Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παρατηρείται μεγάλη αύξηση της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, φαινόμενο το οποίο αποδίδεται σε επιδημιολογικούς και γενετικούς παράγοντες, καθώς επίσης και στην ακτινοβολία του περιβάλλοντος.
«Τελευταία, διαπιστώσαμε ότι η αυτοανοσία αυτή αυξάνει μετά από χορήγηση ιωδίου, που έγινε υποχρεωτική στην Ελλάδα, διά νόμου, μέσω τη χορήγησης ιωδιομένου αλατιού. Έτσι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προσπαθώντας να επαναφέρουμε τα επίπεδα του ιωδίου σε φυσιολογικά όρια, είχαμε ως πρόβλημα την αύξηση των περιστατικών με αυτοανοσία του θυρεοειδούς. Η αυτοανοσία αυτή βαθμιαία καταστρέφει τον θυρεοειδή, τον αποδιοργανώνει, με τελικό αποτέλεσμα τον υποθυρεοειδισμό» ανέφερε ο ενδοκρινολόγος, άμισθος καθηγητής, διευθυντής της ενδοκρινολογικής κλινικής του νοσοκομείου Παναγία, Γεράσιμος Κρασσάς, στο πλαίσιο της πολυθεματικής επιστημονικής διημερίδας, που διοργανώνει στην Καλαμαριά το 2o Γενικό Νοσοκομείο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Θεσσαλονίκης «Παναγία».
Εγκυμοσύνη και θυρεοειδίτιδα
Στο ερώτημα «τι γίνεται, για την προφύλαξη των γυναικών που πάσχουν από αυτοάνοσο θυρεοειδίτιδα και μένουν έγκυες;» ο κ. Κρασσάς απαντά: «Ενώ μέχρι σήμερα δεν επεμβαίναμε θεραπευτικά σ’ αυτές τις γυναίκες, με αποτέλεσμα να έχουμε αυξημένες αποβολές, τα τελευταία 2-3 χρόνια συνιστάται η χορήγηση προληπτικής φαρμακευτικής αγωγής, για να προλάβουμε αποβολές πρώτου τριμήνου».
Τα τελευταία χρόνια, κατόπιν εκτεταμένης έρευνας, διαπιστώθηκε ότι τα φυσιολογικά επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλάζουν σημαντικά. «Αυτό σημαίνει ότι μία έγκυος γυναίκα θεωρείται ότι είναι ευθυρεοειδική (καλή θυρεοειδική λειτουργία), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν δυσθυρεοειδική. Μ’ αυτό το δεδομένο, η χορήγηση θεραπευτικής αγωγής σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι κακή ιατρική πράξη, με τεράστια δυσμενή επίδραση στην έγκυο γυναίκα» εξήγησε ο κ. Κρασσάς.
Επίσης, έχει διαπιστωθεί, ότι οι γυναίκες, οι οποίες έχουν φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία και θετικά θυρεοειδικά αντισώματα (ένδειξη θυρεοειδικής αυτοανοσίας) είναι επιρρεπείς σε αποβολές πρώτου τριμήνου. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι ο αριθμός των αποβολών στις γυναίκες αυτές τριπλασιάζεται σε σχέση με γυναίκες, που δεν έχουν θετικά θυρεοειδικά αντισώματα (χωρίς θυρεοειδική αυτοανοσία).
Μήπως, όμως, θα έπρεπε σ’ αυτές τις γυναίκες να χορηγηθεί κάποιου είδους θεραπευτική αγωγή, η οποία θα μπορούσε να ελαττώσει την αυτοανοσία τους ή θα μπορούσε να καταστείλει τα θετικά αντισώματα, με αποτέλεσμα λιγότερες αποβολές και λιγότερες συνέπειες για το έμβρυο;
Μέχρι σήμερα, υπάρχουν μόνον δύο μελέτες διεθνώς, που έχουν δημοσιευθεί και έχουν ερευνήσει αυτό το πρόβλημα. Και οι δύο προέρχονται από την Ιταλία. Στη μία δοκιμάστηκε το σελήνιο και δεν βρέθηκε θετική ανταπόκριση και στην άλλη η χορήγηση θυροξίνης, με σημαντικά θετικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, σε τρεις μεγάλες μελέτες, που προέρχονται από το Βέλγιο, φάνηκε ότι γυναίκες που υποβάλλονται σε τεχνητή γονιμοποίηση και λαμβάνουν τεράστιες δόσεις οιστρογόνων αποτυγχάνουν να μείνουν έγκυες, σε ποσοστό περίπου 75-80%, σε σχέση με εκείνες στις οποίες «διορθώθηκε» η θυρεοειδική λειτουργία αμέσως μετά τη θεραπευτική χορήγηση των γυναικείων ορμονών.