτης που ξεκινήσαμε εδώ πριν από περίπου δύο χρόνια, η οποία έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων στη διεθνή κοινότητα και για αυτό χρηματοδοτείται τώρα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από το πρόγραμμα Ορίζοντας-Έρευνα και Καινοτομία με 6,6 εκατομμύρια ευρώ (έχουν ήδη προεγκριθεί) σε βάθος 5ετίας. Οι συνεργάτες μας είναι το Ινσερμ της Λυόν, το Πανεπιστήμιο Tor Vergata της Ρώμης, το Ινστιτούτο Έρευνας Υγιεινής της Αραγκόν, η εταιρεία Geneuro της Γαλλίας, το Frascati Scienza της Ιταλίας και το Κλινικό κέντρο του Νοσοκομείου Rijeka της Κροατίας”.
Το εργαστήριο του κ. Μαγιορκίνη προΐσταται στο κομμάτι που αφορά στη Γενωμική και τη Βιοπληροφορική, λόγω της υψηλής εξειδίκευσης που έχει ο ίδιος και η ομάδα του σε παγκόσμιο επίπεδο, στην ανάλυση αυτών των ρετροϊών. Εξάλλου η ίδια ομάδα ηγείται του αντίστοιχου τμήματος και στο Ηνωμένο Βασίλειο στο πρόγραμμα των 100.000 Γονιδιωμάτων.
Ο ρόλος των βιοδεικτών στη στοχευμένη θεραπεία
Ποιος είναι όμως ο σκοπός του προγράμματος; Θέλουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα τα ευρήματα που είχαμε, στοχεύοντας στην κλινική τους εφαρμογή, απαντά ο κλινικός ιολόγος, επιστημονικά υπεύθυνος στο Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Ρετροϊών του ΕΚΠΑ και εξηγεί: “Στόχος του προγράμματος που ονομάζεται “Ηervcov” είναι να αναλύσουμε το ρόλο των ενδογενών ρετροϊών του ανθρώπου στην ανοσοπαθογένεση της νόσου. Δηλαδή στον τρόπο που ο Sars επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα και δημιουργεί παθολογίες στον ανθρώπινο οργανισμό. Θα επιχειρήσουμε να αναγνωρίσουμε και να αξιολογήσουμε τους βιοδείκτες, πού είναι ουσίες στο σώμα μας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την πρόγνωση και τη θεραπεία των ασθενών. Και αυτές οι ουσίες θα πρέπει να δούμε κατά πόσον είναι σημαντικές για τη διάγνωση, την παρακολούθηση και την προτεραιοποίηση των ασθενών. Κάτι που αυτή τη στιγμή είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, καθότι αφορά στην στοχευμένη θεραπεία. Το επίκεντρο αυτών των βιοδεικτών θα είναι η επίδραση που έχει η νόσος κυρίως στην καρδιά και στον εγκέφαλο, σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη νόσηση, αλλά και σε βάθος χρόνου. Προς το παρόν δεν ξέρουμε ποιες είναι οι μακροχρόνιες συνέπειες που έχει σε αυτά τα δύο συστήματα και θέλουμε να το παρακολουθήσουμε”.
Ξεκινάνε κλινικές δοκιμές με μονοκλωνικό που έδωσε καλά αποτελέσματα στη ΣΚΠ
Σε παλαιότερη συνέντευξη μάς είχατε πει ότι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει δώσει αισιόδοξα αποτελέσματα σε μελέτες για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, πρόκειται να μελετηθεί για την αντιμετώπιση του κορονοϊού και συγκεκριμένα για ασθενείς με προχωρημένη νόσο. Αυτό σχετίζεται με την τωρινή σας μελέτη; γεννάται εύλογα το ερώτημα. “Βεβαίως και σχετίζεται. Η συγκεκριμένη μελέτη θα δημιουργήσει σημεία εκκίνησης για τις λεγόμενες κλινικές δοκιμές, οι οποίες θα ξεκινήσουν στα επόμενα ένα με δύο χρόνια. Θα δώσει δηλαδή το τεχνικό υπόβαθρο, τη θεωρητική βάση. Το μονοκλωνικό αντίσωμα είναι μία θεραπεία. Θα πρέπει να ξέρουμε όμως πως οι ασθενείς ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Οπότε πρέπει να έχουμε αντικειμενικές μετρήσεις, για να μπορούμε να αξιολογήσουμε ένα θεραπευτικό σχήμα. Για αυτό το λόγο η χρήση των βιοδεικτών είναι αλληλένδετη με την πρόγνωση στη θεραπεία, αλλά και την ανάπτυξη αποτελεσματικού θεραπευτικού σχήματος”.